1404
Σκηνή από την παράσταση «Ταρτούφος ή ο Υποκριτής» η οποία μετά το Παρίσι παίχτηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο του έτους του Μολιέρου | Jan Versweyveld/Comédie-Française

Το Ετος Μολιέρου άρχισε και κλείνει με τον «Ταρτούφο»

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 31 Οκτωβρίου 2022, 16:24
Σκηνή από την παράσταση «Ταρτούφος ή ο Υποκριτής» η οποία μετά το Παρίσι παίχτηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο του έτους του Μολιέρου
|Jan Versweyveld/Comédie-Française

Το Ετος Μολιέρου άρχισε και κλείνει με τον «Ταρτούφο»

Κική Τριανταφύλλη Κική Τριανταφύλλη 31 Οκτωβρίου 2022, 16:24

Ο Ζαν Μπαπτίστ Ποκλέν, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του Μολιέρου, βαπτίστηκε (και εικάζεται ότι γεννήθηκε μία ή δύο ημέρες πριν) στις 15 Ιανουαρίου 1622 στο Παρίσι, όπου και πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1673, αφού κατέρρευσε επί σκηνής κατά τη διάρκεια της τέταρτης παράστασης του «Κατά φαντασίαν ασθενή». Γιος ενός εμπόρου υφασμάτων και βασιλικού διακοσμητή, ο Μολιέρος προοριζόταν να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά· ο ίδιος όμως προτιμούσε το θέατρο, στο οποίο τον είχε μυήσει ο παππούς του.

Στα 16 του, ο Μολιέρος έφυγε για την Ορλεάνη, όπου σπούδασε Νομικά. Η γνωριμία του με την ηθοποιό Μαντλέν Μπεζάρ ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο, έτσι, (το 1643) εγκατέλειψε το επάγγελμα του δικηγόρου, ίδρυσε έναν θεατρικό θίασο και το 1665 άρχισε να γράφει τα δικά του θεατρικά έργα, στα οποία διακωμωδεί με εκπληκτικό τρόπο τις ανθρώπινες αδυναμίες, χαρίζοντας διαχρονικά στο αναγνωστικό και το θεατρικό κοινό άφθονο γέλιο.

Μάλιστα οι ήρωές του όπως ο τυραννικός Αρπαγκόν του «Φιλάργυρου», ο Δον Ζουάν, αντιπροσωπευτικός τύπος της εκφυλισμένης και πορωμένης αριστοκρατίας, και  ο θρησκόληπτος υποκριτής Ταρτούφος εντάχθηκαν σαν χαρακτηρισμοί στη γαλλική γλώσσα, η οποία από τον 18ο αιώνα αναφέρεται και ως «γλώσσα του Μολιέρου». Αρκεί, μάλιστα, να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του (ή στην τηλεόραση) για να δει ότι και σήμερα δεν υπάρχουν λιγότεροι άρπαγες, μισάνθρωποι, δον ζουάν, και ταρτούφοι από ό,τι την εποχή του Βασιλιά Ηλιου.

(Δείτε τη διάλεξη με επίτιμο προσκεκλημένο τον Ζορζ Φορεστιέ, ομότιμο καθηγητή γαλλικής λογοτεχνίας στη Σορβόννη και ιστορικό του θεάτρου, που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος στις 14 Ιουνίου 2022 στο πλαίσιο του έτους του Μολιέρου)

Σύμβολο του γαλλικού πολιτισμού, ο Μολιέρος είναι για τους Γάλλους ό,τι ο Σαίξπηρ για τους Βρετανούς. Στην πατρίδα του είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο δραματουργός που κατάφερε να ανεβάσει το μέχρι τότε υποδεέστερο θεατρικό είδος της κωμωδίας στο επίπεδο της τραγωδίας και να διαφωτίσει το κοινό του με εργαλεία την ειρωνεία και τον σαρκασμό. Πράγμα, που βέβαια προκάλεσε και πολλές έχθρες.

Πώς καταφέρνει, όμως, μετά από τέσσερις αιώνες να παραμένει τόσο μοντέρνος και ευχάριστος; Την απάντηση δίνει ο  Ντιντιέρ Σενεγκάλ: «Ο Μολιέρος είναι ο πιο κουλ από τους κλασικούς. Οχι μόνο μας κάνει ακόμα να γελάμε, αλλά δεν απαιτεί από εμάς σχεδόν καμία προσπάθεια να προσαρμοστούμε. Οποιοσδήποτε γαλλόφωνος του 2010, λόγιος ή χωρικός, κατανοεί το λεξιλόγιό του, αντιλαμβάνεται την ειρωνεία των διαλόγων του, τοποθετεί τους χαρακτήρες του στην κοινωνική πυραμίδα», γράφει ο Σενεγκάλ στην L’Express με αφορμή τη νέα τετράτομη έκδοση με τα Απαντα του Μολιέρου, που κυκλοφόρησε το 2010, από τον οίκο La Pléiade και συνοδεύεται με μελέτες 40 χρόνων.

«Σε αντίθεση με τους συναδέλφους του τραγικούς, ο Μολιέρος μας υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες, με φυσικότητα και χωρίς φιοριτούρες», λέει ο κριτικός λογοτεχνίας και προσθέτει: «Γι’ αυτό παραμένει η τελευταία ελπίδα των δασκάλων: χάρη σ’ αυτόν, έχουν μια μικρή πιθανότητα να καταφέρουν τους μαθητές τους να αγνοήσουν για λίγες ώρες τους χιλιάδες φίλους τους στο Facebook, για να κοροϊδέψουν τους ψηλομύτες με τις περούκες, τα γελοία στραβάδια του Μεγάλου Αιώνα (Grand Siècle, ο 17ος αιώνας και απόγειο της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’) και τους μπουφόνους με τα παράσημα. Τέλος πάντων, αν ο Μολιέρος αποτύχει, κανένας άλλος συγγραφέας του προγράμματος δεν θα τα καταφέρει»…

Οι παραστάσεις του έκαναν θραύση, ο ίδιος ο Λουδοβίκος βλέποντας την επιτυχία του τον ενίσχυσε οικονομικά, μάλιστα το 1664, σε ηλικία 43 ετών, ο Μολιέρος έγινε διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά διοργανώνοντας μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών. Εκεί, μεταξύ άλλων παρουσίασε τον «Ταρτούφο ή Απατεώνα» («Le Tartuffe ou l’Imposteur»), μια κωμωδία, που είχε ενοχλήσει πολύ τους  θρησκόληπτους θεατές ήδη πριν από την επίσημη πρεμιέρα του έργου.

Ο Ταρτούφος, ο κύριος χαρακτήρας του έργου, είναι ένας ψευτοθρησκευόμενος επαρχιώτης, ένας άνθρωπος απατεώνας και ανήθικος, που στην πραγματικότητα επιδιώκει να αποκτήσει δύναμη. Με την υποκριτική του επίδειξη ευσέβειας γοητεύει τον εύπιστο Οργκόν, έναν πλούσιο Παριζιάνο, ο οποίος τον εμπιστεύεται απόλυτα, τον εγκαθιστά στο σπίτι του, προτίθεται μάλιστα να τον κάνει γαμπρό του αθετώντας την υπόσχεση γάμου, που έχει δώσει στον αγαπημένο της κόρης του, Βαλέριο.

Παρά τις προσπάθειες του Μολιέρου να επιβάλλει τον «Ταρτούφο» του, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του έργου, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον δημιουργό ακόμη και με αφορισμό. Τελικά το 1669, όταν πια ο Λουδοβίκος ΙΔ’ κρατούσε σταθερά τα ηνία της εξουσίας, ο Μολιέρος κατάφερε να παρουσιάσει επίσημα την κωμωδία του χωρίς αντιδράσεις και με τεράστια επιτυχία.

Παρά τις απαγορεύσεις, ωστόσο, ο Μολιέρος δεν έπαψε να ασχολείται με την υποκρισία: έγραψε τον Δον Ζουάν, τον «Μισάνθρωπο» αλλά και τον «Κατά Φαντασίαν Ασθενή», το τελευταίο του έργο στο οποίο υποδύθηκε ο ίδιος τον υποχόνδριο Αρζάν, που προσποιείται ότι είναι άρρωστος. Ο Μολιέρος, όμως, –αν και έπασχε από φυματίωση και πέθανε λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα-, δεν ήταν ένας δήθεν ασθενής, που κορόιδευε τους γιατρούς του, αλλά ένας συγγραφέας ο οποίος, μετά την απαγόρευση του «Ταρτούφου», χρησιμοποιούσε την Ιατρική ως αλληγορία της Θρησκείας, ένα θέμα απαγορευμένο πλέον, όπως αναφέρουν οι εκδότες των Απάντων του.

Η πρόσφατη βρετανική εκδοχή του «Ταρτούφου» σε μουσουλμανικό πλαίσιο, με τον Ασίφ Καν ως Ταρτούφο, αριστερά, και τον Σάιμον Νάιγκρα στον ρόλο του Ιμράν Περβέιζ (TopherMcGrillis/RSC)

Με την παράσταση του «Ταρτούφου», μάλιστα, εγκαινιάστηκε η Κομεντί Φρανσέζ, το διάσημο θέατρο που ταυτίστηκε με το έργο του, το οποίο ιδρύθηκε επτά χρόνια μετά τον θάνατό του κατόπιν παραγγελίας του Λουδοβίκου ΙΔ’.

Με το έργο «Ταρτούφος ή ο Υποκριτής», άνοιξαν φέτος και οι εορταστικές εκδηλώσεις στη Γαλλία για το έτος Μολιέρου. Ωστόσο δεν ήταν η ηπιότερη εκδοχή του, που αναγκάστηκε να ετοιμάσει ο Μολιέρος μετά τις σφοδρές αντιδράσεις της εκκλησίας, και την οποία γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Η Comédie Française ανέθεσε στον βέλγο σκηνοθέτη Ιβο βαν Χόβε να παρουσιάσει το ανέκδοτο, απαγορευμένο κείμενο του 1664, το οποίο θεωρούνταν χαμένο, αλλά αποκαταστάθηκε με τη συμβολή του Ζορζ Φορεστιέ, ομότιμου καθηγητή Γαλλικής Λογοτεχνίας στη Σορβόνη, ιστορικό του θεάτρου του 17ου αιώνα και συγγραφέα της πρόσφατης βιογραφίας του Μολιέρου, που τιμήθηκε το 2019 με το Μεγάλο Βραβείο Βιογραφίας της Γαλλικής Ακαδημίας.

Και ο Βαν Χόβε φώτισε το έργο περισσότερο σαν κοινωνικό δράμα παρά σαν κωμωδία, μεταφέροντας τη δράση στη σύγχρονη εποχή και στήνοντας μια σφοδρή σύγκρουση στους παντός είδους υποκριτές, με φόντο τη θρησκεία. Μετά το Παρίσι, μάλιστα, ο «Ταρτούφος ή ο Υποκριτής» παρουσιάστηκε στην Αθήνα (Πειραιώς 260), στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, σε έμμετρη μετάφραση του Ανδρέα Στάικου. Και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος διοργάνωσε στις 14 Ιουνίου 2022 διάλεξη με επίτιμο προσκεκλημένο τον Ζορζ Φορεστιέ.

Ενας «Ταρτούφος» ψευδοϊσλαμιστής στο Μπέρμιγχαμ

Το έτος Μολιέρου τελειώνει με ακόμη έναν Ταρτούφο, αυτή τη φορά να είναι ένας άστεγος που παριστάνει τον ισλαμιστή κληρικό.  Η παράσταση, που ανέβηκε στο Birmingham Rep και θα παίζεται μέχρι τις 5 Νοεμβρίου, προκαλεί ξεκαρδιστικά γέλια· πρόκειται για αναβίωση της παραγωγής των βραβευμένων με BAFTA και Emmy Ανίλ Γκούπτα και Ρίτσαρντ Πίντο, που ανέβηκε για πρώτη φορά το 2019 στο Swan Theatre στον Στράτφορντ-Απόν-Εϊβον από τη θεατρική ομάδα Royal Shakespeare Company (RSC).

Από το Παρίσι, η δράση έχει μεταφερθεί σε ένα προάστιο του Μπέρμιγχαμ, όπου μια βρετανοπακιστανική οικογένεια ζει μέσα στην άνεση και την ευμάρεια. Και τη θέση του Οργκόν παίρνει ο Ιμράν, ο ευκολόπιστος, αυτοδημιούργητος πατριάρχης της οικογένειας, που μαγεύεται όταν γνωρίζει στο τζαμί τον Ταρτούφο. Ο Ιμράν παθαίνει κρίση πίστης και ταυτότητας και αποφασίζει ότι τα μέλη της οικογένειάς του πρέπει να ζουν σαν «πραγματικοί Μουσουλμάνοι». Με το πρόσχημα ότι θα τους διδάξει πώς να το κάνουν σωστά, ο Ταρτούφος εγκαθίσταται στο σπίτι τους, με τον Ιμράν να σχεδιάζει να τον παντρέψει με την προοδευτική κόρη του -η  οποία μελετά τα δεινά των γυναικών και την έλλειψη ισότητας των φύλων στην υποσαχάρια Αφρική, και φυσικά έχει αγόρι- ακόμη και να γράψει την περιουσία του στον διπρόσωπο τσαρλατάνο…

Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που το έργο έχει ασιατικό πλαίσιο. Το 1990, σε μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, ο σκηνοθέτης Τζατίντερ Βέρμα παρουσίασε τον Ταρτούφο σαν φακίρη στην Ινδία των Μουγκάλ. Ωστόσο, όπως έγραψε στον Guardian ο Μάικλ Μπίλινγκτον, η αρετή της νέας εκδοχής των Γκούπτα και Πίντο είναι ότι επιτίθεται τόσο στη θρησκευτική εκμετάλλευση όσο και στην εκκοσμικευμένη επιτήδευση, χωρίς καμία συγκατάβαση. Στην πραγματικότητα, λέει o βρετανός θεατρικός κριτικός, καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να καταστήσει σαφές ότι ο Ταρτούφος είναι ένας διεστραμμένος απατεώνας και όχι ένα γνήσιο τέκνο του Ισλάμ.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...