Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο Στέλιος Δημητρακόπουλος, ένας μικρoμεσαίος ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου στην Αθήνα, συνειδητοποιεί ότι η ζωή του γκρεμίζεται. Έχει 32 ώρες να καταλάβει πώς ακριβώς έφτασε λίγο πριν την διάλυση τόσο της επαγγελματικής του ζωής όσο και της προσωπικής του. Έχει 32 ώρες για να ορθώσει το ανάστημά του και σώσει τον κόπο 17 χρόνων. Σε αυτό το μήκος κινείται η υπόθεση της νέας ταινίας του Αλέξη Αλεξίου, Τετάρτη 04:45. Πρόκειται για ένα νουάρ θρίλερ τοποθετημένο στη σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας της κρίσης και της ανέχειας. Με πολλούς μικρούς ήρωες και μια τραγική φιγούρα που ενσαρκώνει αντάξια των απαιτήσεων του ρόλου του, ο Στέλιος Μάινας. Δείτε τι μας είπαν ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής της ταινίας.
Ξεκινήσατε το 1998 με την πρώτη σας ταινία («Τούγκο Τούγκο»), συνεχίσατε το 2000 με την ταινία «Ο Κλαρκ Κεντ είναι ο Σούπερμαν!», το 2001 με το «Με θυμάσαι;» και ο «Αριστείδης ο Αλόπεκας» το 2003. Πέντε χρόνια μετά βλέπουμε την «αναλογική» Ιστορία 52. Το 2013 ξεκινήσατε το Τετάρτη 04:45. Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει;
Αλέξης Αλεξίου: Είναι μια διαδικασία μάθησης. Εκπαιδεύεσαι. Μαθαίνεις το μέσο καλύτερα, από τα λάθη σου. Πειραματίζεσαι, δοκιμάζεις πράγματα. Θεωρώ ότι κάθε φορά προσπαθώ να κάνω κάτι το ελαφρώς διαφορετικό, με την έννοια ότι πειραματίζομαι λίγο παραπάνω με τα εκφραστικά μέσα του κινηματογράφου, κρατώντας από την άλλη και έναν πυρήνα θεματικά, αυστηρά προσωπικό. Δηλαδή οι ιστορίες που με ενδιαφέρουν είναι λίγο-πολύ ίδιες. Σχεδόν σε όλες μου τις ταινίες είναι η ιστορία ενός άντρα, ο οποίος πολεμά με τον εαυτό του.
Μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ μέσα μας;
Ναι. Ακριβώς έτσι είναι. Αυτό που αλλάζει είναι η φόρμα και τα είδη, με τα οποία καταπιάνομαι.
Οπότε, αν κάτι άλλαξε, ποιο ήταν αυτό;
Αυτό που τουλάχιστον βλέπω, και ήταν μέσα στις προθέσεις αυτής της ταινίας, είναι ότι σίγουρα μεγαλώνοντας βλέπεις την ανάγκη, έχοντας πειραματιστεί αρκετά πριν, να δεις πως αυτά που θέλεις να πεις μπορούν να επικοινωνηθούν σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Στα θέματα δηλαδή που σε απασχολούν να βρεις έναν τρόπο αφήγησης πολύ πιο προσβάσιμο στον θεατή. Και θεωρώ ότι αυτή η ταινία είναι πολύ πιο προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό. Το ελπίζω τουλάχιστον.
Η ταινία έχει πολλούς μικρούς πρωταγωνιστές. Από τη σύζυγο που βλέπει μόνο τα δικά τους προβλήματα, τον αδελφό που ως μεγαλύτερος δεν μπορεί να βοηθήσει και μάλλον δεν μεγάλωσε ποτέ, τους μπράβους και την υπεύθυνη στο στριπτιζάδικο και τόσους άλλους. Η επιλογή του Στέλιου Δημητρακόπουλου ως κύριου ήρωα τι αντιπροσωπεύει;
Α.Α.: Είναι ο ήρωας ο οποίος παλεύει όπως είπαμε με τον εαυτό του και τα όνειρά του. Ένας άντρας που κυνηγάει το ανέφικτο. Το να διατηρεί δηλαδή, ένα τζαζ μαγαζί σε μια χώρα και πόλη που δεν ακούει τζαζ. Είναι ένας ρομαντικός, ο οποίος σίγουρα κάπου στην πορεία έχει χάσει κάτι από την αγνότητα των προθέσεών του. Σαν κλασσικός Έλληνας, σαν όλους εμάς, έχει μπερδέψει την καλώς εννοούμενη φιλοδοξία με τη ματαιοδοξία. Ένας άντρας που παλεύει με τα λάθη του. Η ταινία είναι μια πορεία συνειδητοποίησης της διαδρομής του και αυτό αφηγείται. Την τελευταία του ευκαιρία να βάλει σε τάξη και να διορθώσει κάποια πράγματα.
Τα πρώτα 20 λεπτά γνωρίζουμε τους χαρακτήρες. Στη συνέχεια ζούμε μαζί με τον Στέλιο το άγχος του και σαν θεατές τον κρίνουμε για τις επιλογές που έχει κάνει. Μέχρι τη σκηνή που ξεφεύγει από τη «χαμένη νεολαία». Τον πρόφτασε η βία της πραγματικής ζωής;
Α.Α.: Η ταινία είναι μια σειρά από επεισόδια. Αυτό που μου αρέσει να λέω είναι ότι είναι μια ταινία περιπλάνησης μέσα στην πόλη, ένα «roadmovie» (ταινία δρόμου), που αυτός ο αμφιλεγόμενος ήρωας κάνει. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν αποφασίζει ο θεατής αν τον συμπαθεί ή όχι. Νομίζω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Θέλω να πιστεύω τουλάχιστον. Κρίνει όπως είπες, πολύ αυστηρά στην αρχή τις επιλογές του. Καταλαβαίνει όμως ότι κάποιες έγιναν βεβιασμένα, από λάθος εκτίμηση, όχι από κακές προθέσεις απαραίτητα. Ουσιαστικά η ταινία είναι μια σειρά από συναντήσεις του ήρωα με άλλους χαρακτήρες, και στην ουσία σε αυτές τρώει μια σειρά από σφαλιάρες. Και αφυπνίζεται. Συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν έτσι και πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Και τότε είναι που νιώθεις ότι αυτός ο χαρακτήρας με έναν τρόπο καταλαβαίνει όλα τα δικά του λάθη αλλά και την ανάγκη να διορθώσει τα πράγματα. Και αν γίνεται να εξιλεωθεί με κάποιον τρόπο. Να σταθεί στο τέλος με αυτό που εγώ ονομάζω «αξιοπρέπεια».
Σε κάποιες σκηνές η ηθική πυξίδα του Στέλιου δουλεύει. Σε άλλες στιγμές μιλάει η κόκα; Είναι απλά ένας ακόμα «κρυφός» ναρκομανής-επιχειρηματίας και οικογενειάρχης; Ή ένα καλό παιδί που την πάτησε;
Α.Α.: Όλα αυτά. Σίγουρα την πάτησε. Είναι ένας άνθρωπος που είναι υπεύθυνος καταρχάς των επιλογών του. Σε μεγάλο βαθμό αυτό που υφίσταται μέσα σε αυτές τις 32 ώρες που διαδραματίζεται η ιστορία, είναι οι συνέπειες των πράξεών του. Και θα ήθελα να μην κρίνει ο θεατής τον ήρωα αλλά απλά να αφεθεί και να τον παρακολουθήσει. Και μετά, στο τέλος της ταινίας, να σκεφτεί τι αισθάνθηκε βλέποντας την και τον ήρωα αυτόν. Γιατί όπως λένε, μην κρίνεις για να μην κριθείς.
Ποια ήταν η προετοιμασία σας για τον ρόλο; Σας τράβηξαν οι ψυχικές διακυμάνσεις του χαρακτήρα;
Στέλιος Μάινας: Η προετοιμασία είναι καθορισμένη σχεδόν σε όλες τις ταινίες. Δηλαδή ο ηθοποιός κάνει τις πρώτες συναντήσεις με τον σκηνοθέτη για να μπει σε ένα κλίμα. Μετά συζητάει τις απορίες και τα σκοτεινά σημεία του σεναρίου και στη συνέχεια μπαίνει λίγο περισσότερο στην πράξη, ερχόμενος σε επαφή με τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Από εκεί και πέρα περιμένεις τις οδηγίες «πλεύσης» του σκηνοθέτη για το πού θα το πας. Δηλαδή τι να αφαιρέσεις ή τι να προσθέσεις. Συνήθως οι σκηνοθέτες σου ζητάνε να αφαιρέσεις πράγματα. Γιατί ο κινηματογράφος είναι από μόνος του ένα αφαιρετικό μέσο. Ακριβώς γιατί ζητάει τη διεισδυτικότητα του θεατή μέσα, αν θες, στο μυαλό και στο βλέμμα του ήρωα.
Έχετε βρεθεί ποτέ στα παπούτσια του ήρωα;
Σ.Μ.: Καλά, αυτό συμβαίνει σε όλους. Αποκλείεται να μην έχει βρεθεί κάποιος, φυσικά όχι σε τέτοιες καταστάσεις, εννοώ ακραίες που δεν έχουν επιστροφή, αλλά σαφέστατα έχω βρεθεί σε ανάλογες καταστάσεις, πολύ πιο ήπιες. Εννοείται. Όπως όλες οι αφηγήσεις στον κινηματογράφο έχουν ενδιαφέρον για μένα και το νουάρ βεβαίως, όταν έχει να κάνει με άκρα. Εξάλλου το νουάρ είναι ένα δημιούργημα μεν του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, βασιζόμενο ακριβώς στην αντίθεση του άσπρου και του μαύρου. Δηλαδή, το πραγματικό νουάρ χτίστηκε πάνω στην αίσθηση μόνο άσπρου-μαύρου χωρίς καθόλου γκρι. Και έχει ένα τέτοιο στοιχείο, παρόλο που είναι έγχρωμη.
Ο χαρακτήρας όμως έχει αρκετές γκρι σκηνές.
– Ναι γιατί εννοείται ότι πρέπει πάντα να υπάρχουν οι ανάσες, ας πούμε, μιας κανονικότητας, για να μπορείς να τονίσεις και να μπορέσουν να λειτουργήσουν στον θεατή οι ακραίες συγκρούσεις. Διότι οι ακραίες συγκρούσεις επαναλαμβανόμενες δεν δίνουν ένα αποτέλεσμα. Χάνεται δηλαδή η σημασία και η αυθεντικότητα αυτών των στιγμών. Πρέπει να υπάρχει ποικιλία για να έχει αξία αυτό που καταναλώνεις.
Σας έχει επηρεάσει ο ρόλος σας στην προσωπική σας ζωή;
Σ.Μ.: Όχι βέβαια. Εννοώ ο κινηματογράφος είναι μία τέχνη όπως και άλλες τέχνες, κάνουμε τέχνη. Δηλαδή λέμε παραμύθια στους θεατές. Αυτή είναι η αλήθεια. Λέμε μια ιστορία. Αυτήν τη δουλειά κάνουμε και αγαπάμε. Φυσικά και δεν επηρεαζόμαστε. Και βέβαια, ο καλλιτέχνης πάντα μεγαλοποιεί τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητάς του. Και τα καλά και τα άσχημα. Ο καλλιτέχνης, προχωρώντας στα χρόνια και στην πείρα, πρέπει να εμπιστεύεται, να αντλεί από τα κακά του στοιχεία. Τα οποία είναι πιο βαθιά και δυσπρόσιτα και που δεν ξέρεις τι αποτέλεσμα θα έχουν πάνω σου. Να εμπιστεύεται ότι αξίζει να πάει και προς τα εκεί.
Μιας και το αναφέρατε. Το πιο «κακό» σας κομμάτι;
– Έχω πολλά. Που να σας τα λέω τώρα. Υπάρχει ποικιλία κακών εδώ. Οπότε έχει για όλα τα γούστα.
Τα επόμενα βήματά σας; Τι ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό;
Σ.Μ.: Αλλάχ ακμπάρ. Δεν ξέρουμε τι θα προκύψει. Ο θεός είναι μεγάλος. Θα δούμε.
Α.Α.: Η ελληνική πραγματικότητα είναι πολύ απρόβλεπτη. Ειδικά όταν μιλάμε για κινηματογράφο. Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την τύχη. Και έτσι ρευστή όπως είναι η κατάσταση τώρα, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει.
Σ.Μ.: Ακριβώς.
Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 12 Μαρτίου
Δείτε το τρέιλερ εδώ
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ
*Ο Αίαντας Αρτεμάκης γεννήθηκε το 1982 και είναι δημοσιογράφος και «κομπιουτεράς». Πουλάει κομπιουτεράκια στην Ομόνοια, με προτίμηση στα γιαπωνέζικα. Του αρέσει να διαβάζει και να ονειρεύεται μια γερή δημοκρατία. Παντρεύτηκε το 1989 τον καλό του φίλο, Amstramd 1512. Δυστυχώς από τότε, έχει αλλάξει πολλούς αγαπημένους. Τώρα συζεί με έναν Z800 HP.
Προηγούμενα άρθρα του Αίαντα Αρτεμάκη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News