Περάστε. Περάστε, μην ντρέπεστε. Willkommen, Bienvenue, Welcome… Ρίξτε μια κλεφτή ματιά. Σε αυτό που θα μπορούσε να είναι (και είναι) η ζωή της Τάμτα Γκοντουάτζε ή αποσπάσματα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Από εκείνα με τις ηρωίδες που ζουν τόσα και τόσα μέχρι να βγουν στην άκρη του τούνελ. Εκεί όπου βλέπουν φως.
Όχι ότι δεν είχε φως η αρχή της ζωής της τραγουδίστριας που ξέρουμε και αναγνωρίζουμε σήμερα από τα φανταχτερά φορέματα, από τις εξαντρίκ εμφανίσεις, τα υπερβολικά χτενίσματα και τα ακούσματα του λαϊκοπόπ χυλού γύρω μας. Είχε φως. Το φως της Τυφλίδας, εκεί στις αρχές του ’80. Ξέρετε, Σοβιετία ακόμη η Γεωργία. Αφήστε συνειρμούς ή προκάτ απόψεις. Η ζωή δεν ακολουθεί πάντα αυτές τις φατραπούς. Εμείς τις ακολουθούμε. Γι’ αυτό ας πάρουμε στο κατόπι την ζωή. Την ζωή της Τάμτα Γκοντουάτζε. Όποιο πολυφορεμένο στερεότυπο / κλισέ κι αν της αποδίδουμε. Ίσως για να διαβάσουμε, στις σελίδες αυτού του μοιραίου μυθιστορήματος, την αναλογία. Καθώς η κυρία Γκοντουάτζε ντύνεται Σάλι Μπόουλς, σε ένα από τα πιο εμβληματικά μιούζικαλ: το «Cabaret». Αν δεν θελήσουμε τώρα να διαβάσουμε ή να διακρίνουμε αυτή την αναλογία, πότε θα έχουμε καλύτερη ευκαιρία;
Είμαστε λοιπόν στο ’80 της Γεωργίας. Άλλος κόσμος. Μου το ξεκαθαρίζει αυτό από την αρχή η Τάμτα Γκοντουάτζε. Καμία σχέση με την Ελλάδα. Άλλα ήθη. Ανήκουστα, ίσως, για μας, εδώ.
Να μιλήσουμε για την ηλικία – την ρωτάω. «Μια χαρά τα πάω με την ηλικία και με τα χρόνια», με αποστομώνει. «Μου αρέσει και το απολαμβάνω που μεγαλώνω». Και πώς ξεκίνησε να μεγαλώνει. Δίχως πατέρα. Από πολύ νωρίς χώρισε η κυρία Νταρετζάν, η μητέρα της. Πρόσωπο κομβικό σε εκείνο που ξέρουμε και σήμερα για την Τάμτα. «Ήμουν παιδί της μάνας μου. Ξεκάθαρα», μου λέει. «Και μόνη της πάλεψε πολύ και για τις δυο μας». Όχι για πολύ μόνη. Ή έτσι νόμιζε. Θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Έναν δάσκαλο αγγλικών. Στα δύσκολα τα χρόνια, που στη Γεωργία δεν υπήρχαν ούτε τα είδη πρώτης ανάγκης. Αλεύρι, ζάχαρη… Όσο κι αν η κυρία Νταρετζάν είχε μία δουλειά στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Πολεοδομίας. Τα βγάζανε πολύ δύσκολα πέρα, με εκείνη και τον αδελφό της στις πρώτες τους ανάγκες. Και για φαγητό και για το σχολείο. Αποφάσισε λοιπόν ο πατριός να πηγαίνει με το τρένο στη Ρωσία και στη Λευκορωσία, έφερνε 10-20 πακέτα ζάχαρη κυρίως και αλεύρι και πουλούσε όσα δεν κρατούσαν για το σπίτι. Μέχρι που μια φορά έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Αύγουστος ήταν. Δεν μάθαμε ποτέ τίποτα για κείνον. Ακόμη…»
Ξεχάσαμε να τηρήσουμε το διαχωρισμό της Τάμτας Γκοντουάτζε. Είμαστε, λοιπόν, στον πρώτο κύκλο της ζωής της. Όπως εκείνη την χωρίζει. «Η πρώτη μου ζωή», όπως λέει. Από τις τρεις μέχρι σήμερα. Όσοι και οι πόλεμοι που έζησε και ένιωσε στο πετσί της. Την ρωτώ από την αρχή και δεν το κρύβει. Αλλά ήμασταν στην αρχή, όχι στην αποτίμηση. Σωστά; Πάμε λοιπόν.
Στην Τυφλίδα του ’80. Όταν από το νηπιαγωγείο ακόμη, θυμάται, ήθελε να τραγουδάει. Πόσω μάλλον στις σχολικές γιορτές. «Ήρθε μια καταξιωμένη τραγουδίστρια και μουσικός στο σχολείο – συνηθιζόταν αυτό εκείνη την εποχή, να έρχονται διακεκριμένοι καλλιτέχνες και αθλητές για να διακρίνουν τα μικρά ταλέντα – και με ξεχώρισε από τα άλλα παιδιά. Είπε στη μαμά μου: το παιδί έχει φωνή. Κι εκείνη άρχισε να με τρέχει σε όλα. Μουσική, μπαλέτο (σ.σ.: στα νέα ταλέντα των περίφημων Γεωργιανών Μπαλέτων, που μας έφερνε παλαιότερα ο Θόδωρος Κρίτας). Και υποχρεωτικά πιάνο και παραδοσιακό χορό. Έξι χρονών μπήκα σε ένα παιδικό συγκρότημα, τους Mergedi, που θα πει Ρίζες. Μέχρι τα 11. Όσο με θυμάμαι ήμουν το καλό παιδί. Η μαμά μου, μου έραβε πολύ μοδάτα φορέματα, με σχέδια από το Burda. Δώδεκα χρονών μπήκα και σε παιδικό μουσικό θέατρο για δύο χρόνια. Πάντα κυκλοφορούσα με τα μοντέλα που μου έραβε η μαμά μου. Που μου έκανε όλα τα χατίρια. Μου αρέσει η ζωγραφική της έλεγα; Με πήγαινε».
Δεν θυμάται να έπαιζε ποτέ με κούκλες. Όχι πως το ήθελε κιόλας. Μόνον με νότες και βήματα. Όσο για το υποχρεωτικό πιάνο ήταν βραχνάς. «Δεν μου άρεσε καθόλου. Το έκανα γιατί έπρεπε και για το χατίρι της μαμάς μου. Έτσι έμαθα και κιθάρα. Για το χατίρι της».
Ζωή δεύτερη. Ή κύκλος δεύτερος. Είμαστε στη Γεωργία, «μια χώρα σε μεταβατική και πολύ πολύ περίεργη οικονομική κατάσταση. Πολύ δύσκολη», μου εξηγεί η Τάμτα Γκοντουάτζε. Και όσο θα περνούν τα χρόνια θα διασχίζουμε και τρεις πολέμους που – αν γράφαμε το μυθιστόρημα που λέγαμε πιο λυρικά «όργωσαν το κορμί της». Αμπχαζία, Οσετία… Και ξανά Οσετία, αρκετά αργότερα, όταν η κόρη της, η Άννυ, μπλοκαρίστηκε από τον πόλεμο, όταν είχε πάει για μίνι διακοπές.
Πάμε για τη συνέχεια, όμως. Η γνωριμία της στα 14 με έναν 16χρονο αποδεικνύεται μοιραία. Ο Σμάγκι της εξομολογείται τον έρωτά του, σταματώντας την μετά από μια πρόβα στο δρόμο, αλλά τον κάνει πράξη (με κάθε έννοια) βίαια. Την κλέβει με το αυτοκίνητό του, την κρύβει στα λημέρια της – βουνίσιας – οικογένειάς του και δεν ζητάει, αλλά παίρνει με το στανιό το χέρι της. «Δεν ήταν εύκολο να μείνεις με ένα αγόρι ένα βράδυ», μου εξηγεί η Τάμτα Γκοντουάτζε. Έπρεπε να οδηγήσει αυτό σε γάμο. Ναι, ακόμη και στα 14. Σε άλλες χώρες κι άλλα ήθη αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί βιασμός ή και παιδεραστία. Τα διαφορετικά ήθη, που λέγαμε. «Φοβήθηκα πολύ», θυμάται σήμερα η τραγουδίστρια και ηθοποιός, για το δύσκολο δρόμο που της επιφύλαξε η μοίρα της. «Έμεινα έγκυος σχεδόν άμεσα και στα 15 γέννησα την μικρή μου, την Άννυ». Χατζβάνι στο επώνυμο. «Όταν ήταν πέντε μηνών η Άννυ, η μαμά μου, που έχασε τη δουλειά της στο υπουργείο και κάτι έπρεπε να κάνει για να ζήσουμε, έφυγε από τη Γεωργία. Για την Ελλάδα. Κι από εκεί βοηθούσε όσο μπορούσε. Κι εμένα και τον (σ.σ.: κατά έξι χρόνια μικρότερο) αδελφό μου, Βλαντίμιρ, που τον άφησε στη θεία μου».
Η ίδια η Τάμτα ζούσε στο σπίτι του με το στανιό συζύγου της σαν έγκλειστη. Σε μια οικογένεια και σε ένα σπίτι. Απομονωμένη, να μεγαλώνει το παιδί της. Έχοντας να αντιμετωπίσει και το ταμπού της ανήλικης μάνας. Μέχρι το 2001 που κλείνει αυτός ο δύσκολος κύκλος. «Ήθελα να τελειώσω το σχολείο. Ήμουν όμως 16 ετών και μητέρα. Δεν με δέχονταν τα κανονικά σχολεία και πήγα σε νυχτερινό. Έμαθα σιγά σιγά ξένες γλώσσες και έδωσα εξετάσεις. Πέρασα στο Πανεπιστήμιο Ξένων Γλωσσών, στην Αγγλική και Ρωσική Φιλολογία». Η Άννυ πήγε στα δύο της στα προνήπια. Και αργότερα, όταν ήρθαν στην Ελλάδα, πήγε στα έξι της στο νηπιαγωγείο πια, για να μάθει ελληνικά. Η όποια καριέρα της Τάμτας Γκοντουάτζε στις ξένες γλώσσες συνέπεσε με το άνοιγμα σωρηδόν ιδιωτικών σχολών για γλώσσες στη Γεωργία, που ουσιαστικά για τεχνικούς λόγους, με την αλλαγή καθεστώτος, της στοίχισε το πτυχίο για την άσκηση επαγγέλματος.
«Το 2001 κατάλαβα κάποια στιγμή πως με έναν τρόπο έπρεπε να σωθώ από όλο αυτό που ζούσα. Προσπάθησα να χωρίσω και καταφέραμε να επισκεφθούμε με την Άννυ τη μαμά στην Ελλάδα. Μας άρεσε πολύ. Και κάπου εκεί άνοιξε ο τρίτος κύκλος. Η τρίτη ζωή μου. Στην Ελλάδα που την αγαπήσαμε. Όταν συνειδητοποίησα ότι θα τα κατάφερνα να μην φύγουμε πίσω για τη Γεωργία, άρχισα να ψάχνω μια οποιαδήποτε δουλειά».
Στο μεταξύ είχε πείσει τον σύζυγό της, ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις από μακριά, να συναινέσει στο διαζύγιο. Να την ελευθερώσει. Και η ευκαιρία για μια – όποια – δουλειά βρέθηκε. Πρώτα να καθαρίζει σπίτια, όπως και η μητέρα της, η κυρία Νταριτζάν. Κι έπειτα, ο Παναγιωτάκης. Ένα παιδάκι, το οποίο κρατούσε όταν επέστρεφε στο σπίτι του από το νηπιαγωγείο. «Δεν ήξερα καν ελληνικά. Μόνον αγγλικά», θυμάται.
Μια ημέρα, έρχεται περιχαρής στο σπίτι η μητέρα της και της λέει πως – χάρη σε μία γυναίκα που της καθάριζε το σπίτι και ένα παιδί της είχε σχέση με τηλεοπτική εταιρεία παραγωγής – βρήκε τρόπο να δοκιμαστεί σε τάλεντ σόου. Το Super Idol. Είμαστε στο 2003. «Το θεώρησα τρελό όλο αυτό», μου λέει σήμερα. «Αντέδρασα. Δεν ήξερα καν ελληνικά. Παρόλα αυτά πέρασα από τις ακροάσεις. Και σιγά σιγά απέκτησα όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Μου είπαν, πρέπει να μάθεις τη γλώσσα. Και άρχισα να μαθαίνω, εντατικά, ελληνικά».
Υπέγραψε δισκογραφικό συμβόλαιο, λόγω του Super Idol, με την Minos EMI, αλλά η πρώτη της δισκογραφική δουλειά ήρθε δύο χρόνια μετά. Στο μεταξύ, την ζήτησε ο Αντώνης Ρέμος για το «Αθηνών Αρένα», στο κοινό πρόγραμμα με τον Γιώργο Νταλάρα. Κι έπειτα ήρθαν τα τραγούδια, τα λαμέ, οι εξαντρίκ εμφανίσεις, οι πίστες, τα σόου, τα φανταχτερά φορέματα, τα φλας στην καλλιτεχνική και την προσωπική της ζωή, οι θρύλοι, τα πανύψηλα τακούνια… Αλλά και το πρώτο μιούζικαλ. Το «Rent», στο Παρκ, το 2011. «Είχα πολλά κοινά στοιχεία με την Μίμι στο Rent» (σ.σ.: που έχει βασιστεί στην ηρωίδα της όπερας «Μποέμ» του Τζιάκομο Πουτσίνι).
Μέχρι που ήρθε και ο «γλυκός φόβος, όταν μου πρότειναν να παίξω στο μιούζικαλ «Cabaret». Βρήκα, βέβαια και εκεί, πως είχα πολλά κοινά σημεία και με την Σάλι Μπόουλς». Και την επέλεξε με μεγάλη χαρά και πίστη στην επιλογή του ο σκηνοθέτης Σωτήρης Χατζάκης, για το «Παλλάς». «Έχω χαρεί, αλλά και έχω φοβηθεί. Δεν έχω σπουδάσει. Δεν είμαι ηθοποιός», λέει.
Το απόσταγμά της από αυτή την πορεία – όσο κι αν εμείς μπορεί στο μεταξύ να την βλέπαμε σαν ένα «πολύχρωμο πτηνό της πίστας»; «Θέλει επιμονή και τόλμη να κυνηγάς την τύχη και τα όνειρά σου». Πόσω μάλλον αν έχεις αυτή την ζωή πίσω σου. Μην ντρέπεστε, λοιπόν. Περάστε. Διαβάστε ελεύθερα τις σελίδες αυτού του – γεωργιανού – μυθιστορήματος, που προς στιγμήν έχει επόμενο σταθμό το παρενδυτικό Βερολίνο του Μεσοπολέμου, στα χρόνια της ανόδου του φασισμού / ναζισμού, της έντονης ξενοφοβίας, του ελεύθερου ερωτισμού. Στο «Cabaret». Willkommen, Bienvenue, Welcome…
Info
Mιούζικαλ «Cabaret», σκηνοθεσία Σωτήρης Χατζάκης, με την Τάμτα Γκοντουάτζε ως Σάλι Μπόουλς και τον Τάκη Ζαχαράτο ως Κομπέρ,
Aπό την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στο «Παλλάς» (Βουκουρεστίου 4, CityLink, τηλ. 210-3213.100). Από τις Θεατρικές Σκηνές
Καστ: Βασίλης Μπισμπίκης, Τάσος Νούσιας, Ευθύνης Ζησάκης, Κατερίνα Διδασκάλου, Δήμητρα Λημνιού. Μαζί τους: Δημήτρης Γαλάνης, Έλενα Μεντζέλου, Ελευθερία Παρασκευά και 12μελής θίασος.
Παραστάσεις: Τετάρτη: 19.00. Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 21.00. Κυριακή: 19.00.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News