926
|

Σον Πεν: η κατάθλιψη ενός ροκ σταρ

Σον Πεν: η κατάθλιψη ενός ροκ σταρ

Στις Κάννες γίνονται business, γνωστό. Εξαρτάται πως εννοεί κανείς τις δουλειές. Ο Σον Πεν, όταν ήταν πρόεδρος πριν από 4 χρόνια (τότε που τον Χρυσό Φοίνικα πήρε το Ανάμεσα στους Τοίχους), γνώρισε τον Πάολο Σορεντίνο, τα βρήκαν και φέτος παρουσιάζουν την ταινία τους. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που είναι πρόεδρος της φετινής κριτικής επιτροπής, έβαλε το χεράκι του για να εγκατασταθεί, σε έκτακτη μετάκληση, στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου, το εστιατόριο Nobu, που είναι και δικών του συμφερόντων. Μην ξεχνάμε πως είναι πλέον restaurateur, μάλλον περισσότερο από ηθοποιός.

Οι αγοραστές ταινιών επανέκαμψαν, τα εμπορικά μαγαζιά της πολίχνης είναι γεμάτα, τα εστιατόρια πήχτρα, το Martinez γεμάτο με πλούσιους διαμένοντες και σταρ- ειδικά ο 7ος όροφος που έχει κλείσει η Chopard, όπου κυκλοφορούν πελάτες του οίκου, μοντέλα όπως η Μπαρ Ραφαέλι και η Έβα Χερτζίγκοβα, και ηθοποιοί όπως ο 20χρονος Νιλς Σνάιντερ που επιλέχθηκε ως πρόσωπο της χρονιάς, μαζί με την Άστριντ Μπερζέ, και η παλιότερη κι πάντα όμορφη Μαρίσα Μπέρενσον, που συνάντησα και μου θύμισε πως πέρασε ωραία χρόνια στην Ελλάδα όταν ο πατέρας της ήταν διευθύνων σύμβουλος στα ναυτιλιακά του Ωνάση. Μιλήσαμε για τον Κιούμπρικ με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο Μπάρι Λίντον και διασκέδασε τις φήμες που τον ήθελαν τυραννικό και μισάνθρωπο. «Ήταν γλυκύτατος και υποστηρικτικός δημιουργός, τελειομανής, αλλά και εγώ αν ήμουν σκηνοθέτης, το ίδιο τελειομανής θα ήμουν». «Αλήθεια είναι», συμφώνησε την επόμενη μέρα ο θρυλικός πρωταγωνιστής του φιλμ Κουρδιστό Πορτοκάλι, που φέτος κλείνει 40 χρόνια από την πρώτη του προβολή, «αλλά στη δική μου περίπτωση, έπρεπε να υποστώ άνοιγμα των ματιών με τσιμπιδάκια, κολλύρια και το χειρότερο, βυθίσεις σε παγωμένο νερό, που βρωμούσε ξύγκι από βοδινό για να φαίνεται βρώμικο».

Ο Κιούμπρικ δεν τιμήθηκε ποτέ με Φοίνικα (δεν υπήρξε ποτέ φεστιβαλικός auteur), όπως και ο Σορεντίνο μάλλον δεν θα φύγει με Φοίνικα από τις Κάννες με την ιστορία καθυστερημένης ενηλικίωσης ενός ενοχικού εκκεντρικού. Όχι πως το This Must be the Place είναι κακή ταινία, αλλά η περιπλάνηση ενός καταθλιπτικού ροκ σταρ στη βαθιά Αμερική για να βρει ένα γέρο Ναζί με αλλαγμένη ταυτότητα, ο οποίος είχε βασανίσει τον πατέρα του που μόλις πέθανε, ξεκινάει κωμικά, όπως και το Il Divo, συνεχίζει δραματικά, και σε γενικές γραμμές, βαδίζει χωρίς σεναριακή εστία και ποντάρει στο παρατηρητικό βλέμμα του Ιταλού σκηνοθέτη, καθώς και το αναμφισβήτητο ταλέντο του Σον Πεν να κρατάει το ενδιαφέρον. Σε αυτήν την ταινία δεν του είναι και πολύ δύσκολο να εντυπωσιάσει άμα τη εμφανίσει: η μεταμφίεση του, όρθιο κορακί μαλλί, βαρύ μακιγιάζ, αστείο ρουζ, φέρνει στο νου τον Ρόμπερτ Σμιθ των Cure, και το μπαμπάλισμα του, τον Όζι Όσμπορν, όσο κι αν ο Πεν αρνήθηκε την ομοιότητα και τον συσχετισμό στη συνέντευξη Τύπου.

Αντίθετα με το Δέντρο της Ζωής, ο αμερικανός ηθοποιός μίλησε για το This Must be the Place, χωρίς να πει κάτι σημαντικό και, αν και υποδύεται έναν απολωλότα γιο, θεώρησε πως πρόκειται για εντελώς διαφορετικές ταινίες, και εξίσου ξέχωρες εμπειρίες, που τις χωρίζουν χρόνια. Απ’ ότι κατάλαβα, το φιλμ του Μάλικ δεν τον αφορά και επειδή γύρισε το δικό του ρόλο χρόνια πριν, χωρίς να έχει έλεγχο ούτε καν στην ερμηνεία του, διώχνει από πάνω του κάθε καλλιτεχνική ευθύνη.
Περίεργη επιλογή για το επίσημο διαγωνιστικό, το Drive του Δανού (πως λέμε Λαρς Φον Τρίερ, καμία σχέση!) Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, με τον πάντα αποτελεσματικό Ράιαν Γκόσλινγκ στο ρόλο του οδηγού που δουλεύει σε γκαράζ, εκτελεί αποστολές για τα έξτρα χρήματα, ερωτεύεται μια απλή κοπέλα και προστατεύει το παιδί της, και μπλέκει σε μια βρώμικη και μπλεγμένη ιστορία με τη Μαφία της ανατολικής ακτής.

Μαζί με το Apollonide του Μπονελό, το Drive είναι η πιο αδύναμη επιλογή του προγράμματος (αν και λόγω θέματος και διαφορετικού ύφους από τα συνηθισμένα, ήθελα πραγματικά να το αγαπήσω) και δείχνει πως ο εκλέκτορας Τιερί Φρεμό εντυπωσιάστηκε από την ιστορία ενός αμίλητου και ανέκφραστου εντολοδόχου που ακούει 80ς pop μουσική στο ραδιόφωνο στις ατελείωτες βόλτες του, αλλά συνεχίζει να μην κατανοεί, ή να μην τον ενδιαφέρει καθόλου το αμερικάνικο σινεμά. Είναι ενθαρρυντικό να διαλέγει genre movie, αλλά από την τεράστια παραγωγή της κορυφαίας βιομηχανίας στον κόσμο, το μάτι του πάει ή σε εναλλακτικά πυροτεχνήματα, όπως το αλησμόνητα ανόητο Brown Bunny, ή σε ευρωπαϊκές εκδοχές του αμερικάνικου κινηματογράφου, όπως αυτή εδώ του Δανού που σε άλλα είδη, όπως το προπέρσινο Valhalla Rising, είχε μια σαφώς πιο καθαρή εικόνα της ιστορίας του. Μπορεί βέβαια να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλαδή να ζητάει καλές ταινίες και να μην τους τις δίνουν, αλλά πόσο σνομπ μπορεί να είναι οι αμερικανοί καλλιτέχνες (δε μιλάω για τις Οσκαρικές ταινίες που δεν είναι έτοιμες σε αυτό το χρονικό σημείο της σεζόν) προς το μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου;

Το τελευταίο σημαντικό φιλμ που έκανε πρεμιέρα στις Κάννες είναι το Μια Φορά κι έναν Καιρό στην Ανατολία του Νούρι Μπίλτζε Τζεϊλάν, του σκηνοθέτη που έχει ήδη τιμηθεί με Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και βραβείο σκηνοθεσίας. Το οδοιπορικό ενός ανακριτή, ενός γιατρού, δυο δολοφόνων και των αστυνομικών που τους συνοδεύουν για να βρουν ένα πτώμα δίπλα σε μια βρύση, στις στέπες του Κεσκίν, ενός μικρού χωριού στην επαρχία Κιρικάλε της κεντρικής Ανατολίας, άξιζε και με το παραπάνω τα 150 λεπτά διάρκειας, που περιγράφουν τις 12 πραγματικές ώρες. Ο Τζεϊλάν, με τις ακριβείς σινεμασκόπ συνθέσεις του, συγκρίνει συνεχώς το κλίμα και την ιδιαίτερη τοπογραφία με την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών, καταγράφοντας τις αλλαγές και επισημαίνοντας τις διαφορές. Είναι εξαιρετικά ικανός αφηγητής, λίγο self conscious για το στιλ του (σαν ένας σαφώς πιο ανθρωποκεντρικός Αγγελόπουλος) αλλά λέει την ιστορία του μια χαρά και δε βλέπω το λόγο να μην είναι ένα από τα ονόματα που θα απασχολήσουν την κριτική επιτροπή για τα τελικά αποτελέσματα που θα ανακοινωθούν την Κυριακή το απόγευμα.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News