Ο Μπρούνο Τεστόρι διοικεί το σωφρονιστικό ίδρυμα του (φανταστικού) Σαν Μικέλε με τον δικό του αμφιλεγόμενο κώδικα ηθικής, ενώ παράλληλα έχει να διαχειριστεί τους προσωπικούς του δαίμονες και μια οικογενειακή ζωή υπό διάλυση. Οταν ένας έμπιστος φρουρός της φυλακής βρίσκεται δολοφονημένος, ο Μπρούνο έρχεται αντιμέτωπος με μια αδιάφθορη εισαγγελέα, που είναι αποφασισμένη να αποκαλύψει την αλήθεια και να δώσει τέλος στις αμφιλεγόμενες μεθόδους του.
Ολα αυτά συμβαίνουν στο ανατρεπτικό prison drama «Il Re» («The King») του ιταλικού καναλιού Sky Atlantic, το οποίο έχει εξασφαλίσει η Cosmote series Marathon HD. Η σειρά, ιδανική για binge watching, φέρει την υπογραφή των δημιουργών των «Gomorra» (μεταφορά από το βιβλίο του Ρομπέρτο Σαβιάνο «Γόμμορα», κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη) και «The Young Pope» και τον παραγωγό της σειράς «Η υπέροχη φίλη μου» (από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Ελενα Φεράντε, των εκδόσεων Πατάκη επίσης).
Και, ναι, πρωταγωνιστής είναι ο εξαιρετικός Λούκα Τζινγκαρέτι, ο σέξι σικελός επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο στις τηλεταινίες της RAI, από τη σειρά των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Αντρέα Καμιλέρι, που βλέπουμε (και ξαναβλέπουμε) στο Netflix και παλιότερα στο κανάλι Action 24. Η νέα σειρά των οκτώ επεισοδίων βασίζεται, μάλιστα, σε μια πρωτότυπη ιδέα του ίδιου του Τζινγκαρέτι, την οποία ο ηθοποιός ανέπτυξε μαζί με τους σεναριογράφους.
Με αφορμή την έναρξη της προβολής της, λοιπόν, η Πόλι Βέρνον, της βρετανικής εφημερίδας The Times, πήγε στην Ιταλία για να συναντήσει τον πρωταγωνιστή. Βέβαια, το ιδανικό θα ήταν να συμφάγει με τον ιταλό ηθοποιό στην αγαπημένη ψαροταβέρνα του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, στη μυθική Βιγκάτα. Δεν γινόταν. Αντ’ αυτού, συναντήθηκαν σε ένα από τα αγαπημένα εστιατόρια του Τζινγκαρέτι, το μισλενάτο «Ristorante Acciuga» του Φεντερίκο Ντελμόντε στη Ρώμη.
Ο 60χρονος Τζινγκαρέτι φτάνει στην ώρα του για τη συνέντευξη στους Times (με καλό κρασί και μια ατέλειωτη σειρά πιάτων με θαλασσινά). Φοράει μπλέιζερ και τζιν, μάσκα στο πρόσωπο (στην Ιταλία εξακολουθούν να ισχύουν τα μέτρα κατά του κορονοϊού με μάσκα στους κλειστούς χώρους έως την Πρωτομαγιά) όταν δόθηκε η συνέντευξη) και είναι τόσο Ιταλός όσο μπορείτε να τον φανταστείτε: κοντός, γεροδεμένος, με ξυρισμένο κεφάλι, λαμπερός, γοητευτικός και, ναι, σέξι όπως πάντα.
Η Πόλι Βέρνον ταξίδεψε στη Ρώμη για να μιλήσει μαζί του, για το «The King», ανεπίσημα, όμως, η βρετανίδα δημοσιογράφος θέλει να καταλάβει αν και κατά πόσο μοιάζει ο Τζινγκαρέτι με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, πόσα στοιχεία αυτού του γοητευτικού, απαρηγόρητου, ευγενικού χαρακτήρα, που δημιούργησε ο μεγάλος ιταλός συγγραφέας Αντρέα Καμιλέρι, ενυπάρχουν στον ηθοποιό που τον υποδύθηκε.
Και τώρα ο Τζινγκαρέτι υποδύεται έναν χαρακτήρα που βρίσκεται στον αντίποδα του Μονταλμπάνο. Ο Μπρούνο Τεστόρι, ο συμβιβασμένος με το σύστημα, διευθυντής μιας φανταστικής ιταλικής φυλακής, είναι πολύ σκοτεινός, πολύ σκληρός, κλειστοφοβικός και ανήσυχος.
Ποια ήταν η πρόθεσή του; Μήπως μετά τα 20 χρόνια λαμπερής γοητείας του Μονταλμπάνο, ο Τζινγκαρέτι θέλει να μας πει: «Κοιτάξτε! Μπορώ να παίξω και τον σκοτεινό, σκληρό και ηθικά αμφισβητήσιμο τύπο»;
Ο ηθοποιός (μέσω διερμηνέα) δίνει μια μακροσκελή απάντηση διευκρινίζοντας ότι ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο ήταν μεν μια εμπειρία 20 ετών «σίγουρα απαιτητική» αλλά τον υποδυόταν «στην αρχή για δύο μήνες κάθε τρία χρόνια, μετά για δύο μήνες κάθε χρόνο. Τον υπόλοιπο καιρό, ήμουν αρκετά τυχερός γιατί μπορούσα να συνεχίσω να δουλεύω σε άλλα πράγματα», λέει στους Times.
Ο σκοτεινός «βασιλιάς» των φυλακών
Είναι, άραγε, πιο ενδιαφέρον να περνάει κανείς την ημέρα του βυθισμένος στον σκοτεινό, δολοφονικό κόσμο των φυλακών, από ό,τι στον δολοφονικό μεν, αλλά ηλιόλουστο και κατά κάποιον τρόπο ευχάριστο κόσμο της Σικελίας του Μονταλμπάνο; «Ο Μονταλμπάνο ήταν το φως με κάποια σκοτεινά σημεία ή σκοτεινές πλευρές, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν φωτεινός», απαντάει ο Τζινγκαρέτι. Και προσθέτει ότι «στην περίπτωση του “Re”, έχουμε την κυριαρχία της σκιάς, η οποία δεν είναι μόνο στον παρόντα κόσμο, είναι και στην ψυχή του».
«Σκέφτομαι έντονα και πιστεύω πολύ στην ενέργεια των ανθρώπων. Την οσμίζομαι. Μια αρνητική ενέργεια είναι μια άσχημη μυρωδιά και μια θετική είναι μια ωραία και ευχάριστη μυρωδιά», προσθέτει ο ιταλός ηθοποιός, συγκρίνοντας τους δύο αντίθετους χαρακτήρες και την ποιότητα της ενέργειάς τους: «Τη μυρίζω! Τη νιώθω!», τονίζει, και προσθέτει ότι «μερικές φορές δεν ήταν εύκολο να πρέπει να πλημμυρίσω τον εαυτό μου με αυτού του είδους την ενέργεια, γιατί η ποιότητά της είναι σίγουρα ένα είδος φορτίου. Αλλά πρέπει να σας πω ότι λάτρεψα τον Μπρούνο Τεστόρι. Δεν είναι κακός άνθρωπος, πρέπει, όμως, να κάνει μια βρώμικη δουλειά. Κάποιος πρέπει να την κάνει», λέει.
Ο Λούκα Τζινγκαρέτι λέει ακόμη στους Times ότι δεν πιστεύει στη φιλοσοφία της υποκριτικής που θέλει τον ηθοποιό να βυθίζεται σε έναν ρόλο, χάνοντας τελείως τον εαυτό του: «Είναι πάντα πολύ σημαντικό να κρατάς απόσταση από τον χαρακτήρα σου για δύο λόγους», εξηγεί. «Πρώτα από όλα, για την ψυχική υγεία σου. Και, δεύτερον, γιατί αλλιώς δεν θα ήσουν ηθοποιός. Αλλά –επειδή πάντα υπάρχει ένα “αλλά”– όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την ενέργεια του χαρακτήρα, μολύνεσαι από αυτή. Γι’ αυτό υπήρξαν περιπτώσεις στη ζωή μου που απέρριψα ρόλους. Είπα όχι».
Αναφέρει, για παράδειγμα, έναν πολύ σημαντικό ρόλο που του πρότεινε ένας διάσημος ιταλός σκηνοθέτης: «Βασιζόταν σε ένα βιβλίο που μου άρεσε. Αλλά ήταν ρόλος παιδόφιλου· υπήρχε μια σκηνή όπου το κορίτσι –ένα κοριτσάκι– έμπαινε στο αυτοκίνητο και είπα: “Δεν το αντέχω. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να παίξω αυτόν τον χαρακτήρα”», αποκαλύπτει.
Ποδόσφαιρο και υποκριτική
Πριν γίνει ηθοποιός, ο Τζινγκαρέτι ήταν ποδοσφαιριστής. Ηταν 17 ετών όταν μια ομάδα τού προσέφερε ένα συμβόλαιο το οποίο και αποδέχτηκε. Ωστόσο, ύστερα από τρεις μήνες εγκατέλειψε την ομάδα, επειδή έγινε δεκτός στην Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης «Silvio D’Amico», μια σχολή υποκριτικής μεγάλου κύρους. Γιατί επέλεξε την υποκριτική; «Δεν ξέρω», λέει ο ηθοποιός, και το πρόσωπό του φωτίζεται. «Το ποδόσφαιρο ήταν η πρώτη μου αγάπη. Ημουν πολύ καλός παίκτης», θυμάται…
«Ηταν πάρα πολύ δύσκολο να με δεχτούν στην ακαδημία», συνεχίζει. «Αλλά πάνω από όλα, είχα πάει στην οντισιόν μαζί με έναν φίλο που με είχε σπρώξει να το κάνω. Εκείνος δεν έγινε δεκτός. Εγώ πέρασα τις εξετάσεις. Και ένιωσα ευθύνη. Πώς μπορούσα να του πω ότι δεν θα πήγαινα αφού με είχαν δεχτεί; Με βοήθησε επίσης το γεγονός ότι η ποδοσφαιρική ομάδα που με είχε κλείσει ήταν η Rimini FC, και εκείνη την εποχή, το Ρίμινι ήταν εντελώς άδειο, έρημο. Ηταν σαν θεματικό πάρκο, ένα λούνα παρκ, κλειστό μια βροχερή μέρα του χειμώνα».
Η επιλογή, βέβαια, «δεν ήταν καθόλου εύκολη» γιατί το ποδόσφαιρο «ήταν πάντα το πάθος μου, η αγάπη μου», λέει ο ιταλός ηθοποιός και αποκαλύπτει: «Παίζω ακόμα με την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου ηθοποιών. Και αν δω τέσσερα παιδιά να παίζουν εδώ έξω, θα πάω κι εγώ».
Απολαμβάνει τη φήμη; Ηταν 36 ετών, λέει, όταν ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο τον έβαλε πρώτη φορά στο βασίλειο της διασημότητας. Πριν από αυτό, ήταν ηθοποιός του θεάτρου. «Είναι πάρα πολύ σκληρό, είναι πολύ κουραστικό», λέει. Στη συνέχεια έκανε «δύο-τρία πράγματα που ήταν κάπως επιτυχημένα και μετά, ξαφνικά, αυτό με έκανε διάσημο. Τώρα λοιπόν το βιώνω και το ζω σαν κάτι ευχάριστο. Οταν με αναγνωρίζουν και με σταματούν στον δρόμο οι άνθρωποι, το βλέπω σαν πράξη αγάπης για τη δουλειά μου», προσθέτει.
Ο πληθωρικός ιταλός ηθοποιός ψάχνει στο iPhone του και δείχνει στην Πόλι Βέρνον ένα βίντεο στο οποίο ένα πλήθος θαυμαστών τον περιμένει να βγει από το πλατό: «Είναι πραγματικά πολύ όμορφο», λέει. «Χίλιοι άνθρωποι, περιμένουν!». Στο βίντεο, ο Τζινγκαρέτι περνάει ανάμεσα στους θαυμαστές του, φιλάει μάγουλα, σφίγγει χέρια, σηκώνει τη γροθιά του στον αέρα σαν ροκ σταρ ή σαν ποδοσφαιριστής (μαζί με τον αδελφό του, πρώην σοσιαλδημοκράτη ευρωβουλευτή και για ένα διάστημα πρόεδρο του ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος Νικόλα Τζινγκαρέτι καλύπτουν όλο το φάσμα των δημοσίων προσώπων).
«Μου δίνουν τα παιδιά τους στα χέρια, όπως στον Πάπα! Θέλω πραγματικά να σας το δείξω αυτό, όχι επειδή μου αρέσει να επιδεικνύομαι, αλλά επειδή είναι το είδος της στοργής που πραγματικά σού γεμίζει την καρδιά», λέει ενθουσιασμένος.
Ηταν σεξιστής ο «Μονταλμπάνο»;
Ωστόσο ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο –και κατ’ επέκταση ο Τζινγκαρέτι– δεν απολαμβάνουν μόνο τον θαυμασμό του κοινού. Οι ταινίες της RAI έχουν δεχτεί επίσης κριτική για τις ενίοτε μειωτικές ιδέες τους· για παράδειγμα, προκάλεσε απογοήτευση η σεξιστική απεικόνιση των γυναικών, είτε σαν πλανεύτρες μόνο με εσώρουχα είτε σαν θύματα ντυμένα μόνο με εσώρουχα, ή σαν παλιόγριες με μουστάκια…
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Λούκα Τζινγκαρέτι με τον Αντρέα Καμιλέρι
«Υπήρξαν τέτοιες στιγμές, οπωσδήποτε», παραδέχεται ο Τζινγκαρέτι. «Αλλά πρέπει να σκεφτείτε ότι η σειρά “Μονταλμπάνο” βασίζεται σε μυθιστορήματα που γράφτηκαν από έναν άνθρωπο ο οποίος πέθανε πριν από μερικά χρόνια, στα 90 ή στα 92 του (αναφέρεται στον συγγραφέα Αντρέα Καμιλέρι). Η άποψή του, λοιπόν, ήταν κάπως παλιά, μια αρχαία άποψη. Και σίγουρα οι γυναίκες και οι ρόλοι των γυναικών είχαν κάτι από το παρελθόν, λίγο ξεπερασμένο. Σήμερα, σαφώς, αυτό είναι ξεπερασμένο. Προσπαθήσαμε, μερικές φορές, να αμβλύνουμε αυτές τις συμπεριφορές, αλλά σίγουρα υπάρχουν κάποια στοιχεία που μπορεί να είναι σεξιστικά ή macho», προσθέτει.
Πώς βλέπει τον εαυτό του σαν σύμβολο του σεξ; «Σι, Ναι. Το να είσαι σύμβολο του σεξ σημαίνει τα πάντα και τίποτα ταυτόχρονα», λέει χαμογελώντας. Και συμπληρώνει: «Μου αρέσει γιατί μεταξύ των θαυμαστών μου οι περισσότερες είναι γυναίκες. Το γυναικείο κοινό είναι πολύ πιο προσεκτικό, πολύ πιο επιλεκτικό. Χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του γυναικείου κοινού, αλλά από τη στιγμή που το κατακτήσεις, είναι ένα κοινό πιο πιστό. Πιο ζεστό. Ταυτόχρονα, αυξάνει τις προσδοκίες. Δεν μπορείς να τους δώσεις κάτι λιγότερο αυθεντικό. Δεν μπορείς», τονίζει.
Η διερμηνέας παρεμβαίνει για να πει ότι μια από τις κόρες του Τσε Γκεβάρα είναι θαυμάστρια του Τζινγκαρέτι, πρόσφατα, μάλιστα, δήλωσε στον ιταλικό Τύπο ότι οι Κουβανές αγαπούν πολύ τον Μονταλμπάνο. Και ο ηθοποιός συμπληρώνει ότι κάποτε στην Πράγα συνάντησε τον «λόρδο Μπακιγχάμσαϊρ», ο οποίος του είπε, επίσης, ότι ήταν θαυμαστής και στο κάστρο του έκαναν τακτικές προβολές του Μονταλμπάνο…
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Τζινγκαρέτι με τη σύζυγό του Λουίζα Ρανιέρι και τις κορούλες τους Εμα και Μπιάνκα
Ο Τζινγκαρέτι δεν είναι σίγουρος αν θα γυριστεί άλλη ταινία με κεντρικό ήρωα τον επιθεωρητή: «Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα. Το 2019, χάσαμε τρεις από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους: τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη και αυτόν που επέλεγε τις τοποθεσίες. Υπάρχουν άλλα δύο μυθιστορήματα του Καμιλέρι που δεν έχουν διασκευαστεί σε τηλεταινία. Από τη μία, καλό θα ήταν να τα γυρίσουμε για να τιμήσουμε αυτούς τους τρεις ανθρώπους. Αλλά, από την άλλη, θα ήταν εξαιρετικά λυπηρό και ίσως είναι καλύτερα να αφήσουμε το πράγμα ως έχει».
Η συνέντευξη κλείνει με μια αναφορά στο διαβόητο χαστούκι στην τελετή των Οσκαρ! Ο Τζινγκαρέτι είχε μόλις επιστρέψει από το Λος Αντζελες, όπου είχε παρακολουθήσει την τελετή μαζί με τη Λουίζα Ρανιέρι, σύζυγό του και μητέρα των δύο κοριτσιών τους, της δεκάχρονης Εμα και της εξάχρονης Μπιάνκα· η Ρανιέρι είναι επίσης ηθοποιός και μία από τις πρωταγωνίστριες της ταινίας του Πάολο Σορεντίνο για το Netflix «Το χέρι του Θεού», που ήταν υποψήφια για το Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας μεγάλου μήκους.
Το είδε, λέει, και πιστεύει ότι ήταν απλώς ένα χαστούκι, ότι η Αμερική είναι μια βίαιη κοινωνία και ίσως θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο για τα παιδιά της, που φέρνουν όπλα στο σχολείο. Ο ιταλός ηθοποιός λέει ακόμη ότι λατρεύει τις σειρές του Netflix «Το Στέμμα» και «Οζάρκ», αλλά δεν έχει δει ακόμα τη δεύτερη σεζόν του «Μπρίτζερτον»: «Ολη η οικογένειά μου ήταν ερωτευμένη με το κορίτσι, αλλά τώρα, σε αυτή τη σεζόν, ξέρω ότι λένε την ιστορία του αδελφού. Σίγουρα όμως θα τη δούμε κι αυτή»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News