986
|

Προδημοσίευση: “Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου”, Χαρούκι Μουρακάμι (Ωκεανίδα)

Avatar Αναστασία Λαμπρία 18 Οκτωβρίου 2010, 07:35

Προδημοσίευση: “Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου”, Χαρούκι Μουρακάμι (Ωκεανίδα)

Avatar Αναστασία Λαμπρία 18 Οκτωβρίου 2010, 07:35

Τον Μουρακάμι τον θέλω χρόνια τώρα. Πριν από μια εξαετία περίπου, τον πρωτοανακάλυψα, κάπως ανορθόδοξα: η πρώτη γνωριμία μας δεν έγινε από το διεθνώς αναγνωρισμένο, αριστουργηματικό Νορβηγικό Δάσος του αλλά από το Μετά το σεισμό. Γλυκά πονούσε το μαχαίρι του. Τον θέλω σκέφτηκα, θέλω εγώ να τον εκδώσω στην Ελλάδα. Ατύχησα, είχε προλάβει άλλος (η Ωκεανίδα με όσφρηση οξυτάτη) και τα χε σαρώσει όλα τα βιβλία του. Δεν το κατάπια, το ανέχτηκα κατ’ ανάγκη. Νορβηγικό δάσος, Κουρδιστό πουλί, Σπούτνικ αγαπημένη, Μετά το σεισμό και τώρα αυτό. Ενδιαμέσως γονυπετής παρακαλούσα για μια συνέντευξη. Και σ’ αυτό ατύχησα. Δεν μιλάει ο Μουρακάμι (σ’ εμένα). Παρ’ όλες τις απορρίψεις τού μεινα πιστή: τόσο ιδιοφυής και έξυπνος συγγραφέας, τόσο μελωδικός, εξωφρενικά και απατηλά απλός, με σαγηνεύει. Παγκόσμιος και απολύτως Ιάπωνας, και τζαζ και θρόισμα, κερασιές του χώρας του και ανθισμένες κερασιές του Προύστ, ψυχαναλυτικός, νοσταλγικός, ασπρόμαυρος, απρόβλεπτος.

Ο Βασίλης Κιμούλης ο μεταφραστής του και ο Δημήτρης Παπακώστας, ο επιμελητής του για να με παρηγορούν μου στέλνουν τα νέα βιβλία προτού τυπωθούν. Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι σήμερα o protagon μου. Χαρείτε 300 λέξεις του, γνωρίστε τον όσοι δεν τον ξέρετε, ετοιμαστείτε όσοι τον περιμένετε. Κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες.

Και μερικές κριτικές:
«Η ιαπωνική απάντηση στην Καζαμπλάνκα… Γραφή ονειρική, γεμάτη απαστράπτουσες ποιητικές εικόνες». The Times

«Αυτό το βιβλίο σου φέρνει πόνο… Μια εύγλωττη πραγματεία πάνω στις ιλιγγιώδεις, παράλογες δυνάμεις που κυβερνούν τον έρωτα και το σαρκικό πόθο».
Independent on Sunday

««Μια εκ βαθέων διερεύνηση της εύθραυστης ανθρώπινης φύσης, των βασανιστικών εμμονών και του ανεξιχνίαστου, ερωτικά φορτισμένου αινίγματος που παραμένει πάντα ο Άλλος». The New York Times

Προδημοσίευση:
Ήταν το βράδυ της πρώτης Δευτέρας του Νοεμβρίου. Κι αυτή κάθισε εκεί, στην μπάρα του Robin’s nest (το όνομα του τζαζ κλαμπ, τίτλος μιας παλιάς αγαπημένης μελωδίας), σιγοπίνοντας ήσυχα ένα Ντάκιρι. Στεκόμουν κι εγώ εκεί, τρεις θέσεις παρακάτω, εντελώς ανυποψίαστος πως ήταν εκείνη. Απλώς είχα προσέξει ότι μια εκπληκτικά όμορφη γυναίκα είχε μπει στο μπαρ, τίποτ’ άλλο. Ένας καινούργιος πελάτης, είπα με το μυαλό μου. Αν την είχα ξαναδεί, θα τη θυμόμουν· τόσο εντυπωσιακή ήταν. Σύντομα, σκέφτηκα, θα εμφανιστεί αυτός που περιμένει. Όχι πως οι γυναίκες δεν πίνουν ποτέ μόνες τους στο μπαρ. Μερικές μοναχικές γυναίκες δείχνουν πως θα τις πλησιάσουν οι άντρες· άλλες το εύχονται. Μπορούσα εύκολα να ξεχωρίσω ποιες είναι ποιες. Αλλά μια τόσο όμορφη γυναίκα δεν θα ’βγαινε ποτέ έξω να πιει μόνη της. Δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας που τη συνεπαίρνει το φλερτ των αντρών. Το βρίσκει απλώς ενοχλητικό.

Γι’ αυτό δεν της έδωσα πολλή σημασία. Φυσικά, την πρόσεξα καλά όταν μπήκε και κάθε τόσο της έριχνα καμιά ματιά. Είχε πολύ διακριτικό μακιγιάζ και φορούσε πανάκριβα ρούχα – μπλε μεταξωτό φουστάνι κι ανοιχτόχρωμη μπεζ ζακέτα από κασμίρι. Μια ζακέτα τόσο ντελικάτη όσο μια φλούδα κρεμμυδιού. Κι είχε ακουμπισμένη πάνω στον πάγκο μια τσάντα που ταίριαζε τέλεια με τα ρούχα της. Δεν μπορούσα να μαντέψω την ηλικία της. Είχε απλώς την κατάλληλη ηλικία, θα ’λεγα.

Η ομορφιά της σου ’κοβε την ανάσα, δεν έμοιαζε όμως με ηθοποιό ή μοντέλο. Σύχναζαν τέτοιοι τύποι στο μπαρ μου, αλλά τους καταλάβαινες από μακριά: είχαν συναίσθηση πως εκτίθενται σε κοινή θέα κι επιδείκνυαν το ανυπόφορα φουσκωμένο εγώ τους. Όμως αυτή η γυναίκα ήταν διαφορετική. Ήταν απόλυτα χαλαρή κι άνετη λες και βρισκόταν στο σπίτι της. Ακουμπούσε στον πάγκο με το πιγούνι στηριγμένο στα χέρια της, απορροφημένη απ’ το πιάνο, και κάθε τόσο ρουφούσε μια γουλιά από το κοκτέιλ της σαν να κοντοστεκόταν σε μια αριστοτεχνικά παιγμένη μουσική φράση. Κάθε λίγα λεπτά έριχνε μια ματιά προς το μέρος μου. Την ένιωθα πάνω μου. Αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν κοίταζε πραγματικά εμένα.

Φορούσα τα συνηθισμένα μου ρούχα – κοστούμι Λουτσιάνο Σοπράνι, πουκάμισο και γραβάτα Αρμάνι. Καλώς ή κακώς, δεν ήμουν ο τύπος που σκοτίζεται για το ντύσιμό του. Ο βασικός μου κανόνας ήταν ν’ αφιερώνω σ’ αυτό όσο το δυνατό λιγότερο χρόνο. Όταν γυρνούσα έξω για δουλειές, ένα τζιν και μια μπλούζα ήταν μια χαρά. Είχα όμως τη δική μου, μικρή φιλοσοφία όσον αφορά το χώρο εργασίας: φορούσα το είδος των ρούχων που θα ’θελα να φοράνε οι πελάτες μου. Είχα διαπιστώσει πως έτσι οι εργαζόμενοι έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό και δημιουργούσαμε αυτή την ανεβασμένη ατμόσφαιρα που ήθελα. Γι’ αυτό, κάθε φορά που ερχόμουν στο μπαρ φρόντιζα ευλαβικά να φοράω ένα καλό κοστούμι και γραβάτα.

Καθόμουν λοιπόν εκεί αυτό το βράδυ, ελέγχοντας πως τα κοκτέιλ φτιάχνονταν σωστά, προσέχοντας τους πελάτες κι ακούγοντας το συγκρότημα να παίζει. Στην αρχή το μπαρ ήταν σχεδόν γεμάτο, μετά τις εννιά όμως άρχισε να βρέχει κι οι πελάτες αραίωσαν. Στις δέκα, μόνο τρία-τέσσερα τραπέζια ήταν γεμάτα. Όμως η γυναίκα καθόταν ακόμη στον πάγκο, μόνη με τα κοκτέιλ της. Η περιέργειά μου γι’ αυτήν άρχισε να μεγαλώνει. Μπορεί τελικά να μην περίμενε κανέναν. Δεν κοίταξε ούτε μια φορά το ρολόι της ή προς την είσοδο.

Τελικά πήρε την τσάντα της και κατέβηκε απ’ το σκαμπό. Ήταν σχεδόν έντεκα. Αν ήθελες να προλάβεις το μετρό, αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να φύγεις. Ωστόσο εκείνη προχώρησε προς το μέρος μου αργά, άνετη πάντα, και κάθισε στο διπλανό σκαμπό. Μου ήρθε μια απαλή πνοή αρώματος. Αφού βολεύτηκε στο κάθισμα, έβγαλ’ ένα πακέτο Σάλεμ απ’ την τσάντα της κι έβαλ’ ένα τσιγάρο στο στόμα. Τα παρακολουθούσα όλα με την άκρη του ματιού μου.

«Τι όμορφο μπαρ», μου είπε.
Σήκωσα τα μάτια μου απ’ το βιβλίο που διάβαζα και την κοίταξα με απορία. Και τότε ένιωσα κάτι να με χτυπάει δυνατά – κατακούτελα. Σαν να βάρυνε ξαφνικά ο αέρας πάνω στο στήθος μου.
«Ευχαριστώ», είπα. Πρέπει να ήξερε πως ήμουν ο ιδιοκτήτης. «Χαίρομαι που σου αρέσει».
«Μου αρέσει, πολύ». Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και χαμογέλασε. Ένα υπέροχο χαμόγελο. Τα χείλη της τραβήχτηκαν και μικρές, γοητευτικές ρυτίδες σχηματίστηκαν στις γωνίες των ματιών της. Το χαμόγελό της σκάλιζε πολύ παλιές αναμνήσεις – αλλ’ από τι;

*Το βιβλίο “Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου”, του Χαρούκι Μουρακάμι σε μετάφραση Βασίλη Κιμούλη, κυκλοφορεί αυτήν την εβδομάδα από την Ωκεανίδα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News