Ενα παγωμένο πρωινό του Δεκεμβρίου, σε ένα μικρό πειραματικό θέατρο στην πανεπιστημιούπολη του Ρέντινγκ, ακούγεται μια φασματική φωνή, σαν να βγαίνει από τάφο. Από τα ηχεία αντηχεί ο καλλιεργημένος, στοχαστικός τόνος του Σάμιουελ Μπέκετ, ενώ συνομιλεί με τον βιογράφο του, Τζέιμς Νόουλσον, γράφει στην Telegraph ο Ντόμινικ Κάβεντις.
Εκείνη την ημέρα, στις 14 Δεκεμβρίου 2022, ο θεατρικός κριτικός της βρετανικής εφημερίδας είχε την τύχη να είναι παρών σε ένα σημαντικό λογοτεχνικό γεγονός. Ο Σάμιουελ Μπέκετ πέθανε στο Παρίσι το 1989, σε ηλικία 83 ετών. Τους μήνες πριν από τον θάνατό του, ο βιογράφος του ηχογράφησε τις τετ-α-τετ συνομιλίες τους, μια εξιστόρηση της ζωής του, από τις πρώτες ημέρες της μέχρι τα χρόνια του πολέμου, όταν ήταν στη Γαλλική Αντίσταση.
Οι ηχογραφήσεις παραδόθηκαν στην Συλλογή Μπέκετ του πανεπιστημίου του Ρέντινγκ, που διαθέτει το μεγαλύτερο αρχείο στον κόσμο σχετικά με τον διάσημο ιρλανδό συγγραφέα, ψηφιοποιήθηκαν και πλέον βρίσκονται στη διάθεση του κοινού.
Πρόκειται για έναν πραγματικό θησαυρό στα χέρια των ακαδημαϊκών και πηγή έμπνευσης για όσους συμμετέχουν στο πρόγραμμα «Creative Fellowships» του πανεπιστημίου, που σχετίζεται με τον Μπέκετ. Οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς θα μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν το υλικό, με την επιφύλαξη έγκρισης από το Κληροδότημα Μπέκετ. Πιο απλά, οι ηχογραφήσεις θα είναι διαθέσιμες σε κάθε επισκέπτη της συλλογής.
Η είδηση της παράδοσης του ηχητικού υλικού επτά ωρών που φυλασσόταν επί δεκαετίες σε χρηματοκιβώτιο στο σπίτι του Νόουλσον, κοντά στο πανεπιστήμιο, με την παρουσία εκπροσώπων του Beckett International Foundation, κοινοποιήθηκε αποκλειστικά στην Daily Telegraph, ώστε να συμπέσει με την 70ή επέτειο της παρισινής πρεμιέρας του έργου «Περιμένοντας τον Γκοντό», που σφράγισε το σύγχρονο θέατρο και έκανε τον συγγραφέα του διάσημο.
Η δωρεά του Νόουλσον είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον ντροπαλό Μπέκετ, που απέφευγε τη δημοσιότητα, αποδείχθηκε μάλιστα εξαιρετικά λιγομίλητος ακόμη και μετά την απονομή σε αυτόν του Νομπέλ Λογοτεχνίας, το 1969.
Μέσα σε μόλις μισή ώρα, όμως, όπως γράφει στην Telegraph, ο Ντόμινικ Κάβεντις αποκόμισε πολλά πλούτη. Ακουσε κατ’ αρχάς μια ευχάριστη ανάμνηση του Μπέκετ με τον Τζέιμς Τζόις στο Παρίσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν ο Τζόις ήταν παγκοσμίως γνωστός ως ο συγγραφέας του «Οδυσσέα» και ο Μπέκετ απλώς ένας μποέμ που «το πάλευε». Ακούγονται γέλια καθώς ο Μπέκετ απαγγέλλει τον αριθμό τηλεφώνου του Τζόις, 50 και πλέον χρόνια μετά. Και στοργή γεμίζει τον αέρα όταν θυμάται πως έγινε ευνοούμενος του Τζόις, ο οποίος του επιφύλαξε μια σπάνια διάκριση: «Ημουν πολύ κολακευμένος όταν άφησε το “Mister”. Επειδή όλοι ήταν “Mister”… Ηταν πολύ απόμακρο. Ούτε μικρά ονόματα. Δεν ήμουν ποτέ ο “Σαμ”».
Αυτό το απόσπασμα εμφανίστηκε στη βιογραφία του Νόουλσον, «Damned to Fame», του 1996 (κυκλοφόρησε το 2001 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Scripta με τίτλο «Σάμουελ Μπέκετ, η Κατάρα της Δόξας», αλλά είναι εξαντλημένο). Αυτό που δεν μπορούσε να μεταφερθεί στο κείμενο, όμως, ήταν ο Μπέκετ να απαγγέλλει ένα ποίημα του Τζόις για τη γέννηση («Ecce Puer») και να τραγουδάει το ποίημα «Bid Adieu to Girlish Days», σε ένα από τα πάρτι του μεγάλου δουβλινέζου συγγραφέα, προσθέτοντας μερικά διασκεδαστικά «λα-λα-λα».
Οι φωτογραφίες του Μπέκετ τον δείχνουν συνήθως λιτό και αγέλαστο. Ξαφνικά, όμως, είναι σαν να άνοιξε ένα παράθυρο στη ζεστασιά για την οποία έχουν μιλήσει οι φίλοι του και οι στενότεροι συνάδελφοί του, γράφει στην Telegraph ο Κάβεντις. Ακόμη πιο συγκινητική είναι μια άλλη στιγμή όπου, συζητώντας για τον εκκλησιασμό του όταν ήταν νεαρός στο Δουβλίνο, τραγουδά μερικούς στίχους από τον χριστιανικό ύμνο «Abide with Me» («Μείνε μαζί μου»). Είναι δυνατόν ο συγγραφέας που εξόρκιζε την ανθρώπινη κατάσταση με ζοφερά περιεκτικές φράσεις (όπως το «Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι», από το έργο του «Περιμένοντας τον Γκοντό») να ασπαζόταν ποτέ την ιδέα της μετά θάνατον ζωής; «Οχι», έρχεται η άτεγκτη απάντηση του Νόουλσον, «δεν νομίζω ότι αμφιταλαντεύτηκε ποτέ ως προς την έλλειψη πίστης του».
Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν 12 συνεντεύξεις μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου του 1989 στο μικρό δωμάτιο του οίκου ευγηρίας «Résidence Tiers Temps», στην οδό Ρεμί Ντυμονσέλ, στο Παρίσι, όπου ο Σάμιουελ Μπέκετ έζησε μέχρι τον θάνατό του, στις 22 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Οι συνομιλίες περιλαμβάνουν μια σειρά από θέματα, από τις ημέρες που δεν έπινε αλκοόλ, ως φοιτητής («Εχω επανορθώσει έκτοτε!»), μέχρι τη νύχτα του 1938 που παραλίγο να πεθάνει, μαχαιρωμένος στον δρόμο από έναν μαστροπό.
Επτά από αυτές ηχογραφήθηκαν από ανάγκη. Οπως λέει ο 89χρονος Νόουλσον στον Κάβεντις, «δεν ήξερα στενογραφία, οπότε κρατούσα σημειώσεις, αλλά αυτός ήταν ένας απελπιστικά ανακριβής τρόπος για να προχωρήσω. Απογοητευθήκαμε και οι δύο. Τελικά, συμφωνήσαμε ότι θα ήταν καλύτερα να ηχογραφώ τις συνομιλίες μας».
Γιατί αντιστεκόταν ο Μπέκετ τόσο πολύ στα φώτα της δημοσιότητας; «Μισούσε βαθιά το να προκαλεί την προσοχή», απαντάει ο Νόουλσον και προσθέτει ότι «γινόταν ένα σακούλι με νεύρα όταν εκτίθετο. Υπήρχε πάντα αυτή η αίσθηση ότι η δουλειά ήταν για τον Μπέκετ το μόνο πράγμα που είχε σημασία – όλα τα υπόλοιπα ήταν περιφερειακά, μια άθλια ενόχληση».
Ο Μπέκετ εμπιστεύθηκε τον Νόουλσον μετά τη γνωριμία τους το 1970, όταν ο ακαδημαϊκός θαυμαστής του αποφάσισε να κάνει μια έκθεση προς τιμήν του ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα στο Ρέντινγκ, όπου ο Νόουλσον έδινε διαλέξεις για τη γαλλική λογοτεχνία. Σύντομα ήρθε η είδηση ότι ο «Σαμ» ήθελε να τον δει στο Παρίσι: «Το χέρι μου έτρεμε όταν σήκωσα το τηλέφωνο για πρώτη φορά», θυμάται, αλλά έγιναν φίλοι χάρη στην κοινή αγάπη τους για το κρίκετ.
Το πράσινο φως για μια εξουσιοδοτημένη βιογραφία δόθηκε τον Μάρτιο του 1989. Ο Μπέκετ έπασχε από εμφύσημα. «Ηταν πολύ αδύνατος σε εκείνο το στάδιο, σαν σκελετός», λέει ο Νόουλσον γεμάτος στοργή. Η σύζυγος του Μπέκετ, η πιανίστρια Σουζάν Ντεσεβό-Ντιμενίλ, πέθανε τον Ιούλιο του 1989, πάνω που είχε ξεκινήσει η διαδικασία των συνεντεύξεων: «Ηταν προφανές ότι κατέρρεε. Διέκοψα την τελευταία συνέντευξη τον Νοέμβριο, γιατί έτρεμε πάρα πολύ. Οταν έμαθα πως ήταν σε κώμα ένιωσα σαν να με είχα χτυπήσει», λέει στην Telegraph ο βιογράφος του.
Μήπως ο ιρλανδός συγγραφέας θα προτιμούσε να καταστραφούν οι κασέτες; «Οχι, ήξερε ότι θα έμεναν», απαντάει ο Νόουλσον. Ακόμα κι έτσι, όμως, έγιναν πολλές διαπραγματεύσεις για την τύχη των ηχητικών ντοκουμέντων: «Ημουν αποφασισμένος ότι δεν θα χαθούν. Αν είχαν βγει σε δημοπρασία, θα μπορούσαν να είχαν καταλήξει σε κάποια ιδιωτική συλλογή. Δεν το ήθελα αυτό», λέει. Ο ηλικιωμένος συγγραφέας επέλεξε, ωστόσο, να απαντά με επιφύλαξη για τη μητέρα του, και παρότι οι συζητήσεις άγγιξαν αναπόφευκτα την ερωτική του ζωή, οι ερωτήσεις δεν ήταν ποτέ παρεμβατικές. «Θεωρούσα δεδομένο ότι ήταν κολασμένα ελκυστικός για τις γυναίκες», σημειώνει ο Νόουλσον.
Ο Μπέκετ μιλάει για την κόρη του Τζόις, Λουτσία, και τον έρωτά της γι’ αυτόν, που όμως δεν ήταν αμοιβαίος. Επίσης, επιβεβαιώνει ή ρωτάει τον συνομιλητή του ευθέως για ορισμένες σχέσεις του: «Του είπα, “αγαπούσες την [ποιήτρια] Εθνα ΜακΚάρθι, έτσι δεν είναι;” “Την αγάπησα, Τζιμ. Ποτέ δεν είχαμε σεξουαλική σχέση, αλλά ήταν υπέροχη…”, είπε. Μιλήσαμε για το κορίτσι στο θεατρικό του “Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ”. Είπα: “Αυτή είναι η Πέγκυ Σινκλέρ [η ξαδέρφη του Μπέκετ, με την οποία αρραβωνιάστηκε για λίγο ανεπίσημα], έτσι δεν είναι;” Μου είπε: “Δεν ήταν η Πέγκυ. Δεν νομίζω ότι σκεφτόμουν κάποια συγκεκριμένα”. Υπήρχαν στιγμές κατά τις οποίες ο συγγραφέας που καλλιέργησε τη θέση ότι η ζωή και το έργο είναι χωριστά, με διόρθωνε», λέει ο Νόουλσον.
«Αρχικά, ο Μπέκετ είδε τις συνεντεύξεις σαν χειρουργική επέμβαση χωρίς αναισθητικό, αλλά μετά άρχισε να ανυπομονεί για τις επισκέψεις μου. Η ντουλάπα του ήταν γεμάτη μπουκάλια ουίσκι που του είχαν φέρει επισκέπτες του. Πήγαινα αργά το απόγευμα και υπήρχαν δύο ποτήρια. Εκείνος πήγαινε στο μπάνιο για [να φέρει] νερό», λέει επίσης ο Νόουλσον για τις συναντήσεις τους, «Είπε κάποτε, ενώ έπαιρνε φάρμακα, “Πιες ένα ποτό”. Εγώ του είπα, “Δεν πίνω αν δεν πιείς”. Μου απάντησε: “Μπορώ να απέχω από την αποχή την Παρασκευή!”»…
Οι ηχογραφήσεις προσφέρουν ανεκτίμητες πληροφορίες για τον συγγραφέα, τόσο όταν ήταν νεαρός όσο και για τις επιπτώσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πάνω του. Το 1931, στη μελέτη του για τον «Προυστ» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Εστία), ο Μπέκετ αφόρισε τη μοναξιά μας («Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν», έγραψε). Η αναγκαστική απόδρασή του με τη Σουζάν από το Παρίσι στο αγροτικό Ρουσιγιόν, στην καρδιά της Προβηγκίας, το 1942, όταν προδόθηκε το στέκι της μυστικής αντιστασιακής οργάνωσης SOE, όπου συγκέντρωναν πληροφορίες για τον εχθρό, του έδωσε από πρώτο χέρι την εμπειρία της στέρησης και του τρόμου.
Αν και υπήρχε αλληλεγγύη, τα βάσανα ήταν αναπόδραστα: «Το τέλος του πολέμου ήταν τρομερό», ακούγεται να λέει ο Μπέκετ. «Οι [συμμαχικές] δυνάμεις άνοιξαν απλώς τα στρατόπεδα εξόντωσης καθώς περνούσαν. [Οι τρόφιμοι] δεν είχαν τίποτε να φάνε». «Τα καταστροφικά χρόνια του πολέμου άλλαξαν τον Μπέκετ», λέει στην Telegraph ο Νόουλσον. «Από ένας αρκετά αλαζονικός νεαρός άνδρας, έγινε κάποιος που δεν μπορούσε να περπατήσει στον δρόμο χωρίς να δώσει χρήματα σε απόρους».
Πολύτιμη είναι, επίσης, για τους μεταγενέστερους η περιγραφή του Μπέκετ για την κρίσιμη καλλιτεχνική στροφή του αμέσως μετά τον πόλεμο: «Συνειδητοποίησα ότι ο Τζόις είχε προχωρήσει όσο πιο μακριά μπορούσε να πάει κανείς προς την κατεύθυνση να μάθει περισσότερα, [έχοντας] τον έλεγχο του υλικού του. Πάντα προσέθετε … Συνειδητοποίησα ότι ο δικός μου τρόπος ήταν η φτωχοποίηση, η έλλειψη γνώσης και η αφαίρεση, αντί για την προσθήκη», ακούγεται να λέει.
Ο θάνατος του Σάμιουελ Μπέκετ έβαλε τέλος στις ηχογραφήσεις πριν φτάσουν στη συγγραφή του περίφημου «Περιμένοντας τον Γκοντό». Οι προηγούμενες συζητήσεις, ωστόσο, συμβάλλουν στην κατανόηση του πώς έφτασε στο διαρκές όραμα του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν, που περνούν την ώρα τους ελπίζοντας στη βοήθεια του μυστηριώδους κυρίου Γκοντό, ο οποίος δεν έρχεται ποτέ. Υπερηφανεύτηκε ποτέ γι’ αυτό το αριστούργημά του; Οχι, λέει ο Νόουλσον: «Αν είχατε γράψει ένα έργο που θα άλλαζε τη μορφή του σύγχρονου θεάτρου, θα μπορούσατε να φέρεστε ελαφρώς άσεμνα. Οχι ο Σαμ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News