Μπορούμε να πούμε ότι η πεζογραφία της Πολυδούρη θυμίζει Ουλιπό; Θυμίζει η Μανιάτισσα τον μεταμοντέρνο Calvino; Ή τον κυνικό Raymond Queneau; Ο πρώτος στο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης στήνει έναν καλειδοσκοπικό λαβύρινθο όπου η πρώτη αφηγούμενη ιστορία χάνεται μέσα στη δεύτερη, και ούτω καθεξής, σε ένα αέναο παιχνίδι διακειμενικότητας, έρωτα και εξαπάτησης του αναγνώστη. Ο δεύτερος στις Ασκήσεις Ύφους αφηγείται την ίδια φαινομενικά ασήμαντη ιστορία 99 φορές, με διαφορετικό τρόπο, από διαφορετική σκοπιά. Κι αναδεικνύει έτσι τα «όρια» της γλώσσας και πώς κάτι τάχα βαρετό μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρον αν αλλάξει η θέασή του.
Αν σκεφτούμε ότι η Πολυδούρη ένθετα κριτικάρει την ίδια τη διαδικασία της γραφής της, σαρκάζει και κοροϊδεύει το έργο της, ναι, θα γράψω το κουφό, θυμίζει Oυλιπό. Περιπαίζει τον αναγνώστη, γίνεται η ίδια αναγνώστρια και μέσα από τους ήρωές της ανατρέπει ό,τι πάει να χτίσει. Την ίδια τεχνική ο André Gide ονόμασε mise en abyme, με την έννοια της «εν αβύσσω» τοποθέτησης του έργου τέχνης, σαν έργο μέσα σε άλλο έργο. Περισσότερα εκτενώς αναγιγνώσκουμε στην πολύτιμη εισαγωγή των Πεζών από τη διαφωτιστική επιμελήτρια των χειρογράφων και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κυρία Ντουνιά.
Ωστόσο, δεν καταλήγουν οι ένθετες εγκιβωτισμένες ιστορίες του Ρομάντσου σε ευτυχές αναγνωστικό σμίξιμο όπως στον Καλβίνο, με τον Αναγνώστη και την Αναγνώστρια να τελειώνουν ταυτοχρόνως το βιβλίο. Τα πράγματα συμπλέκονται εσωστρεφώς και αυτοκαταστροφικά, σαν νοητικό συναισθηματικό τρυπάνι. Και όταν αφηγείται δύο φορές το ίδιο συμβάν, τον ρομαντικό χωρισμό δύο ηρώων, δεν φτάνει την τεχνική στα άκρα, όπως ο Queneau.
Γλωσσικά και υφολογικά, το Ρομάντσο έχει τα πάντα: λεξιλόγιο αλανιάρηδων (να της γυρεύει ρέστα), αστική ευγένεια (Αν σας έκανα κακό, να πάω να πνιγώ καλύτερα) φεμινιστικές εξάρσεις (Έλεγε, καθώς θυμάμαι, πως τη γυναίκα τη θέλει «ως διακοσμητικόν», κάτι τέτοια! Για φαντάσου… Θα μπορούσε κανείς να τον βάλει σε κάτι εσωτερικά μπαλκόνια στις σκάλες να παρασταίνει ένα βαλσαμωμένο αγριοπούλι.) αλλά και σχεδόν μισογύνικες αντιλήψεις (… κι αυτές ένα γέλιο δήθεν φιλάρεσκο και τσαχπίνικο ενώ πραγματικά είναι ένα διαβολόστελμα). Πρόκειται για αντιφάσεις; Όχι. Απλώς η Πολυδούρη θέλει όλα να τα χωρέσει. Όσα πιστεύει και όσα καταρρίπτει. Το κάνει ωραία. Δύσκολα, αλλά ωραία.
Γιατί να διαβάζουμε πού σβήνει, διορθώνει και διαγράφει; Μέσα στο εργαστήριό της, ναι. Γιατί;
Πέραν «της τρίλιας που σβήνει» ποίο το κέρδος της αναγνωστικής κλειδαρότρυπας; Αν σκεφτούμε πώς επιχειρηματολογεί υπέρ των ανοιχτών αρχείων ο Δημήτρης Παπανικολάου στο Σαν κι εμένα καμωμένοι για τον Καβάφη, μόνο να κερδίσουμε έχουμε. Όπως ο Αλεξανδρινός, η Πολυδούρη «μεταχειρίζεται τρόπους για να φτάσει σε μια ηθική κατανόηση του εαυτού στον κόσμο». Με κατανοητή την τεχνολογία του εαυτού, θα λυθούν μύριες παρανοήσεις.
Μαθαίνουμε περισσότερα για την πρόθεση της συγγραφέως. Βλέπουμε τι τη διαμορφώνει, το κοινωνικό της περικείμενο και τι στάση εκείνη τηρεί έναντί του.
Λόγου χάρη, στο Ρομάντσο ο ήρωας Γιάννης Βαστάρδης. Στην εκδιδόμενη τελική εκδοχή επαγγέλλεται «παραγγελιοδόχος». Στις σημειώσεις του επιμέτρου, βλέπουμε πως κατά την επεξεργασία του χειρογράφου η Πολυδούρη τον μετέτρεψε σε «δερματέμπορα». Ο ήρωας παρουσιάζεται πλαγίως, από τα λεγόμενα της συντρόφου του. Η γυναίκα του υποτιμά την πρότερη φιλολογική του ενασχόληση ως μια νεανική αβλεψία. Θέλει τώρα να αναδείξει πως πια σοβαρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε. Ασχολείται με εντελώς διαφορετική εργασία. Ποιοι θεωρούνταν «σοβαροί» από τους αναγνώστες της Πολυδούρη; Οι παραγγελιοδόχοι· ακόμη περισσότερο, οι δερματέμπορες. Παρομοίως, ο «τμηματάρχης τραπέζης» γίνεται «ανώτερος δικαστικός» στη β' γραφή. Οι «φιλόλογοι» γίνονται «λογοτέχνες» και ίσως υποτιμητικά «κιτρινιάρικα παιδιά ερωτευμένα με την τέχνη τους». Δηλαδή η ποιήτρια που σβήνει, ζει μέσα σε ένα πλήθος κοινωνικά στερεότυπα και αντιλήψεις, τις οποίες καταγράφει με οξυδέρκεια. Οξυδέρκεια που αναδεικνύεται περισσότερο, πιστεύουμε, από την αντιπαραβολική εξέταση των δύο χειρογράφων της που επιχειρεί η παρούσα έκδοση.
Από την άλλη, το Ρομάντσο παλαιότερα χαρακτηρίστηκε ως «αδύναμο» πρωτόλειο. Δεν κατάφερε να εκδοθεί όσο ζούσε και γίνεται φανερή η αγωνία της στις επιστολές που στέλνει από το Παρίσι. Μία από τις εγγενείς του έργου δυσκολίες ίσως είναι πως η Πολυδούρη ενσταλάζει σε όλους τους ήρωες δικά της βιώματα και χαρακτηριστικά. Με μια κάποια φοβικότητα, αισθάνεται πως αυτό θα γίνει αντιληπτό από τον αναγνώστη. Κρύβεται, διασπά ένα-ένα τα χαρακτηριστικά σε πολλούς χαρακτήρες. Έτσι, μάλλον αγχωμένη να μην την καταλάβουν και δουν αληθινά περιστατικά, την «απουσία μυθοπλασίας», βάζει τη μία φωνή μετά την άλλη να λέει παρόμοια πράγματα. Εμείς σήμερα όμως, καθώς αγνοούμε τα περιστατικά, απολαμβάνουμε το έργο.
Ενώ, λοιπόν, οι διάλογοί της είναι ζωντανοί και γεμάτοι προφορικότητα και ειλικρίνεια, τόσο που σχεδόν αισθανόμαστε να διαβάζουμε θέατρο (το οποίο είχε σπουδάσει η Πολυδούρη) ταυτόχρονα ο αναγνώστης μπερδεύεται, δεν ξέρει ποιος μιλάει με ποιον και για ποιο περιστατικό. Ή αν μιλάει κανείς με κανέναν στο κάτω κάτω και δεν έχουμε να κάνουμε με πολυπρόσωπο μονόλογο.
Η συγγραφική αγωνία να μην καταλάβουμε τα προσωπεία μεταφέρεται στον αναγνώστη. Όμως «το μυαλό του καλλιτέχνη είναι μια φωτογραφική μηχανή που άλλοτε κολακεύει κι άλλοτε βαραθρώνει. Καμιά φορά σε αφήνει ελλιπή· ολάκερο μάτι μπορεί να σου λείψει. Και το σπουδαιότερο είναι πως δεν μπορούμε εμείς να βεβαιώσουμε τίποτε αντίθετο.».
Στο δεύτερο μέρος υποτίθεται πως διαβάζουμε το μυθιστόρημα ενός από τους ήρωες. Συγγράφει ο Λεωνίδας Ρόδης. Η πεζογράφος Πολυδούρη «ηρεμεί». Ο ήρωάς της αφομοιώνει χαρακτηριστικά τόσο του Καρυωτάκη, όσο και της ιδίας. Με αυτοπεποίθηση δεν επιθυμεί να κρύψει τίποτα. Διότι και ο ίδιος ο Λεωνίδας προτάσσει στην αφήγησή του το προσωπείο του Λέοντα. η ηρεμία της Πολυδούρη φαίνεται ξεκάθαρα στο χειρόγραφο. Μέχρι εδώ διόρθωνε, παράλλασσε και έπαιζε με τα ονόματα. Πλέον δεν διορθώνει παρά ελάχιστα επουσιώδη και αφηγείται χαλαρή.
Με λίγα λόγια, η είσοδος στο εργαστήρι της συγγραφέως που εισηγείται η παρούσα έκδοση μας επιτρέπει να την κατανοήσουμε καλύτερα, να τη δούμε πιο ανθρώπινα, συνολικότερα. Φυσικά, ο γόρδιος δεσμός βίου και μύθου της Πολυδούρη δεν λύεται. Σφιχτότερα δένεται, θα λέγαμε, αφού διαρκώς συγχέονται τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας. Αλλά είναι γλυκό το μπλέξιμο. Συνέβη αυτό στην ίδια ή το έπλασε; αναρωτιόμαστε διαρκώς.
Τέλος, κάτι ακόμα: το βιβλίο προτείνουμε να μη διαβαστεί έτσι, ως είναι τυπωμένο. Ομαλότερα θα ξεκινήσει κανείς από τα χρήσιμα «Στοιχεία Βιογραφίας». Με τη σειρά, στα εφηβικά κυματοθραυούσης καθαρευούσης διηγήματά της, για να πάει στο Ημερολόγιο, στα γράμματα κι από εκεί στο Ρομάντσο και στην κύκνεια μικρή αυτοβιογραφία της. Θα μπλεχτεί το αληθινό με το φανταστικό. Η χρονολογική αυτή ανάγνωση μας επιτρέπει μια κάποια χρονολογική «τακτοποίηση». Χρειάζεται; «Δεν υπάρχουν ξεκόλλητα πράγματα στη φύση, όλα είναι αρμονικά. Μονάχα χρειάζεται δύναμη για να δει κανείς αυτή την αρμονία».
Φωτογραφίες: Αρχείο Νόρας και Ευγένιου Πολυδούρη.
Η έκδοση κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Ο Ηλίας Κολοκούρης σπούδασε κλασική φιλολογία και γλωσσολογία στην Αθήνα. Είναι καθηγητής
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News