Στις σημειώσεις που συνοδεύουν το βιβλίο «Όντα και μη Όντα» ο συγγραφέας Αργύρης Χιόνης, αναφέρεται στον Δυσμενίδη τον Τυανέα, στρατιωτικό φιλόσοφο του 3ου π.Χ. αιώνα. Στην Περί όντων πραγματεία του, ο Δυσμενίδης ο Τυανεύς μεταξύ άλλων διατυπώνει και το ερώτημα, «Ον ή μη ον το ωόν;» για να αποδείξει εντέλει ότι είναι όντως ον το ωόν. Σε αυτό το μικρό αριστούργημα περί όντων και μη όντων, ο Αργύρης Στεφάνου Χιόνης, μας μεταφέρει σε έναν κόσμο, όπου όντα και μη όντα συνυπάρχουν σε ένα ταξίδι που όμοιο του δεν έχει ξανακάνει αναγνώστης. Ο ποιητής αποδεικνύει ότι είναι εξίσου δυνατός σε ένα πεζογράφημα, το οποίο ομολογεί δεν θα υπήρχε αν ανάμεσα σε άλλα, δεν είχαν προϋπάρξει, η έξωση, απ’ τη ζωή του, της τηλεόρασης και η αντικατάσταση της από την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, αλλά και η βαθύτατη πίστη του, «ότι τα πάντα είναι ένα όνειρο, ένα μύθευμα, ένα τίποτε, και τίποτε δεν αξίζει όσο ένα μπουκάλι παλιό, καλό κόκκινο κρασί».
Σε αυτό το λογοτεχνικό κομψοτέχνημα ξεχωρίζω τρεις ιστορίες. Η πρώτη μιλάει για τον Εσωφάγο, «ένα ελάχιστο, αδηφάγο, αειφάγο τέρας, κάτι σαν σαράκι, αλλά πολύ πιο ύπουλο, πολύ πιο επικίνδυνο». Ο Εσωφάγος είναι «εντελώς αθόρυβος», «τρυπώνει ύπουλα παντού, μέσα σε ξύλα, σίδερα, πέτρες, γυαλιά κι ανθρώπους, και κάνει τη δουλειά του, τη φρικτή δουλειά του, αργά αργά και συστηματικά..» Αυτό το τέρας υπάρχει στη ζωή πολλών από εμάς. Εισχωρεί μέσα μας χωρίς να ανοίγει καινούργια τρύπα, αλλά χρησιμοποιεί πάντα υπάρχουσες εισόδους, όπως ανεπαίσθητες ουλές από σκουριά. Ένα βράδυ σαν επιστρέφουμε σπίτι μας, και βάζουμε το κλειδί στη κλειδαριά, σωριάζεται η πόρτα, και ολάκερο το σπίτι, και δεν μένει τίποτε πια μέσα μας παρά μόνο σκόνη.
Η δεύτερη ιστορία, είναι για τον χαμαιλέοντα Ούτις Ούτις, τον οποίο ο ποιητής συνάντησε μια μέρα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας. Εκεί σε ένα γυάλινο κλουβί υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε Cameleon Ούτις Ούτις. Ο συγγραφέας στάθηκε ώρες μπροστά στο κλουβί, μέσα στο οποίο ήταν στημένο ένα σκηνικό, όμοιο με αυτού ενός φυσικού περιβάλλοντος. Αλλά ο Ούτις Ούτις, ήταν άφαντος. Λίγο πριν εγκαταλείψει τις προσπάθειες του για να ανακαλύψει τον χαμαιλέοντα τον πλησίασε ένας μικροκαμωμένος φύλακας και του έδειξε την τροφή του χαμαιλέοντα που διαρκώς ανανέωνε. Ο Ούτις Ούτις ήταν πράγματι στο κλουβί και ήταν υπαρκτός. Όταν ο ποιητής γύρισε το κεφάλι του ο φύλακας είχε εξαφανιστεί.
Η τρίτη ιστορία, εξηγεί ίσως έναν από τος λόγους για τους οποίους ο Αργύρης Χιόνης είναι ένας σημαντικός ποιητής της γενιάς του ’70, και τα γραφόμενα του θα μείνουν ανεξίτηλα στην τριβή του χρόνου. Ο δημιουργός είχε γράψει κάποτε ένα ποίημα για τον μαύρο πάνθηρα, ζώο που ξεχώριζε και αγαπούσε κυρίως επειδή δεν τον είχε «δει ποτέ να στέκεται σούζα, τρέμοντας το μαστίγιο του θηριοδαμαστή, ή να πηδά, με πειθήνια απελπισία, μέσα από φλεγόμενα στεφάνια». Έγραψε για εκείνον στο ποίημα του που περιελήφθη στο βιβλίο του «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέπτη (1986)».
«Ο μαύρος πάνθηρας είν’ ένα κομμάτι αεικίνητο, βελούδινο σκοτάδι μες το φως. Τα μάτια του είναι δυο αστέρια που ανάβουνε τη μέρα και φλέγονται τη νύχτα.
Ελεύθερος, είναι πιο γρήγορος κι από το φως, καθότι προικισμένος με την ταχύτητα του σκότους που, οπωσδήποτε, είναι μεγαλύτερη».
Έναν χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου, ο Χιόνης παρακολουθούσε την πρωτοχρονιάτικη παράσταση του τσίρκου Amore Amore, και ο παρουσιαστής πληροφορούσε το κοινό ότι ήταν η πρώτη φορά που μαύρος πάνθηρας εκτελούσε νούμερα σε τσίρκο. Ο κόσμος του ποιητή γκρεμίστηκε. Ο πάνθηρας είχε υποκύψει. Το ποίημα του είχε καταστραφεί. Διότι η «ακρίβεια είναι μια από τις απαραίτητες αρετές της ποίησης». Ο ποιητής άφησε τον πάνθηρα και έγραψε τότε ένα ακριβές ποίημα για την ύαινα, για την οποία δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν και θα είναι ένα βρομερό, πτωματοφάγο τέρας.
*Η έκδοση του βιβλίου «Όντα και μη Όντα» είναι πολυτονική.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News