1264
|

Οδηγός θερινής ανάγνωσης από παθόντα βιβλιοφάγο

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 23 Ιουνίου 2011, 06:35

Οδηγός θερινής ανάγνωσης από παθόντα βιβλιοφάγο

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 23 Ιουνίου 2011, 06:35

Όλοι προσμένουμε το καλοκαίρι (ή σχεδόν όλοι – υπάρχουν κι ανάποδοι άνθρωποι σαν εμένα που προτιμούν το χειμώνα) για τα πολύωρα ταξίδια και τις απολαύσεις του, τα μπάνια και την ηλιοθεραπεία (βλ. εγκαύματα δευτέρου βαθμού), τα αισχροκερδή ταβερνάκια, τα ξενύχτια (με ή άνευ αλκοολικής δηλητηρίασης), τα εφήμερα γκομενιλίκια του, και πάνω απ’ όλα για τη δίκαια κερδισμένη – με κόπο, ιδρώτα, αίμα και φεσωμένες πιστωτικές – ραστώνη του.

Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτές τις συγκινήσεις, πολλοί αδημονούν για την καλοκαιρινή τους άδεια διότι τους προσφέρει μια πολυτέλεια που δεν έχουν τον υπόλοιπο χρόνο, όσο κυνηγούν το μεροκάματο όπως ο σκύλος την ουρά του: τη νωχελική ανάγνωση ή την αφιονισμένη καταβρόχθιση βιβλίων που μαζεύονταν στο κομοδίνο ή το ράφι, περιμένοντας τα ξεραμένα απ’ την αρμύρα δάχτυλα που θα τσακίσουν τις ράχες τους υπό τον ήλιο τον ελληνικό, όστις εφώτισε τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Βαΐτση Αποστολάτο.

Έτσι, τόσο ως άνθρωπος του (οινο)πνεύματος αλλά και ως κατά συρροήν και καθ’ έξιν καλοκαιρινός αναγνώστης, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές ταπεινές συμβουλές και προτάσεις, βασισμένες σε προσωπικά μου χουνέρια.

Ο πρώτος πειρασμός – που πρέπει πάση θυσία να αποφεύγεται – είναι το υπερφιλόδοξο σχέδιο ‘ας εκμεταλλευτώ τις διακοπές για να διαβάσω τους κλασικούς, και να μην λέω μπαλαμούτια σε συζητήσεις ότι έχω διαβάσει Προυστ και Τζόυς ενώ με πιάνει νύστα και μόνο με το λήμμα της Wikipedia’. Όχι. Τζιζ κακά. Οι ‘κλασικοί’ είναι σαν την Ακρόπολη: υπέροχοι να τους βλέπεις, αλλά βαρείς κι ασήκωτοι: όσο εύκολο και πιθανό είναι να πάρεις παραμάσχαλα μια Καρυάτιδα και μισό αέτωμα και να τα πας βόλτα στις Κυκλάδες, άλλο τόσο είναι, την ώρα που ο φλοίσβος σε καλεί ηδυπαθώς και οι υπεριώδεις σου ροδίζουν το πετσί, να κάτσεις και να διαβάσεις στα σοβαρά τη Θεία Κωμωδία, τον Δον Κιχώτη, τον Μόμπι Ντικ ή το Κόκκινο και το Μαύρο. Πάρτε το από μένα, που καίτοι έχω φάει τα νιάτα μου με τα βιβλία ο φλώρος, η σχέση μου με τον Ντοστογιέφσκι και τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει πληγωθεί ανπανόρθωτα απ’ αυτό ακριβώς το σφάλμα. Στην πρώτη περίπτωση, επί τρία χρόνια πήγαινα διακοπές αποφασισμένος να διαβάσω τους Αδελφούς Καραμάζοφ και να ξεστραβωθώ. Αμ δε! Διότι λίγο η ντάλα του ήλιου, λίγο το οφθαλμόλουτρο, λίγο η ψιλοκουβέντα και οι επαλείψεις αντηλιακού με δείκτη προστασίας Λάκη Γαβαλά, στη σελίδα 100 είχα ξεχάσει ποιος αδελφός είναι ποιος – καθ’ όσον δε φτάνει που’ ναι πολλά τα αφιλότιμα, έχουν και χαϊδευτικά! – και πάνω που πήγαινα να βγάλω άκρη έμπαινε στην αφήγηση κι ο μπάσταρδος, οπότε ο λαϊκός, ημιμαθής εαυτός μου αναφωνούσε ‘Στη στεριά δε ζει το ψάρι!’ και παρατούσα το τούβλο paperback πριν το κάνω κομφετί απ’ τα νεύρα. Το αυτό και με τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, που κι εκατό χρόνια να μ’ άφηνες ολομόναχο στην παραλία, αυτό το γενεαλογικό δέντρο των κερατάδων των Μπουενδία δε θα το μάθαινα ποτές.

Σε πλαίσια ανάλογου – και καθ’ όλα θεμιτού – εντυπωσιασμού (τουτ’ έστιν, δεν είμαι μόνο κορμάρα λιμπιστερή σαν νουγκατίνα, αλλά διαθέτω και πνεύμα που γεμίζει δυο μπαουλοντίβανα), μπορεί να αποφασίσετε ότι, ακόμα κι αν ο Ουμπέρτο Έκο σας προκαλεί ναρκοληψία και ο Μισέλ Ουελμπέκ τη διάθεση να χαστουκίσετε τον πλαϊνό σας λουόμενο μέχρι να μπλαβιάσει η μούρη του, ότι θα την πάρετε βόλτα την γκουμούτσα, έτσι για μόστρα. Θανάσιμο σφάλμα. Θυμάμαι, πριν από κάμποσα χρόνια, Ιούλιο μήνα στη Χαλκιδική, να σκάω στο Γλαρόκαβο με τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας του Καστοριάδη. Σημειωτέον, εγώ non-fiction δε διαβάζω ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου: θέλω το βιβλίο να έχει πλοκή και αρχή-μέση-τέλος. Ωστόσο, αράζω το κορμί μου το παράξενο σε μια ξαπλώστρα, τσακίζω και τον Καστοριάδη στη μέση, να μοιάζει διαβασμένος, και στο δεκάλεπτο πάνω, την ώρα που γύρευα με μάτι γλαρό τον λουκουματζή γιατί η κουλτούρα (έστω και στη θεωρία) μου’ χε ανοίξει την όρεξη, σκάει από δίπλα φοιτητής του Α-Που-Θου – και μήτε καν ευειδής – κι αρχίζει να μου λέει για τον Καντ και τον Χέγκελ και τον Μαρξ, και στα καπάκια μου ξεφουρνίζει ότι είναι και μέλος φοιτητικής κομματικής οργάνωσης της ανθυποαριστεράς, απ’ αυτές που όταν σταυρώσουν διψήφιο αριθμό μελών αγοράζουν σαμπάνια βουλγάρικη Μαυροξίδοβα και πλαστικά ποτηράκια, και το καίνε ακούγοντας το ‘Commandante Che Guevara’ λούπα. Στο τέλος, δίχως καν να απολογηθώ, σηκώθηκα, σιχτίρισα σιωπηλά τον Καστοριάδη και την γυαλιστερή του καράφλα, κι όρμησα στα γαλανά νερά όπως οι Μύριοι όταν αντίκρυσαν τον Εύξεινο Πόντο.

Μια ασφαλής επιλογή που εγγυάται τόσο την προσωπική σας τέρψη όσο και την κοινωνικοποίηση μεταξύ ηλιοψημένων αναγνωστών, είναι τα εκάστοτε μπεστ σέλερ, από τον Φίλιπ Ροθ με τους παππούδες που κατουριούνται πάνω τους και φοράνε πάνα κι ωστόσο έχουν μονίμως το νου τους στο σαψαλοπήδημα και τον Ίρβινγκ Γιάλομ που είναι και λίγο σαν τζάμπα ντιβάνι, ρομάντζα με βουρδούλακες (τα γαμάτα της Charlaine Harris – βλ. TrueBlood – και τ’ άλλα τα ξενέρωτα όπου τα βαμπίρια δεν πηδιώνται διότι η συγγραφέας είναι Μορμόνα φανατικιά, κι άμα της πεις ‘ψωλή’ λιγοθυμάει), μέχρι τις πρωθιέρειες του λογοτεχνικού γυναικουλισμού (Ντανιέλ Στιλ, Μάριαν Κιζ) και τις ημεδαπές μπεστσελερούδες, που όταν οι ψωμόλυσσες της κουλτούρας σαν και του λόγου μου βλέπουμε τις πωλήσεις τους, αυξάνουμε απ’ ευθείας δόση στο αντικαταθλιπτικό. Και φυσικά υπάρχει πάντα η πανάκεια της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου, έτσι και συννεφιάσει και πιάσει καμιά βροχή κι εγκλωβιστείτε με το έτερον ήμισυ σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο μεγέθους καμπινέ, αντί να αλληλοστραγγαλιστείτε με τ’ άντερά σας, την πέφτετε στο κρεβάτι, πιάνετε μια Ρουθ Ρέντελ ή μια Π. Ντ. Τζέιμς και χορταίνετε σασπένς, αρρώστια, φονικό και περιπέτεια.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε δύο ζητήματα αμιγώς πρακτικά, τα οποία, ωστόσο, αν παραβλεφθούν, μπορεί να οδηγήσουν σε μίνι-τραγωδίες. Πρώτον, εάν το χρώμα των σελίδων του βιβλίου είναι άσπρο ξέξασπρο, φροντίστε να μην το βαράει η αντηλιά ακόμα κι αν φοράτε γυαλιά ηλίου – θυμάμαι να βάζω σελιδοδείκτη στον Υπόγειο Κόσμο του θεού ΝτεΛίλο μετά από δίωρο λαίμαργης ανάγνωσης, και ξαφνικά να διαπιστώνω ότι έχω τυφλωθεί, ενώ η αυξημένη μου ακοή βομβαρδίζεται αλύπητα απ’ το ‘Χέρια Ψηλά’ του Χατζηγιάννη (τραγούδι που θεωρώ ως μία εκ των επτά σφραγίδων της Αποκάλυψης).

Τέλος, η βολική αλλά όχι πάντοτε ακίνδυνη συνήθεια της βιβλιοφιλικής βυζοκαλύπτρας, για τις φίλες αναγνώστριες που βρίσκονται σε παραλία γυμνιστών, κι όπως τις πιάνει η ντάγκλα απ’ το διάβασμα και το κυματάκι και το αγέρι, την πέφτουν ανάσκελα στον ήλιο και σκεπάζουν τα πλούσια ελέη τους με το βιβλίο (που λειτουργεί, συνειδητά ή ασυναίσθητα, και ως δόλωμα – λ.χ., Θες να μάθεις τι κρύβει η τελευταία συλλογή της Κικής Δημουλά εκτός από τα γνωστά ποιητικά λογοπαίγνια; ή Θες να δεις δύο απ’ τα χαμένα σύμβολα του Νταν Μπράουν;) Το ζητούμενο είναι να μη σας πιάσει ύπνος βαθύς, όπως είχε συμβεί με μια κολλητή μου, που’ χε στήθια άσπρα σαν τα γάλατα – έστω κι αν δεν παρότρυνε κανέναν να της τα χαρχαλήσει – κι όπως διάβαζε το τελευταίο ογκώδες πόνημα της κας. Μαντά, αποκοιμήθηκε, με το βιβλίο επί των μαστών. Κι όπως ήταν ακόμα μεσημεράκι, και δεν είχε κι ομπρέλα η καψερή, ήρθε ο ήλιος ο ηλιάτορας και την έκανε κόκκινη σαν ορνιθόκωλο, με μια και μόνο τραγική εξαίρεση, την οποία διαπίστωσε ξυπνώντας κι αλαλάζοντας: ένα παραλληλόγραμμο απόλυτης λευκότητας που πλαισίωνε τα μεμεδάκια της, λες κι ετοιμάζονταν να δώσουν παράσταση με το Άσπρο Βυζοθέατρο της Πράγας.

Αυτά τα ολίγα προς ώρας, φίλοι μου βιβλιοφάγοι. Α, κι αν τύχει στα φετινά σας ταξίδια να πέσετε πάνω σε συγγραφέα της αρεσκείας σας, πιάστε του την κουβέντα και ταχταρίστε το εγώ του όσο κι αν κάνει τον δύσκολο. Διότι είμαστε οι πλέον άσημοι διάσημοι, και ζούμε για τέτοιες στιγμές όπως οι φυσιολογικοί άνθρωποι (που απολαμβάνουν τη λογοτεχνία χωρίς να θέλουν ψυχαναγκαστικά ν’ αφήσουν την κουτσουλιά τους στο σεπτό της σώμα) ζούνε για το τρυφερό χάδι της αυγουστιάτικης θάλασσας…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News