1204
|

Ο Γούντι, ο Μπερτολούτσι και η Τζούλια

Ο Γούντι, ο Μπερτολούτσι και η Τζούλια

Γούντι Άλλεν: απο το Παρίσι στις Κάννες

Το "Μεσάνυχτα στο Παρίσι" ξεκίνησε σαν ιδέα στο κεφάλι του Γούντι Άλεν χωρίς πλοκή, χωρίς ιστορία, μόνο ως τίτλος που του άρεσε, απλά και μόνο επειδή ήθελε να γυρίσει ένα φιλμ, μετά τις σκηνές από το Όλοι Λένε Σ’ Αγαπώ, στην αγαπημένη του πόλη, το Παρίσι. Διορθώνω: τη δεύτερη αγαπημένη του, μετά τη Νέα Υόρκη φυσικά. Στην ταινία του Μεσάνυχτα στο Παρίσι γοητεύτηκε από τη ρομαντική δυνατότητα της πόλης και την «είδε» με τα δικά του μάτια, όπως ένας Αμερικάνος όταν την επισκέπτεται την πρώτη φορά. Κινηματογράφησε τις τουριστικές περιοχές, με τα αγαπημένα του ζεστά χρώματα, τα καφέ, τα κόκκινα και τα κίτρινα, και επέμεινε στα βροχερά πλάνα, καθώς πιστεύει πως έτσι είναι ομορφότερη η πόλη- το φθινόπωρο είναι η εποχή που προτιμά. Στη συνέντευξη τύπου είπε πως γνωρίζει το Παρίσι από τις ταινίες που έβλεπε μικρός, ακριβώς όπως όλοι εμείς γνωρίσαμε τη Νέα Υόρκη από τις δικές του ταινίες. Αρνούμενος ακόμη και σήμερα πως έχει οποιαδήποτε σχέση με τη διανόηση, ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή της ταινίας, ένα σεναριογράφο του Χόλυγουντ που θέλει να γίνει σοβαρός συγγραφέας, και αποφασίζει διστακτικά να μετακομίσει από το Μαλιμπού στο Παρίσι, για να μοιάσει με τα είδωλα του, τον Χέμινγουεϊ, τον Φιτζέραλντ και τη Γερτρούδη Στάιν. Και κατά έναν μαγικό τρόπο, περίπου όπως στο Πορφυρό Ρόδο του Καίρου που ο ηθοποιός τρυπάει το πανί και περνάει στην κινηματογραφική διάσταση, ταξιδεύει στο χρόνο και μπαίνει σε ένα αυτοκίνητο όταν σημάνουν τα μεσάνυχτα, κάτω από τη μύτη της πολύ Αμερικάνας αρραβωνιαστικιάς του, με την οποία δεν έχουν και πολλά κοινά, και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα, στους καλλιτεχνικούς κύκλους της δεκαετίας του 20. Συναντά τους λογοτεχνικούς του ήρωες, ακούει live τον Κόουλ Πόρτερ, βλέπει την Ζοζεφίν Μπέικερ να χορεύει, τον Πικάσο μπροστά σε πίνακα του (μάλιστα ερωτεύεται την ερωμένη του) και συζητά με τον Νταλί, τον Μπουνιουέλ και τον Μαν Ρέι!

Παρά το φαντασιακό ταξίδι σε μια ζωηρή εποχή που έβριθε από ταλέντα και ισχυρές προσωπικότητες, ο Γούντι Άλλεν πιστεύει ακράδαντα πως η νοσταλγία είναι το πάθημα του ήρωα, μια αθεράπευτη παγίδα την οποία δεν συστήνει σε κανέναν. Μάλιστα την βαφτίζει το σύνδρομο του χρυσού αιώνα και θεωρεί πως αν όντως του συνέβαινε, θα είχε τρομερές δυσκολίες να προσαρμοστεί, συνεπώς προτιμά το σήμερα. Όσο για τους καλλιτέχνες που ανέκαθεν θαύμαζε, υποστηρίζει πως τους παρουσιάζει με σατιρική ματιά και ελαφρύ χέρι. Δεν παρομοιάζει τον εαυτό του με αυτούς. Λέει χαρακτηριστικά: «Θεωρώ τον εαυτό μου εντελώς τυχερό άνθρωπο. Όλα μου ήρθαν δεξιά. Είχα καλλιτεχνικές φιλοδοξίες όταν ήμουν νεότερος αλλά βλέποντας πόσο καλλιτέχνες είναι ο Μπουνιουέλ, ο Κουροσάβα ή ο Φελίνι και ο Μπέργκμαν, είναι ξεκάθαρο πως εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης. Έχω κάποιο ταλέντο, σατιρικό». Ένα από τα αναμφισβήτητα του ταλέντα είναι το πάντα θεϊκό κάστινγκ, το οποίο έχει δουλέψει τέλεια υπέρ του τόσα χρόνια. «Προσλαμβάνεις σπουδαίους ηθοποιούς, τους αφήνεις ελεύθερους, και μετά παίρνεις όλο τη δόξα!».

Η Κάρλα Μπρούνι είναι ανάμεσα στο καστ- υποδύεται μια ξεναγό. Τη συνάντησε σε ένα δείπνο με τον Σαρκοζί και της πρότεινε να παίξει σε μια ταινία του, θαμπωμένος από την ομορφιά της- ένα μικρό ρόλο, γνωρίζοντας τις υποχρεώσεις της. Εκείνη δέχτηκε με χαρά και όπως του είπε αργότερα, το έκανε για να λέει στα παιδιά και τα εγγόνια της πως είχε την τιμή να παίξει σε μια ταινία του Γούντι Άλλεν. Η Μπρούνι δεν βρίσκεται στις Κάννες (άλλωστε ο ρόλος της είναι όντως μινόρε) αλλά έχει δει το φιλμ και έμεινε απόλυτα ικανοποιημένη από τον εαυτό της και από το σύνολο. Σχολιάζοντας την ταινία πριν ξεκινήσει το φεστιβάλ, ο εκλέκτορας Τιερί Φρεμό υπεράσπισε την επιλογή του λέγοντας πως είναι ζεστή ερωτική επιστολή του Γούντι στο Παρίσι. Είχε δίκιο. Δεν είναι η καλύτερη ταινία του αλλά καταφέρνει να συνδυάσει το μαγικό ρομαντισμό που αποτελεί μέρος του έργου του (Η Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού, για παράδειγμα) με την προσωπική περιπέτεια ενός συμπαθούς, καλλιτεχνίζοντος, ρηχού διανοούμενου, και το ερωτικό σκίρτημα που γεννάει η πόλη και η αμφιβολία. Σ υγχωρεμένα τα κλισέ του, γλυκιά η τουριστική ματιά του στην πόλη που ασυνθηκολόγητα αγαπά, ευκολόπιοτα τα γυρίσματα στην πλοκή της ταινίας του. Υπάρχει μια τόσο λεπτή, δαντελένια στη λεπτομέρεια της σκηνή στην ταινία, για όποιον παρακολουθήσει προσεκτικά: ο Όουεν Γουίλσον, ο συγγραφέας, είναι για πρώτη φορά καλεσμένος στο όνειρο της ζωής του και όταν το διαπιστώνει, σε ένα κοντινό πλάνο, μοιάζει να το αποδέχεται με χαρά και συγκίνηση, σαν ένα παιδί που παρακολουθεί με ορθάνοιχτα μάτια το ωραιότερο θέαμα, και αφήνεται στο ρυθμό της μουσικής του. Από έναν σκηνοθέτη κοντά στα 80 που κυνικά πιστεύουμε πως τα έχει δει και τα έχει κάνει όλα πλέον, μπράβο του που μπορεί να διακρίνει την εσωτερική χαρά, έστω και μερικά δευτερόλεπτα.

"Η Ωραία κοιμωμένη": ο μετα-φεμινισμός της Τζούλια Λι

Υπό την αιγίδα της Τζέιν Κάμπιον, η σκηνοθέτις Τζούλια Λι έκανε το ντεμπούτο της στις Κάννες με την Ωραία Κοιμωμένη, μια παράξενη οδύσσεια μις νέα κοπέλας, όμορφης και ασάλευτης, η οποία φοιτά, δουλεύει όπου μπορεί, ζει μοναχικά και διάσπαρτα, και αποφασίζει να εντατικοποιήσει την πορνεία στην οποία έχει περιπέσει, αναλαμβάνοντας το ρόλο της κοιμωμένης (ουσιαστικά ναρκωμένης από ισχυρή δόση ναρκωτικών). Κατά τη διάρκεια του τεχνητής αφασίας της, πλούσιοι γέροι, οι ανάποδοι πρίγκιπες ενός άσχημου παραμυθιού, χρησιμοποιούν το διάφανο λευκό κορμί της, ενώ εκείνη φυσικά δεν θυμάται τίποτε. Πρόκειται για μια πολύ ελλειπτική αλληγορία της ζωής και του θανάτου, με ηρωίδα μια γυναίκα που ζει κάνοντας πολλά για να επιβιώσει (θεωρητικά ενεργητικά συνεπώς) αλλά χωρίς ζωή και ικμάδα, δίχως διάθεση και ζωηράδα, υπνοβατώντας κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι δυο κοντινοί της άνθρωποι είναι η αλκοολική μάνα της, την οποία αποφεύγει, και ένας άνδρας, ο οποίος βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του αλκοολισμού. Κλινική κινηματογράφηση, όμορφη και αδιάφορη, από μια αθόρυβη φεμινίστρια, που ενδεχομένως καταδεικνύει πως το πάλαι ποτέ κραταιό κίνημα δεν κατέκτησε όσα είχε επιθετικά διεκδικήσει και κατέληξε σε μια ρομποτική υποταγή, ικανή να αφυπνιστεί μόνο στη θέα του θανάτου. Αμέσως μετά την προβολή της, η ταινία έφερε τους θεατές της αίθουσας Debussy, κυρίως δημοσιογράφους, σε αμηχανία. Δυο-τρία χειροκροτήματα, μερικά χιουχαϊτά, και αποχώρηση σιωπηλή, αλλά όχι κατανυκτική.

Ο Μπερτολούτσι κοιτάζει μπροστά

Καλεσμένος από το φεστιβάλ, ο πρώτος τιμώμενος με Χρυσό Φοίνικας για το σύνολο του έργου του, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αισθάνθηκε ιδιαίτερα χαρούμενος που το σώμα του Φεστιβάλ, κι όχι απλά μια κριτική επιτροπή, τον επιλέγει και τον βραβεύει, κι απολογήθηκε στους δημοσιογράφους που δεν είχε κάτι φρέσκο για να συζητήσει, καθώς δεν ετοιμάζει καινούρια ταινία. Σημασία έχει πως βρίσκεται εδώ και είναι καλά, έστω και σε αναπηρικό καροτσάκι, μιας και υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, ευτυχώς όχι πολύ σοβαρό, λίγες εβδομάδες πριν. Μαγεμένος από το Avatar και την τρισδιάστατη τεχνολογία, ο Ιταλός καλοβλέπει την πιθανότητα να πειραματιστεί με το φορμάτ- γιατί όχι, αφού οι δυο βετεράνοι Γερμανοί, ο Βέντερς και ο Χέρτσογκ, μάλλον διέσωσαν την τιμή του 3D από τη λαίλαπα των καρτούν και της κακής χρήσης από τις περιπέτειες με μυθολογικούς ήρωες. Μίλησε για τις συμμετοχές του στις Κάννες, τη χαμένη ευκαιρία να πάρει κανονικό Χρυσό Φοίνικα με το 1900 (προτίμησε να το φέρει εκτός συναγωνισμού), τον γενναιόδωρο Μπράντο που έβγαλε τα σώψυχα του στο Τανγκό, τη σεξουαλικότητα και το σινεμά, τη διάθεση της νέας γενιάς του ιταλικού σινεμά να απαντήσουν σε οντολογικά ερωτήματα για την Τέχνη και να κάνουν ωραίες ταινίες, και στον Κομφορμίστα που θα παιχτεί εδώ σε αποκατεστημένη κόπια, λέγοντας πως αν κάτι χρειάζεται αποκατάσταση είναι η υγεία του!

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News