And when you walk around the world, babe,
You said you'd try to look for the end of the road,
You might find out later that the road 'll end in Detroit,
Honey, the road 'll even end in Kathmandu.
You only gotta do one thing well to make it in this world, babe:
Janis Joplin, Cry Baby
“Πού πήγες αυτή τη φορά;” είναι η αφετηρία πολλής διαλογικής φαγωμάρας με τον καλό φίλο Εμμανουήλ. Θα απαντήσει “Στις Άνδεις!” θα απορήσω “Με τι λεφτά ρε _____;” μέχρι να πει αόριστα “Σκέπτεσαι εντός συστήματος. Σκέψου για λίγο έξω από αυτό! Δεν χρειάζεται μονέδα για να πάρεις τους δρόμους ρε! Ξεκόλλα! Ζήσε το!” Δεν θα πεισθώ, θα θέλω να του ρίξω φάπα, αλλά φίλοι είμαστε, μια βρισιά ακόμη και λίγη ρακή θα αποτρέψουν την βιαιοπραγία.
Όμως με το βιβλίο του Δημήτρη Μαμάκου “νομαδικόν” πείσθηκα! Ετών τριάντα πέντε, επιχειρών και αεικίνητος, ο συγγραφέας βιώνει το κοινό αδιέξοδο: το πρόγραμμα σου λέει “να έχεις” αντί “να είσαι”. Δεν οδηγεί πουθενά. Η επιχείρηση όπου εργάζεται πάει καλά, αλλά δεν τον εκφράζει. Κάθε όνειρο φράσσει. Μια νέα αρχή χρειάζεται, ένα φάρμακο για την ψυχή του.
Και τι κάνει; Απλώς ανοίγει την πόρτα και πάει! Αυτό είναι, απλό! Τα βρόντηξε. Κι έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Τα δεδομένα της καθημερινότητάς του ανατρέπονται. Τα βασικά, το νερό, η τροφή, η στέγη τώρα είναι ζητούμενα.
Με την ιδιοσυγκρασία ενός παλιού πλάνητα, ο Μαμάκος ανακαλύπτει το Νεπάλ και την Ινδία. Μέσα από ενδελεχείς περιγραφές και αφηγήσεις άλλων ταξιδευτών αναγιγνώσκουμε στο ημερολόγιο δρόμου του, κάτι περισσότερο από πραγματώσεις ενός τρελού ονείρου. Γίνεται και χωρίς συνεχή επικοινωνία και διαδικτυακή σύνδεση. Μπορεί να ζήσει κανείς μαζεύοντας καρπούς από το δάσος. Ναι, ο άνθρωπος στο άστυ είναι εγωιστής και βαυκαλίζεται πως μόνος του τάχα είναι στον πλανήτη. Πλανιέται, αντί να περιπλανηθεί. Στον βωμό της δικής του ευημερίας, η αδηφαγία του Εγώ πληγώνει την ευημερία του πλανήτη. Άλλος τρόπος ζωής; Ναι, φαινομενικά αδύνατος, όμως τόσο δυνατός.
Πλην όμως βαίνουν γραμμικά όλα στα περίχωρα του Κατμαντού; Ένας απλός άνθρωπος καθώς ανεβαίνει στην άβατη κορφή Αναπούρνα θα την βγάλει καθαρή; Τελείως;
Όχι. Διαρκώς προκύπτουν νέες περιπέτειες. Ανατροπές και κίνδυνοι. Βίαιοι μπαρμπέρηδες στην Ποκάρα. Ένας αδιάφορος οδηγός λεωφορείου τον εγκαταλείπει στη μέση του πουθενά. Ένα πουθενά, εξωτικό και οικείο. “Μια λόξα νεανική” που ποτέ δεν θα περάσει. Μήπως κι αν δεν έκανε το ταξίδι, δεν θα βάδιζε προς το άγνωστο; Απλώς εδώ ανακαλύπτει.
Την απορία του μέσου αναγνώστη συμμερίζεται ο ταξιδευτής Μαμάκος. Με έκπληξη γνωρίζει αυτούς τους τρελούς ανθρώπους του δρόμου και του ωτοστόπ, που εργάζονται όπου βρουν και “όπου γης και πατρίς”. Συμμερίζεται τη γνώριμη ανία τους, αλλά διερωτάται “Πώς;”. Τη συναρπαστική απάντηση δίνει το ημερολόγιο: Έτσι!
Με διαρκή εξέταση των ορίων του ανθρώπου, με ανίχνευση του απεριόριστου των δυνατοτήτων. Κι όταν έρχεται ο κίνδυνος; Όταν στη μέση της ζούγκλας, χωρίς οδηγό, ταξιδεύοντας κατά το δυνατόν φθηνότερα, νυχτώνει, κώνωπες επιτίθενται, χάνεσαι, τι κάνεις; Γελάς, βρίσκεις τον δρόμο και επιβιώνεις.
Παιδί της πόλης και ο αφηγητής, φοβάται. Αλλά προσαρμόζεται και συνεχίζει. Δίχως πυξίδα. Δίχως καβάτζα. Στα κουτουρού και μαθαίνοντας. “Πόση ώρα έχω να δω άνθρωπο; Γιατί είμαι μόνος; Τι δουλειά έχω εδώ πάνω;” μονολογεί ζαλισμένος με το σακίδιο πεσμένο στις λάσπες, έτοιμος να τα φτύσει. Τελικά καλύτερα έτσι ή “στην Αθήνα… στα νυχτερινά της κέντρα. Στις διακοσμήσεις που έχουν κοστίσει περιουσίες, στριμωγμένος ανάμεσα σε μια θάλασσα ομοίων, νωθρός, εξαντλημένος από το βάρος περίπλοκων και ανήσυχων σκέψεων, πειθήνια υποταγμένος σε έναν ανθρωποφάγο κώδικα του δήθεν καθωσπρέπει. Αβοήθητος, μελαγχολικός, διψασμένος για μια ικανοποίηση που δεν λέει να ζυγώσει”; Όχι. Καλύτερα εκεί, κάτω από τα τεράστια δέντρα.
Εκεί, οι αναστολές αναστέλλονται, εκεί κατοικεί η χαρά στην ψυχή του ανθρώπου, χωρίς τον θολό πέπλο ομίχλης που επιβάλλει ο νους. Ειδικά όταν ο νους οδηγείται από το “Κατανάλωσε” της πόλης.
Ο συγγραφέας τα δίνει όλα αυτά εκ του μηδενός και χωρίς διδακτισμό. Δεν σου λέει “κάνε το”. Μα οι λέξεις στις σελίδες σε ξεσηκώνουν για μια άλλη ζωή, πιο ανθρώπινη. Θα διαβάσεις για τον άδικο βίο που διάγουν οι Άθλιοι της Ινδίας. Αλλά θα δεις και τι ήρεμοι είναι παρ' όλα αυτά. Θα ενοχληθείς από το πώς οι κάστες λειτουργούν υπό την επίβλεψη του «πράσινου» ιδιοκτήτη εταιρίας βιοδυναμικής καλλιέργειας. Αλλά θα συνειδητοποιήσεις ότι είναι δικαιότερος των χαρτογιακάδων.
Το αχαλίνωτο αυτό ταξίδι αυτογνωσίας δεν αλλάζει μόνο τον ταξιδευτή Μαμάκο, αλλά και τον αναγνώστη. Γιατί εντέλει, το “σκυλί που αλυχτάει χορτασμένο και μελαγχολικό στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας” το ξέρουμε. Ο άνθρωπος της πόλης που κατήντησε μη πολιτικό ον. Δεν συμμετέχει πουθενά. Όχι στα κοινά, σε τίποτε. Αντί να ερωτευθεί, θεάται ερωτικών σεναρίων και δεν τα κοινωνεί. Κι ίσως μια μέρα, αυτό το σκυλί στο μπαλκόνι, να βγει στο πάρκο, να ανέβει στην ταράτσα και να αρχίσει να αλλάζει τη ζωή του όπως προτείνουν οι bostanistas! Μπορεί να μην αλλάξουν όλα, αλλά κάτι μένει. Με χιούμορ και εμπειρική καταγραφή, ο συγγραφέας αφηγείται για τη “Γη της Θεραπείας”, θεραπεύει εαυτόν αλλά και αναγνώστη.
Το 30% των εσόδων από τις πωλήσεις του βιβλίου δίδονται ως δωρεά στον Σύλλογο Φίλων της Εκπαιδευτικής Waldorf. Τελικά όμως, αλλού κατευθύνεται η δωρεά του βιβλίου: προς τον ίδιο τον αναγνώστη, ο οποίος, αν δεν φτάσει μέχρι τις μακρινές Ινδίες, διαβάζοντάς το σίγουρα θα βγει μέχρι τη γωνία και θα βλέπει τον κόσμο αλλιώς.
Το “νομαδικόν” του Δημήτρη Μαμάκου κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2012. Παρέσυρε με τις σελίδες του τους αναγνώστες δις, εν είδει αυτοέκδοσης και τώρα κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας και συνεχίζει το ταξίδι του στο http://nomadikon.com/.
*Ο Ηλίας Κολοκούρης σπούδασε κλασική φιλολογία και γλωσσολογία στην Αθήνα και είναι καθηγητής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News