Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1926. Σούρουπο. Ένας κύριος γύρω στα τριάντα, με ρεπούμπλικα, μονόκλ και καμπαρτίνα, στέκεται εμπρός στη βιτρίνα και μια κοιτάζει τα εκτεθειμένα χαλιά, μια το εσωτερικό του καταστήματος. Στο τέλος, ο Βαγγέλης σηκώνεται και του ανοίγει την πόρτα. Ο κύριος διστάζει. «Δεν έχω -ξέρετε- την πρόθεσι να αγοράσω κάτιτίς… Το χρόνο μου σκοτώνω απλώς, ωσότου να φθάσει η ώρα του δείπνου…» «Δεν πειράζει. Η επίδειξις είναι δωρεάν! Κι ο θαυμασμός σας εξασφαλισμένος!» χαμογελάει πλατιά ο Βαγγέλης. «Ελάτε, περάστε γιατί θα σας φάει το αγιάζι!» Ο κύριος επιτέλους μπαίνει και ο Βαγγέλης τον βοηθάει να βγάλει το καπέλο και το πανωφόρι του. «Δεν το περίμενα ότι θα βρούμε στην Ελλάδα τέτοιο παγετό…» «Από πού έρχεστε;» «Από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αδάμ Αττώνης, ονομάζομαι.» Ο Βαγγέλης τού δίνει το χέρι κι ευθύς αρχίζει να του ξεδιπλώνει χαλιά, παινεύοντάς τα σάμπως να τα έχει υφάνει ο ίδιος. Ο Αττώνης συγκατανεύει στην «άριστη ποιότητα» και στην «άφθαστη τεχνοτροπία» τους – είναι ωστόσο ολοφάνερο ότι το κάνει τυπικά. Απείρως περισσότερο τον κεντρίζει ο πωλητής παρά το προϊόν.
«Τόσο νέος και τόσο φθασμένος!» τον κομπλιμεντάρει άγαρμπα. «Ένας απλός υπάλληλος είμαι…» σεμνύνεται ο Βαγγέλης. «Βρισκόμαστε με την σύζυγό μου εις τας Αθήνας για μήνα του μέλιτος. Κι έχουμε ανάγκη από έναν ξεναγό… Κάποιον με το δικό σας esprit, με τη δική σας joie de vivre…» «Με κολακεύετε όμως κι εγώ από αλλού βαστάω. Πρόσφυγας έφτασα εδώ…» «Εδώ μένετε πάντως… Τα κατατόπια θα τα παίζετε στα δάχτυλα… Τα φίνα μέρη…»
Ο Βαγγέλης συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει κανένα απολύτως «φίνο μέρος». Δυόμισι χρόνια τώρα στην Αθήνα και δεν έχει πατήσει το πόδι του ούτε σε ταβέρνα. Η μοναδική διασκέδαση που επιτρέπει στον εαυτό του είναι ο κινηματογράφος. Δύο φορές το μήνα απολαμβάνει κωμωδίες και μελοδράματα, αμερικάνικα και γαλλικά κατά προτίμησιν, στο σινέ «Αττικόν». Παλιότερα πήγαινε με την Αναϊς. Τώρα παίρνει μαζί του την αδελφούλα του την Λουκία, η οποία γουρλώνει τα μάτια της με τους «αστέρες» και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός…
«Εννοείται πως θα αποζημιωθείτε για τον κόπο σας» συνεχίζει το ψηστήρι ο Αδάμ Αττώνης. Δεν αμφιβάλλει πλέον ο Βαγγέλης πως κάποιο λάκκο έχει φάβα. Μα του έχει εξαφθεί για τα καλά η περιέργεια. «Πώς όμως να αφήσω το αφεντικό μου;» ρωτάει, τον εαυτό του βασικά. «Μην σας απασχολεί!» τον καθησυχάζει ο Αδάμ Αττώνης. «Θα σάς εξασφαλίσω εγώ άδεια από την εργασία σας. Αλήθεια, είστε ύπανδρος; Αρραβωνιασμένος;» «Ελεύθερος…» «Λαμπρά! Θα μας κάνετε την τιμή να δειπνήσετε απόψε μαζί μας;»
Έτσι διέσχισε ο Βαγγέλης το κατώφλι της «Μεγάλης Βρεττανίας» και βρέθηκε σε μίαν αίθουσα με πολυέλαιους, πιάνο με ουρά και σερβιτόρους με λιβρέες. Ο Αδάμ Αττώνης τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση να επιλέξει ανάμεσα σε εδέσματα τα οποία όχι απλώς δεν είχε ξαναδοκιμάσει μα δεν είχε καν ξανακούσει: «Αντρεκότ Μπορντολέζ», «Ταρτάρ δυο σολομών με σπαράγγια και τρούφες», «Φιλέ ταρτάρ»… Ο μαιτρ επισκέφθηκε το τραπέζι τους και τούς πρότεινε ένα αφρώδες ρώσικο κρασί -«καλύτερο κι απ’ τις καλύτερες γαλλικές σαμπάνιες»- από τον τρύγο του 1906. «Εξαιρετικό έτος το έξι για τους αμπελώνες της Οδησσού…» ρουθούνισε νοσταλγικά. «Το 1906 γεννήθηκα κι εγώ» είπε ο Βαγγέλης για να πει κάτι, αμέσως όμως το μετάνιωσε – η φράση του τού ακούστηκε από περιττή έως βλακώδης. Συνέφερε ωστόσο την κυρία Αττώνη από τον μπλαζέ της ρεμβασμό. Zωήρεψε επιτέλους το γλαρό της βλέμμα. «Ειλικρινώς; Δείχνετε ακόμα πιο νεαρούλης! Σας περνάω λοιπόν μόλις τρία χρόνια… Θα πιείτε ένα τσιγάρο ώσπου να έρθουν τα hors d’oeuvre;» του έτεινε τη χρυσή ταμπακέρα της. Ο Βαγγέλης δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι η βαμπ με το κατακόκκινο στόμα, τις τέλειες μπούκλες και το γουνάκι κάπως ατημέλητα ριγμένο στους γυμνούς της ώμους δεν είχε συμπληρώσει τα εικοσιπέντε. «Τη μεγαλώνουν το κραγιόνι και οι πούδρες…» συνεπέρανε. «Ακόμα και η ελιά στο μάγουλό της μπορεί να ’ναι ζωγραφιστή…»
Το δείπνο κύλησε ανάλαφρα μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο Βαγγέλης έπαιρνε, λες, συνέντευξη από τους νιόπαντρους – τέτοιο ενδιαφέρον έδειχνε σχετικά με τη ζωή στην Αίγυπτο που θα πειθόσουν ότι σκόπευε άμεσα να μεταναστεύσει. Στις δικές τους ερωτήσεις απέφευγε να απαντάει συγκεκριμένα. Όμως κι εκείνοι δεν επέμεναν. Σαν να έλυναν όλες τις απορίες τους απλώς παρατηρώντας τον. «Θα γίνεις συνεπώς ο ξεναγός μας εις τας Αθήνας;» επανέφερε την πρόταση του ο Αδάμ Αττώνης στο τέλος της βραδιάς. «Μετά χαράς να γινόμουν. Δεν έχω όμως ελεύθερο χρόνο όπως σας εξήγησα…» «Μέχρι μεθαύριο θα το έχω αυτό ρυθμίσει» τον διαβεβαίωσε ο Αττώνης πατρικά. «Αύριο βράδυ θα απολαύσουμε θαλασσινά εις στο “Ακταίον”!»
Εκεί, στο αγλάισμα του φαληρικού δέλτα, στο εστιατόριο του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου, το οποίο χωριζόταν σε μικρά δωμάτια –«σεπαρέ» (οι σερβιτόροι έκλειναν διακριτικά την πόρτα και οι συνδαιτυμόνες τούς καλούσαν πατώντας ένα κουδούνι)- εκεί, πάνω από το άδειο κέλυφος ενός θηριώδους αστακού, εξιχνιάστηκε επιτέλους ο κεραυνοβόλος ενθουσιασμός των Αλεξανδρινών για τον πρόσφυγα.
«Συμβαίνει κάτι κάπως ιδιαίτερο με εμάς τους δύο…» ξεκίνησε διστακτικά ο Αδάμ ενώ η Κλαίρη τον ενεθάρρυνε με το βλέμμα. «Είμαστε, όπως ξέρεις, παντρεμένοι –νιόπαντροι- όμως δεν διατηρούμε σχέσεις. Σαρκικές σχέσεις εννοώ…» «Γιατί;» ρώτησε αφελέστατα ο Βαγγέλης. «Ας πούμε ότι έχουμε διαφορετικά γούστα…» «Ας πούμε ότι στον Αδάμ δεν αρέσουν οι γυναίκες…» το έκανε πιο σαφές η Κλαίρη, δίχως στο πρόσωπό της να διακρίνεται ίχνος πικρίας. «Εν πάση περιπτώσει, εμείς έτσι ζούμε. Και τα περνάμε, όπως ήδη θα ’χεις διαπιστώσει, έκτακτα. Ειδυλλιακά…» Ο Βαγγέλης χαμογέλασε αμήχανα. «Υπάρχει ένα και μόνο πρόβλημα… Οι γάμοι δημιουργούν προσδοκίες… Όταν δε είσαι ο μοναχογιός μιας πλούσιας οικογένειας, οι προσδοκίες γίνονται απαιτήσεις… Πρέπει –έχεις την υποχρέωση- να φέρεις στον κόσμο έναν διάδοχο. Κάποιον που θα κληρονομήσει το όνομα και την περιουσία του πατρός σου… Με αντιλαμβάνεσαι;» «Μάλιστα…» είπε ο Βαγγέλης. «Εκεί ακριβώς ξεκινά ο δικός σου ο ρόλος…» μπήκε στο ψητό ο Αδάμ Αττώνης. «Επιστρέφοντας από το ταξίδι του μέλιτος, θα αποτελούσε ευχής έργον η Κλαίρη να εγκυμονεί. Δεν φαντάζεσαι πόση χαρά θα έπαιρναν οι δικοί μας αλλά και σύσσωμη η ελληνική μας παροικία, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας μη εξαιρουμένου. Καθώς λοιπόν εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, θα σε παρακαλούσαμε να αναλάβεις εσύ το καθήκον της γονιμοποίησης. Με το αζημίωτο ασφαλώς!» «Δηλαδή;» έμεινε ο Βαγγέλης άναυδος. «Ε όχι και καθήκον!» ψευτοθίχτηκε η Κλαίρη. «Εσύ, Αδάμ μου, μπορεί περί άλλα να τυρβάζεις μα ο νεαρούλης δεν θα περάσει κι άσχημα μαζί μου!» «Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς ζητάτε από μένα…» Ο Αττώνης τότε απευθύνθηκε στον Βαγγέλη σε επαγγελματικό, αυστηρό σχεδόν, ύφος: «Θα καθίσουμε στην Αθήνα τρεις ακόμα μήνες. Σου προτείνουμε αυτό το διάστημα να πλαγιάζεις με την Κλαίρη.
Εφόσον την καταστήσεις έγκυο, θα σε ανταμείψουμε με το ποσόν των πέντε χιλιάδων χρυσών λιρών Αγγλίας. Εννοείται ότι μετά την αναχώρησή μας δεν θα διατηρήσουμε καμία απολύτως επαφή. Συμφωνείς;» «Και για ποιο λόγο διαλέξατε εμένα;» «Δεν είναι οφθαλμοφανές;» χαμογέλασε ο Αττώνης. «Διότι μοιάζουμε, φίλε μου! Μοιάζουμε τόσο, ώστε κανένας να μην αμφιβάλλει πως το παιδί σου είναι δικό μου!» Ο Βαγγέλης περιεργάστηκε για πρώτη φορά τον Αδάμ Αττώνη και παραδέχθηκε πως -μολονότι επρόκειτο για λιμοκοντόρο ολκής- τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους ήταν πολύ παρόμοια.
Εάν γνώριζε τη σχέση αίματος του πατέρα του με τον διάκο που τον είχε καταστρέψει, πιθανόν ο Βαγγέλης να αντιδρούσε διαφορετικά. Η πρόταση του ζεύγους Αττώνη ίσως να τον τρομοκρατούσε. Ίσως και να τον έτρεπε σε φυγή. Τώρα απλώς τον αποσβόλωσε. Καπνίζοντας ένα αρωματικό αιγυπτιακό τσιγάρο, κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ και να δει τα πράγματα κάπως πιο καθαρά. Τι του ζητούσαν στην ουσία; Να πουλήσει το σπέρμα του. Και μάλιστα σε τιμή αστρονομική. Πέντε χιλιάδες λίρες θα άλλαζαν για πάντα τη μοίρα τη δική του και της οικογένειας του. Θα τους απελευθέρωναν οριστικά από τη φτώχεια κι από την αγωνία για το αύριο. Και τι έπρεπε να κάνει; Να γκαστρώσει την κυρία και στη συνέχεια να ξεχάσει το όλο περιστατικό… Δεν ήταν δα και άσχημο κομμάτι η Κλαίρη, τουναντίον.
Είχε μία σκληρότητα στη φάτσα και στο ύφος της όμως πολλά αρσενικά θα πλήρωναν για να την έχουν στο κρεβάτι τους… Η πρόταση τού είχε φανεί αρχικά αλλόκοτη, ανήθικη… ανήθικη; με βάση ποια, στα αλήθεια, ηθική; Στο κάτω-κάτω θα ’δινε χαρά σε δύο συνανθρώπους και στις οικογένειες τους, ας μην ξεχνάμε δε και την παροικία Αλεξανδρείας, σάρκασε από μέσα του. Όσο για το παιδί που ο ίδιος δεν θα γνώριζε ποτέ, θα το μοσχαναθρέφανε και θα το προίκιζαν με τις καλύτερες προοπτικές…
Το ζεύγος δεν περίμενε το ρητό «δέχομαι» του Βαγγέλη. Ένα αχνό μειδίαμά του άρκεσε για να ενθουσιαστούν. Η συμφωνία επισφραγίστηκε με ένα αυτοσχέδιο τελετουργικό: Ήπιαν και οι τρεις από το ίδιο ποτήρι, το οποίο ύστερα ο Αδάμ Αττώνης –μεθυσμένος- εκτόξευσε «για γούρι» και το ’κανε θρύψαλα πάνω στη δρύινη πόρτα του σεπαρέ. «Αύριο να πάω στη δουλειά μου;» ρώτησε ο Βαγγέλης. «Όχι βέβαια! Θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου…» «Κάλλιο να αποφύγουμε τους κουτσομπόληδες της γειτονιάς… Θα σας περιμένω λίγο παρακάτω, στο προαύλιο της Αγίας Ελεούσας…»
Αν εξαιρέσεις μια ταπεινωτική εξέταση στο Νοσοκομείο Αφροδισίων Νοσημάτων –«συγχώρα με αλλά δεν παίρνουμε γουρούνι στο σακί…» απολογήθηκε ο Αδάμ- μονάχα κόκκινο χαλί που δεν έστρωσαν στον Βαγγέλη.
Το ζεύγος είχε εγκατασταθεί σε μια δίπατη βιλίτσα στους Αμπελόκηπους, που τότε ήτανε σχεδόν εξοχικό προάστιο. Είχανε κουβαλήσει από την Αίγυπτο όλη τους την οικοσκευή -από σερβίτσια έως κουρτίνες- καθώς και δύο μαύρους υπηρέτες τον γιγαντόσωμο Μεχμέτ και την «κόνα» Λεϊλά, που στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν. Έξω απ’ το σπίτι άραζε μέρα-νύχτα ένα ταξί. Μόλις το έπαιρνε ο κύριος, το αντικαθιστούσε ένα δεύτερο ταξί, για την περίπτωση που θα ’θελε να ξεπορτίσει και η κυρία. Η νυφική παστάδα βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Ο Αττώνης παρέδωσε τον Βαγγέλη στην Κλαίρη κι έσπευσε να ετοιμαστεί για να βγει τσάρκα. «Θα είμαι διακριτικότατος μαζί σας…» τους διαβεβαίωσε. «Όποτε θα διανυκτερεύω στο σπίτι, θα κοιμάμαι στην κάμαρη του ισογείου. Αν και έχω πιάσει κι ένα δωμάτιο στο Hotel Exelsior…»
Η Κλαίρη ανακλαδίστηκε στον καναπέ. Φορούσε μια πολύ κοντή μεταξωτή κινέζικη ρόμπα. Από μέσα τίποτα. «Εμείς οι γυναίκες της Ανατολής» ενημέρωσε τον Βαγγέλη «Χριστιανές και Μουσουλμάνες, έχουμε μια συνήθεια: Εκτός από τα μαλλιά και τα φρύδια, δεν αφήνουμε άλλη τρίχα σε όλο μας το σώμα… Ελπίζω να μην σε ενοχλεί αυτό…» «Όχι, καθόλου» την καθησύχασε εκείνος. «Θέλεις ένα λικέρ;» «Δεν είναι πολύ νωρίς για αλκοόλ;» «Μάλλον…» παραδέχτηκε η Κλαίρη κοιτάζοντας το χρυσό ρολογάκι που κρεμόταν ανάμεσα στα βυζιά της.
Το τρίδιπλο κρεβάτι με τον ουρανό τούς περίμενε, στρωμένο και σπαρμένο με πεντέξι βελούδινα μαξιλάρια που ενδεχομένως θα τους χρησίμευαν στην πράξη. Όμως και οι δύο τους κρατούνταν σε απόσταση αμηχανίας. Η όποια οικειότητα αναπτυσσόταν μεταξύ τους τις προηγούμενες μέρες έμοιαζε τώρα να έχει εντελώς εξανεμιστεί.
Ο Βαγγέλης θυμήθηκε αίφνης μιαν εικόνα από τα πολύ παιδικά του χρόνια: Οι κτηνοτρόφοι των Μουδανιών είχαν νοικιάσει όλοι μαζί –πληρώνοντάς τον αδρά- τον πιο βαρβάτο ταύρο της Προύσας για να τους γονιμοποιήσει τις δαμάλες. Τον είχε τόσο «μη στάξει και μη βρέξει» τον επιβήτορα ο ιδιοκτήτης του ώστε δεν είχε επιτρέψει καν να ταλαιπωρηθεί στο χωματόδρομο. Μέσα σε κάρο που το έσερναν δυο βόδια (δυο ευνούχοι δηλαδή του είδους του) είχε διανύσει την απόσταση και είχε ξεπεζέψει στην πλατεία για να τον καμαρώσει όλο το χωριό προτού τον οδηγήσουν στις νύφες. «Πάμε να δούμε το θεριό!» είχε πάρει απ’ το χέρι τον Βαγγέλη ο πατέρας του. Πράγματι επρόκειτο περί θηρίου. Ένα μπόι αντρικό απείχε η ραχοκοκαλιά του από το έδαφος. Το τρίχωμά του -μαύρο και στιλπνότατο- γυάλιζε στον ήλιο. Το κεφάλι του ταύρου έμοιαζε με πελώριο αμόνι που πάνω του θα λύγιζε και το σκληρότερο μέταλλο. Απ’ τα ρουθούνια του έβγαινε υγρή ζεστή ανάσα, λες και τα σωθικά του κόχλαζαν. Μια χοντρή αλυσίδα στο σβέρκο του κι άλλη μια περασμένη γύρω από την κοιλιά του τον ακινητοποιούσαν. Ο κόσμος που κρατιόταν αρχικά σε απόσταση ασφαλείας, ξεθάρρευε βαθμιαία και τον κοντοζύγωνε. Αγγίζοντάς τον θα κέρδιζαν –σύμφωνα με την πρόληψη- οι άντρες μεν δύναμη, οι δε γυναίκες γονιμότητα. «Πιάσ’ τον κι εσύ απ’ τα κέρατα!» είπε ο πατέρας στον Βαγγέλη και –δίχως να τον ρωτήσει- τον σήκωσε ψηλά. Σχεδόν τρέμοντας απ’ το φόβο του το πεντάχρονο αγοράκι, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το θηρίο. Και τότε δοκίμασε την πρώτη ίσως μεγάλη έκπληξη της ζωής του: Το βλέμμα του ταύρου από τόσο κοντά δεν είχε τίποτα το απειλητικό ή έστω το επιβλητικό. Ανέδιδε μια βαθιά μελαγχολία. Μια οριστική παραίτηση. Όχι από τρόμο μα από οίκτο ο Βαγγέλης έβαλε τα κλάματα.
«Δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις!» έδιωξε με μια νευρική κίνηση του χεριού την ανάμνηση. Στο μεταξύ, η Κλαίρη κούρδιζε το γραμμόφωνο. Σε ένα ράφι πλάι στο παράθυρο υπήρχαν καμιά εικοσαριά «πλάκες» -βαριοί και εύθραυστοι δίσκοι των εβδομηνταοχτώ στροφών, που η αγορά τους ξεπερνούσε το βαλάντιο του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. «Σ’ αρέσει η “Βιολετέρα”;» τον ρώτησε διαλέγοντάς την και ο Βαγγέλης έγνεψε καταφατικά, αν και δεν ήταν διόλου βέβαιος ποιο τραγούδι εννοούσε. «Ας τη χορέψουμε λοιπόν!» είπε η Κλαίρη κι ακούμπησε τη βελόνα στο αυλάκι της πλάκας. Μόλις βγήκαν απ’ το χωνί οι πρώτες νότες, έκανε δυο στροφές γύρω από τον εαυτό της και στάθηκε μπροστά του, με το κορμί της στην εναρκτήρια στάση του ταγκό. Ο Βαγγέλης δεν σκάμπαζε γρι από αργεντίνικες φιγούρες. Έτσι σηκώθηκε μα αντί να τη λικνίσει, τη γράπωσε απ’τη μέση και την πέταξε στο κρεββάτι. «Καλύτερα καβαλλάρης παρά καβαλλιέρος!» σκέφτηκε καθώς έμπαινε μέσα της…
Παρόλο που αφοσιώθηκαν αμφότεροι στην αποστολή τους, παρόλο που ο Αδάμ Αττώνης φρόντιζε να τους μπουκώνει με τις αφροδισιακότερες τροφές (βασιλικό πολτό, στρείδια και αχινοσαλάτες), ο πρώτος μήνας στάθηκε άγονος. «Μου ήρθε…» ανακοίνωσε με ηττημένο ύφος η Κλαίρη στο Βαγγέλη ενώ η κόνα Λεϊλά έφερνε –διακριτικά τυλιγμένα- τα πανιά για την περίοδό της. Ο Αττώνης δεν σχολίασε την αποτυχία αλλά ο Βαγγέλης νόμισε πως διέκρινε κάτι το επιτιμητικό στο βλέμμα του. «Λες να ’μαι στείρος; Χαντούμης;» ανησύχησε κι άρχισε να μετράει το χρόνο ανάποδα, πότε θα στράγγιζε το αίμα της Κλαίρης για να ριχτεί ακόμα ορμητικότερος στην κλινοπάλη.
Λίγες μέρες αργότερα, ένα απόγευμα που κείτονταν –μετά τη συνουσία- αποκαμωμένοι στο στρώμα, «πάμε να φύγουμε από εδώ!» τινάχτηκε ξαφνικά. «Εδώ είναι όλα αποστειρωμένα σαν σε νοσοκομείο. Με γαλλικά αρώματα, μεταξωτά και πορσελάνες, παιδί δεν πρόκειται να πιάσουμε στον αιώνα τον άπαντα! Και να σου πω και κάτι ακόμα; Εάν συνεχίσεις να με έχεις για αγγαρεία -εγώ να αγκομαχώ από πάνω σου κι εσύ απλώς να περιμένεις να τελειώσω- μην ελπίζεις…» «Πρέπει δηλαδή να σε ποθήσω κιόλας;» ρώτησε ξινισμένη η Κλαίρη. «Την ώρα εκείνη αν μη τι άλλο… Να νοιώσεις ότι σου κάνω έρωτα, δεν σου μεταγγίζω σπέρμα!»
Την άρπαξε σχεδόν απ’ το μαλλί και την οδήγησε σε ένα κακόφημο ξενοδοχείο, για ναυτικούς και για πουτάνες, στην Πειραϊκή. Στον Αττώνη είπαν ότι πήγαιναν εκδρομή στους Δελφούς, όπου ετοίμαζε ο ποιητής Σικελιανός κάτι γιορτές. Το κρεβάτι ήταν ξεχαρβαλωμένο, η κάμαρα μύριζε ιδρώτα και χασίσι, αντί για τουαλέτα είχαν ένα κατουροκάνατο που το άλλαζε ο θυρωρός πρωί και βράδυ. Είτε επειδή φοβόταν εκεί μέσα, είτε επειδή είχε απελευθερωθεί από το περιβάλλον της, είτε απλώς εξαιτίας του κρύου που διαπερνούσε τους ασοβάντιστους τοίχους, η Κλαίρη σφίχτηκε για πρώτη φορά στην αγκαλιά του Βαγγέλη. Για πρώτη φορά τού μίλησε για τον εαυτό της, για τα πόσα είχε επενδύσει στο γάμο με τον Αττώνη. «Κοίτα να με γκαστρώσεις πριν σε ερωτευτώ…» του είπε στο τέλος αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Ειδάλλως θα καταστραφούμε και οι δύο…» «Κι αν σε γκαστρώσω και δεν σ’ αφήσω να φύγεις;» «Θες να καταδικάσεις το παιδί μας στη μιζέρια και στη φτώχεια; Δεν σε έχω για τόσο εγωιστή.»
Για κάποιο λόγο, η Κλαίρη θύμιζε στον Βαγγέλη ελιά, από εκείνες τις πράσινες και σαρκώδεις που όταν τις βγάζεις από το βαρέλι στάζουν λάδι. Ένοιωθε ότι συνέχεια τού γλιστρούσε, πως δεν μπορούσε να την ακινητοποιήσει και να την καρφώσει, φτάνοντας μέχρι κουκούτσι. Έπρεπε όμως. Τον είχε καταλάβει πλέον τέτοιο πείσμα, που αν μάθαινε ότι -όπως τα αλογάκια της Παναγίας, έτσι και η Κλαίρη- μόλις τη γονιμοποιούσε θα του έτρωγε το κεφάλι, δεν θα κοβόταν η ορμή του.
Την τρίτη νύχτα στον Πειραιά, ξύπνησε για να κατουρήσει. Στάθηκε έπειτα γυμνός μπροστά στο παράθυρο και κάπνισε αγναντεύοντας την πανσέληνο που αιωρούνταν πάνω από τη θάλασσα. Ένα πλοίο, ένας μεγάλος σκοτεινός όγκος, έμπαινε αργά στο λιμάνι. Στο πρώτο σφύριγμα τού αποκρίθηκαν γαβγίσματα εκατοντάδων γλάρων. Το δεύτερο μπερδεύτηκε με τη σειρήνα ενός εργοστασίου που καλούσε αχάραγα τους εργάτες για δουλειά. Το τρίτο ακούστηκε στον Βαγγέλη σαν σύνθημα, σαν το σινιάλο πως είχε φτάσει η στιγμή. Γύρισε την Κλαίρη ανάσκελα και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνη, δίχως να ανοίξει τα μάτια, τον τράβηξε στα έγκατά της.
Ο Αδάμ Αττώνης άφησε να περάσουν τέσσερις βδομάδες καθυστέρησης προτού κλείσει ραντεβού με τον καθηγητή της Μαιευτικής, ο οποίος διέγνωσε την εγκυμοσύνη της συζύγου του και τον συνεχάρη θερμά. Την ίδια κιόλας μέρα, παρέδωσε στον Βαγγέλη μια δερμάτινη τσάντα –ασήκωτη- μες στην οποίαν υπήρχαν εκατό μασουράκια, τυλιγμένα σε χαρτί με τη σφραγίδα μιας αιγυπτιακής τράπεζας. «Μέτρα τα. Σκίσε το αμπαλάζ και μέτρα τα φλουριά…» τον προέτρεψε. «Αλίμονο, σας εμπιστεύομαι!» είπε ο Βαγγέλης. «Χάρηκα που σε γνώρισα» τον αποχαιρέτησε ο Αττώνης διά χειραψίας. «Να μην πω “γεια” και στην Κλαίρη;» «Η κυρία έχει πλαγιάσει» ψύχρανε ξαφνικά. «Ο ιατρός τής συνέστησε να περάσει το πρώτο διάστημα της κύησης αναπαυόμενη σε ύπτια στάση και να αποφεύγει τις επισκέψεις… Μου ζήτησε να σου διαβιβάσω τις θερμότερες ευχές της…» Τον ξεπροβόδισε και διέταξε τον ταξιτζή να τον πάει στην Καλλιθέα.
«Μην με ρωτήσεις πού τα βρήκα και προπαντός μην μου πεις πού θα τα κρύψεις» παρήγγειλε ο Βαγγέλης στη μάνα του ακουμπώντας την τσάντα στο τραπέζι της κουζίνας. «Εσύ θα τα διαχειρίζεσαι για το όφελος των παιδιών σου.» Η γιαγιά μου ξετύλιξε ένα μασούρι και οι λίρες κύλησαν κατακίτρινες. «Τις έκλεψες;» γούρλωσε τα μάτια. «Τις κέρδισα με τον ιδρώτα μου, στο ορκίζομαι. Ας πούμε ότι πήρα πίσω την περιουσία μας, που έχασε ο μακαρίτης ο μπαμπάς στην Πόλη… Είμαστε ξανά νοικοκύρηδες. Όλα τα όνειρα μας μπορούν πλέον να πραγματοποιηθούν!» χαμογέλασε πλατιά.
Έτσι, θριαμβευτής και τροπαιοφόρος (ή μάλλον τρο-πεο-φόρος) ένοιωθε ο Βαγγέλης για τις επόμενες δυόμισι μέρες. Περπατούσε σφυρίζοντας, ρέμβαζε ατενίζοντας το μέλλον –χωρίς να βιάζεται να κάνει συγκεκριμένα σχέδια- επέτρεπε στον εαυτό του πρωτάκουστες πολυτέλειες, όπως να αγοράσει για το σπίτι ένα γραμμόφωνο –και φυσικά την πλάκα με τη «Βιολετέρα»- και να παραγγείλει δυο κοστούμια στον ακριβότερο ράφτη της Καλλιθέας. Την τρίτη μέρα, πήγε στον Αιμίλιο Λυχναράκη και υπέβαλε την παραίτησή του. Εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κρατήσει στο μαγαζί με τα χαλιά. Τού πρότεινε να τον βάλει συνεταίρο, τού πρόσφερε έπειτα το χέρι της θυγατέρας του. Ο Βαγγέλης αρνήθηκε ευγενικά. Υποκλίθηκε κι έφυγε, αφήνοντάς τον σύξυλο.
Αποφάσισε να πιει έναν καφέ στην «Αίγλη» του Ζαππείου, να συγχρωτιστεί με τη χρυσή νεολαία της Αθήνας, στην οποίαν αισθανόταν πλέον ότι ανήκει – όχι γιατί οι πέντε χιλιάδες λίρες ήταν κανένα αμύθητο ποσό αλλά επειδή τις είχε αποκτήσει με τέτοια άνεση, βασιζόμενος στο χάρισμά του αποκλειστικά. Υπάρχουν άνθρωποι που άμα τυχόν τούς πέσει μάννα εξ ουρανού, τρομοκρατούνται, ζαρώνουν περιμένοντας το χτύπημα της μοίρας που θα ισορροπήσει τα πράγματα. Ο πατέρας μου είχε την ακριβώς αντίθετη ιδιοσυγκρασία. Πίστευε ακράδαντα ότι η ζωή τού ανήκε. Και είχε πλέον μία τρανταχτή επιβεβαίωση.
Διασχίζοντας τον Βασιλικό Κήπο, άκουσε έναν κρότο κι ένοιωσε ένα κάψιμο στο αριστερό του αυτί. Ο δεύτερος κρότος τού το κατέστησε απολύτως σαφές: Κάποιος τον πυροβολούσε. Αντί να το βάλει στα πόδια, άρχισε να αναζητά τον επίδοξο δολοφόνο του. Πίσω του, στην αλέα του άλσους, δεν είδε παρά κάτι γκουβερνάντες που έσπρωχναν καρότσια με μωρά. «Πού κρύβεσαι, ρε κερατά;» κραύγασε και τότε ένα σπάσιμο κλαδιού τον έστρεψε προς τις πυκνές συστάδες των δέντρων. Χίμηξε, γδάρθηκε από τα αγκάθια μα τον γράπωσε από το λαιμό. Κατάπληκτος τον έσυρε στο χώμα και τον αφόπλισε από ένα σαρανταπεντάρι Smith and Wesson με ασημένια λαβή. «Μα τι κάνεις; Τι έκανες;» τον τραβούσε, να τον πνίξει, απ’ τη γραβάτα. «Δεν το καταλαβαίνεις;» ψέλλισε ο Αδάμ Αττώνης. «Ξέρεις το πιο μεγάλο μυστικό μου! Είσαι το πιο μεγάλο μου μυστικό! Πώς θα γινόταν να σε αφήσω ζωντανό;» «Και γιατί δεν με σκότωνες στο σπίτι σας στους Αμπελόκηπους;» «Δεν είχα αντιληφθεί πόσο επικίνδυνος μπορείς να γίνεις. Η Κλαίρη με έφερε στα σύγκαλά μου. Μου ’πε ότι θα μας εκβιάζεις μια ζωή…» «Μην μπλέκεις τώρα την Κλαίρη!» του άστραψε ένα χαστούκι. Κι όμως είχε την αίσθηση πως –μέσα στη βλακεία του- ο Αττώνης έλεγε την αλήθεια… «Και αν ακόμα σε έστειλε η Κλαίρη» πρόσθεσε κλωτσώντας τον στα αρχίδια «δεν είναι πως φοβόταν μην σας εκβιάσω! Είναι πως με έχει ερωτευτεί!»
Μια τέτοια συμπλοκή σε έναν τόσο πολυσύχναστο σημείο δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από την αστυνομία. Δυο χωροφύλακες με κλομπ τους χώρισαν και τους μετέφεραν στο τμήμα του Συντάγματος. Στην πρώτη σύντομη ανάκριση από τον αξιωματικό υπηρεσίας, ο μεν Βαγγέλης κατήγγειλε την απόπειρα δολοφονίας του, ο δε Αδάμ δήλωσε θρασύτατα ότι εκείνος, ο «άγνωστός του νεανίας», είχε προσπαθήσει να τον ληστέψει. «Καλά, θα τα εξηγήσετε στον κύριο διοικητή που επιστρέφει αύριο από τα Φάρσαλα…» αποποιήθηκε το βάρος της εξιχνίασης ο χοντρούλης που ίδρωνε μέσα στη στολή του υπενωματάρχη. «Τι ώρα να παρουσιαστούμε αύριο;» τον ρώτησε αφελέστατα ο Αττώνης. «Σιγά μην σας αφήσουμε να φύγετε!» κάγχασε και διέταξε ο ένας τους να κρατηθεί στην ταράτσα κι ο άλλος στο μπουντρούμι. Κουτρουβαλώντας τις σκάλες, ο Βαγγέλης άκουγε τον Αδάμ να τσιρίζει στους δεσμοφύλακες ότι δεν ξέρουν με ποιόν έχουν να κάνουν και πως θα βρούνε μεγάλο μπελά . Τον κλείδωσαν ύστερα μέσα σε ένα βρωμερό κελί, που αντί για πάτωμα είχε χώμα, ίσως και κοπριά. «Καλώς το παλικάρι!» τον υποδέχθηκε μια τραχιά φωνή.
Ο Αδάμ Αττώνης πράγματι είχε (ή εξασφάλισε πληρώνοντας αδρά) τα μέσα στη Χωροφυλακή. Το επόμενο πρωί, τούς άφησαν να φύγουν. «Ας θεωρηθεί το συμβάν ως μη γενόμενον…» είπε ο διοικητής στον Βαγγέλη. «Αλλά να μην απασχολήσεις ξανά τας Αρχάς!» προσέθεσε αυστηρά.
Κούνια που τον κούναγε που δεν θα ξαναπασχολούσε τας Αρχάς. Πριν ξημερώσει στο μπουντρούμι, ο Βαγγέλης είχε ήδη γίνει κομμουνιστής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News