«Ο ουρανός είχε το πιο λαμπερό χειμωνιάτικο γαλάζιο πάνω από την κίτρινη πόλη Μαχόν, στη Μινόρκα. Ολα τα κτίρια ήταν βαμμένα σε αποχρώσεις του κίτρου και του λεμονιού, της ώχρας και του μουσταρδί και σε κάθε ενδιάμεσο τόνο. Οι φοινικιές έτριζαν στον αέρα και ο δρόμος κατέβαινε από τον λόφο προς το βαθύ λιμάνι όπου λευκά απαστράπτοντα γιοτ περίμεναν με ανωτερότητα το καλοκαίρι» γράφει η ταξιδιωτική συγγραφέας Λόρα Κόφεϊ στο βιβλίο της «Enchanted Islands: A Memoir of Travels Through Love, Grief and Mythology» («Μαγεμένα Νησιά: Αναμνήσεις Ταξιδιών Μέσα από την Αγάπη, τη Θλίψη και τη Μυθολογία»), ένα απόσπασμα του οποίου δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του BBC, με αφορμή την κυκλοφορία του στις 2 Μαΐου.
Κατά μήκος της κεντρικής εμπορικής λεωφόρου, οι πορτοκαλιές εξακολουθούσαν να είναι βαρυφορτωμένες με φρούτα και στα κλαδιά τους μαζεύονταν σπουργίτια φλυαρώντας δυνατά στο σούρουπο. Ο αριθμός τους αυξανόταν καθώς νύχτωνε, και όταν έπεσε το λυκόφως κελαηδούσαν πια τόσο δυνατά ώστε αναγκαζόσουν να ανεβάσεις την ένταση της δικής σου φωνής για να ακουστείς. «Μετά το κρύο της παγωμένης Κροατίας, όπου βρέθηκα για έναν μήνα», αναφέρει η βρετανή συγγραφέας, «συγκριτικά εδώ ήταν τροπικά, ο αέρας πιο ζεστός και απαλός. Είχα κερδίσει μια επιπλέον ώρα φωτός, οι μέρες ανοίγονταν μεγαλύτερες μπροστά μου, η αισιοδοξία της ηλιοφάνειας κυριαρχούσε σε αυτούς τους κίτρινους δρόμους».
«Κάθισα ψηλά στην καταπράσινη βεράντα του “Cafe Nou” με θέα τις πορτοκαλιές και τα σπουργίτια τους, τρώγοντας μια “tostada con tomate” και διαβάζοντας για τον Μαουρίθιο Ομπρεγόν» σημειώνει η Κόφεϊ στο απόσπασμα από το βιβλίο της, που δημοσιεύει το BBC. Ο Ομπρεγόν ήταν ένας αναγεννησιακός άνθρωπος του 20ού αιώνα που αφιέρωσε πολύ χρόνο μελετώντας αρχαία ταξίδια (ιστορικός και αεροναυπηγός, που αναδημιούργησε τα ταξίδια του Οδυσσέα και του Χριστόφορου Κολόμβου). Ο ίδιος πίστευε ότι το μυθικό νησί των Κυκλώπων (η Θρινακία, σύμφωνα με την «Οδύσσεια») θα μπορούσε να είναι μία από τις Βαλεαρίδες Νήσους, οπότε το μέρος όπου περιφέρονταν τα μονόφθαλμα μυθικά όντα μπορεί να είναι εδώ, στη Μινόρκα.
Η μυθολογία λέει ότι ο Ποσειδώνας κάνει σχέση με μια νύμφη της θάλασσας που μένει αμέσως έγκυος –κανένας θεός δεν έχει ποτέ προβλήματα με τον αριθμό των σπερματοζωαρίων– και το παιδί τους, μεγαλώνοντας, γίνεται ο πιο δυνατός από όλους τους Κύκλωπες και ζει μια ήσυχη ζωή σε ένα νησί, σαν βοσκός.
Αναζητώντας την Οδύσσεια στη Μινόρκα
Το προϊστορικό χωριό Τόρε δ’εν Γαλμές: Η Μινόρκα είναι ένα από τα μέρη με τις περισσότερες προϊστορικές τοποθεσίες στον κόσμο και με πολλούς ογκόλιθους, που στέκονται όρθιοι, γεγονός που ευθύνεται για τους θρύλους για γίγαντες που κατοικούσαν κάποτε στο νησί. Οπότε, μπορείτε να φανταστείτε τον μονόφθαλμο Κύκλωπα να περιφέρεται σε αυτόν τον μυθικό αρχαιολογικό χώρο.
Παρατήρηση πουλιών: Τα πουλιά είναι οι αγγελιοφόροι των θεών στην «Οδύσσεια» και η Μινόρκα είναι ένας εξαιρετικός τόπος για παρατήρηση πουλιών, λόγω της θέσης της στο μονοπάτι της μετανάστευσης των πτηνών προς την Αφρική.
Παραλίες που ταιριάζουν σε μια ελληνίδα θεά: Η Κάλα Μιτζάνα και η Κάλα Μιτζανέτα είναι δύο από τις πιο όμορφες άγριες παραλίες του νησιού και ιδιαίτερα αγαπητές στους Μινορκανούς.
Μετά από μια απόδραση από τα θέλγητρα της ψυχεδελικής βοτανοϊατρικής στη χώρα των Λωτοφάγων, και αφού έψησαν κατσίκες και έφαγαν στο «γεμάτο θαύματα νησί», ο Οδυσσέας και 12 από τους άνδρες του ξεκινούν για να να βρουν τον Κύκλωπα.
Εισβάλλουν στη σπηλιά του Πολύφημου, τον περιμένουν να γυρίσει και όταν το κάνει –σε ακόμη ένα κλασικό παράδειγμα κακής κρίσης– ο Οδυσσέας απαιτεί ένα δώρο, σύμφωνα με το πρωτόκολλο για τους επισκέπτες. Ο Κύκλωπας –καθόλου περίεργο από την πλευρά του– αρνείται να δώσει δώρο στους εισβολείς, τους παγιδεύει και τρώει για σνακ κάποιους από το πλήρωμα, ενώ ενδιαμέσως βγαίνει για να βοσκήσει τα πρόβατά του.
Ο Οδυσσέας, πονηρός όπως πάντα, ετοιμάζει ένα σχέδιο: τυφλώνει το τέρας καρφώνοντας στο μοναδικό μάτι του ένα καλά ακονισμένο κλαδί, και καταφέρνει να δραπετεύσει μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα.
Οταν επιστρέφουν ασφαλείς στο πλοίο, ο Οδυσσέας χλευάζει αλαζονικά τον τυφλωμένο γίγαντα. Εξοργισμένος, ο Κύκλωπας πετάει έναν τεράστιο βράχο προς το πλοίο αλλά αστοχεί, προφανώς επειδή δεν μπορεί πια να δει. Εξαλλος, στρέφεται για βοήθεια στον πατέρα του Ποσειδώνα και του ζητά να εμποδίσει τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Σε απάντηση, «ο θεός Ποσειδώνας μαίνεται, εξοργισμένος». Ο εκδικητικός θεός έχει τώρα μια προσωπική βεντέτα. Εξυπνη κίνηση, Οδυσσέα…
«Γύρισα το νησί με ποδήλατο και, ξανά ελεύθερη, βρήκα βραχώδεις κολπίσκους για να κολυμπήσω» περιγράφει η Λόρα Κόφεϊ στο απόσπασμα του βιβλίου της που δημοσιεύει το BBC. «Στις βόλτες μου έβλεπα παντού πουλιά να πετούν στον αέρα σαν μουσικές νότες, να διπλώνουν τα φτερά τους βουτώντας προς τα κάτω, για να αναπηδήσουν και πάλι στη συνέχεια. Λευκά πουλιά πετούσαν ψηλά στα σύννεφα, κυκλικά από πάνω μου, καθώς πήγαινα με το ποδήλατο στη θάλασσα, ασπρόμαυρα πουλιά με μακριές ουρές πηδούσαν κατά μήκος των μονοπατιών, πετώντας ψηλά την ώρα που περνούσα».
Μικροσκοπικά πουλάκια κινούνταν ανάμεσα στα χαμηλά κλαδιά των ελαιόδεντρων, με κεφάλια σκυμμένα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους και κοιτάζοντας «πότε μεταξύ τους και πότε εμένα» γράφει η Κόφεϊ ενθυμούμενη τον σχεδόν εμμονικό ενθουσιασμό της: «Ηταν μια γλώσσα που ήθελα να μάθω».
Ο Χαβιέ, ένας ορνιθολόγος από τη Μινόρκα, έγινε ο μεταφραστής της. Είχε κλείσει ένα τουρ με τα πόδια για παρατήρηση πουλιών, αλλά δεν ήρθε κανένας άλλος, ήταν μόνο εκείνη. Ο Χαβιέ ήταν ψηλός, με σκούρα μαλλιά και ντροπαλό χαμόγελο, φορούσε ένα ειδικό παντελόνι πεζοπορίας, είχε ένα σακίδιο πλάτης με σωστό δέσιμο στο στήθος, δυο ζευγάρια κιάλια περασμένα γύρω από τον λαιμό του και στον ώμο του κρεμόταν ένα τηλεσκόπιο.
Η ευτυχία ολοκληρώθηκε με ένα ποδήλατο, στενά επαρχιακά μονοπάτια, μια γαλαζοπράσινη θάλασσα σε έναν βραχώδη όρμο, μια φωτεινή μέρα και ένα σημειωματάριο για να γράψει για τα νέα πράγματα που είχε μάθει να βλέπει. Καρβουνιάρηδες (μικρά πουλιά στο μέγεθος του κοκκινολαίμη), ένα ζευγάρι κιρκινέζια (είδος γερακιού), πεταλούδες με καφέ και κίτρινα στίγματα, ένας ποντικοσκίουρος που σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο, η φωλιά μιας δηλητηριώδους κάμπιας, ένας κόκκινος χαρταετός στον αέρα. Προσπαθήστε να πιάσετε κάπως και τη μυρωδιά της ζέστης μέσα στα αμμώδη πευκοδάση ή το σχήμα των γλυπτών της θάλασσας, ξασπρισμένα ξύλα στο χρώμα της αμμουδιάς πριν τακτοποιηθούν καλλιτεχνικά στις παραλίες για τον χειμώνα.
«Εδώ ήμουν σε διαρκή κίνηση. Πήγαινα με το ποδήλατο στη θάλασσα, συναντούσα γαϊδούρια σε μικρά καταπράσινα χωράφια, παρακολουθούσα τα πουλιά. Εγινα περισσότερο ζώο, πιο φτερωτό, πιο πλάσμα» θυμάται η Λόρα Κόφεϊ στο απόσπασμα του βιβλίου της, που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του BBC.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News