Οι «Βάκχες» δεν είναι από τις πιο αγαπητές τραγωδίες. Γενικώς η τραγωδία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κυρίως αν θέλεις να ξεφύγεις από τα τετριμμένα και τα αναμενόμενα. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ως σκηνοθέτης της παράστασης, επέλεξε τον δυσκολότερο δρόμο: να απλουστεύσει την τραγωδία χωρίς να την λαϊκίσει, ώστε να την κοινωνήσει στο κοινό και να καταλάβει –επιτέλους- το νόημα της τραγωδίας. Ο ίδιος έχει ένα σημαντικό προτέρημα: είναι καλός γνώστης της υπόθεσης των «Βακχών» και του ίδιου του Ευριπίδη, γεγονός που του δίνει την πολυτέλεια και την δυνατότητα να παίξει ρισκάροντας σε χωράφια που άλλοι δεν τολμούν. Ρίσκο είναι να χρησιμοποιήσεις τα τύμπανα από έγχρωμους μουσικούς, ρίσκο είναι να ακουστεί ραπ από τους αγγελιοφόρους, ρίσκο είναι να χρησιμοποιήσεις το καροτσάκι του σούπερ-μάρκετ. Μαγκιά πρώτη: δεν διστάζει να το πάρει. Μαγκιά δεύτερη: οι πρωταγωνιστές δεν δίστασαν να κολυμπήσουν σε θάλασσες άγνωστες. Μαγκιά τρίτη: όλη η ιστορία της αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας περνά από μια δύσκολη, αλλά κατανοητή τραγωδία, συγκεράζοντας ήθη, έθιμα, κοινωνικές συμπεριφορές, θρησκευτικές εξαρτήσεις και ασέβειες, με πρωταγωνιστή κατ’ουσίαν την άμπελο. Το κρασί που ευφραίνει πλούσιους και φτωχούς, κακούς και ενάρετους. Στο πρόσωπο του ομορφότερου θεού, του Διόνυσου.
Αισθητικά δεν υπάρχει στο μυαλό μου καλύτερος εκπρόσωπος της αρχαιοελληνικής, αγαλματένιας ομορφιάς από τον Ρουβά. Και για να σας πω την αλήθεια δεν περίμενα πως θα ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Είναι εργατικός, αποτελεσματικός, πραγματικά στον φυσικό του ρόλο: ο θεός. Τόσο καλός, που ίσως κάνει κακό στον εαυτό του. Ο Ρουβάς δεν θυμίζει τον φωτεινό Σάκη που εκστασιάζεται στη σκηνή τραγουδώντας και κουνώντας το απολλώνιο κορμί του. Δίπλα στα βαριά ονόματα της Ρούλας Πατεράκη, της νεαρής αλλά εκπληκτικής Μαρίας Κίτσου, του Γιάννη Καρατζογιάννη και του Δημήτρη Λιγνάδη, ο Ρουβάς παύει να είναι Σάκης και γίνεται Ρουβάς. Είναι ο εγκιβωτισμένος άριστα στον ρόλο του Διόνυσου, που οι ανάσες του και το στήσιμό του δικαιολογούν την απόφαση του Λιγνάδη να του δώσει τον ρόλο. Τρία χρόνια πριν το συζητούσαν, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η σκέψη υλοποιήθηκε. Αυτό άλλωστε δεν είναι το θέατρο; Πράξη.
Πρόκειται για την πιο ανατρεπτική παράσταση που έχω παρακολουθήσει. Πολλή ένταση και γρηγοράδα από τον Χορό. Χόρευε εκστασιασμένα, απολύτως ερωτικά και ερεθιστικά, όπως αρμόζει στις τελετές Διονυσιακής λατρείας. Ο Πενθέας (Δημήτρης Πασσάς) ενσάρκωνε τον ρόλο του βάζοντας τον θεατή στη σκέψη πως η τραγωδία των χρόνων του Ευριπίδη έχει γέφυρες με το σήμερα, τον αυταρχισμό και την εξουσία. Καυτηριάζει με μπότα και στολή το γεγονός πως η εξουσία καταλύει κάθε συναίσθημα κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας από το απρόβλεπτο, το ανθρώπινο, το ενστικτώδες, το σαρκικό, την ίδια τη ζωή που ερωτεύεται οτιδήποτε επιθυμεί η ψυχή. Η ηδονή είναι η άγνωστη λέξη, που του γίνεται εφιάλτης και τιμωρός. Η Κίτσου, μοναδικά απολαυστική ως Αγαύη που μεθά από θέληση θεού και κατακρεουργεί το παιδί της εκστασιασμένη νομίζοντας πως έχει διαμελίσει ένα λιοντάρι. Και ο Σάκης να ξεκινά και να κλείνει την παράσταση αφήνοντας το κοινό μουδιασμένο γιατί δεν θυμίζει σε τίποτα τον ποπ σταρ. Μόνο στις υποκλίσεις ο Σάκης με το φωτεινό του χαμόγελο θυμίζει τον σταρ που γνωρίζουμε. Στη διάρκεια του έργου σε παίρνει από το χέρι και σε ταξιδεύει στον Ευριπίδη. Κλείνοντας, φεύγεις με τη γεύση του Ευριπίδη που παντρεύεται με άλλα ελληνικά στοιχεία νεότερης εποχής. Εκείνα του θρήνου. Δεν φεύγεις με Ρουβά, αλλά με Ευριπίδη.
Τούτη την παράσταση επιβάλλεται να τη δείτε. Είναι πολύ μπροστά από ό,τι έχω προσωπικά παρακολουθήσει, τόσο σε επίπεδο σκηνοθετικό, όσο και σε επίπεδο ρίσκου. Ο Λιγνάδης που αφηγήθηκε την τραγικότερη στιγμή της τραγωδίας, ήταν άμεσος, αληθινός και ανατρεπτικά νεοελληνικός. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης διάφορα στοιχεία που φαίνονται ετερόκλητα, παντρεύονται, αφήνοντας πάντα τη γεύση του μειδιάματος ή της συγκεχυμένης απορίας. Ο θεατής δεν βαριέται, παρ’ όλο που είναι μια γεμάτη δίωρη τραγωδία – εννοείται χωρίς διάλειμμα. Πιστεύω πως οι «Βάκχες» έχουν ένα ιδιαίτερο κοινό και, στην πραγματικότητα, την πολύ καλή δουλειά αντιλαμβάνονται εκείνοι που έχουν μέσα τους την ανατροπή. Είναι αυτό που λέμε «πολύ προχώ». Δεν φοβούνται να τσαλακώσουν την εικόνα τους λέγοντας: «Ο Ρουβάς είναι πράγματι θεός». Όχι θεός από αυτόν των ρουβίτσων, αλλά των άλλων που ό,τι αναλαμβάνουν το κάνουν με απόλυτο επαγγελματισμό. Ο ίδιος δηλώνει γοητευμένος από την νέα εμπειρία. Και του αρέσει πολύ. Και του πάει κιόλας.
Ίσως να βόλευε περισσότερο, αν υπήρχαν ψεγάδια στην παράσταση. Θα έφταιγε ο Σάκης, οι κοιλιακοί του, η προγιαγιά του. Κάποιος θα την πλήρωνε. Δεν εντόπισα, όμως. Οι ρουβίτσες, αν περιμένουν τον γνωστό Σάκη, θα απογοητευτούν. Αν έχουν ανοιχτό μυαλό, θα εντυπωσιαστούν και θα λατρέψουν ένα άγνωστο κομμάτι του. Κάνει τραγωδία, όχι ταινιούλα, ούτε ένα ρολάκι της πλάκας. Οι επικριτές του θα φάνε… πόρτα. Τέτοια φωνή δεν βγαίνει από βαριά ονόματα του Θεάτρου, που κοπανιούνται για να εντυπωσιάσουν μ’ ένα «αααααααααααααααα» που θα σκίσει τον αέρα. Τυχεροί και πάλι είναι εκείνοι που έχουν ανοιχτωσιά στη σκέψη, δέχονται το αλλιώτικο, το κρίνουν αφού το δουν, δεν παραμυθιάζονται και, κυρίως, δεν βγάζουν τα φτυάρια. Το φτυάρι είναι το αξεσουάρ του συμπλεγματικού γκρινιάρη. Και η συγκεκριμένη παράσταση έκανε το εξής εκπληκτικό: έφερε εφήβους στο θέατρο για να παρακολουθήσουν τραγωδία. Αυτό και μόνο είναι τεράστια επιτυχία.
Η παράσταση μου άρεσε. Με μπλόκαρε αρχικά, γιατί ξεκινά με το εθιμοτυπικό ενός χριστιανικού παρεκκλησιού, ενώ ακολουθεί η ένταση, όμως αφέθηκα -δεν είχα περιθώρια να μην το κάνω, έγινε από μόνο του το ταξίδι και αυτό είναι το σημαντικότερο: ταξίδεψα χωρίς να το καταλάβω. Είναι δεδομένος ο αυθόρμητος προβληματισμός, λόγω των μηνυμάτων που υπάρχουν, φανερά ή λάθρα. Κάποιους ίσως ενοχλήσει το σπαρτάρισμα των κορμιών του Χορού. Ίσως και ένα φιλί ανάμεσα σε άνδρες, που δίνεται; δεν δίνεται; Δεν καλοείδα, πάντως υπήρχε το υπονοούμενο. Όσοι «την έκαναν» εν μέσω παράστασης προφασιζόμενοι την ακαταλληλότητά της για τα παιδιά τους, προφανώς δεν γνωρίζουν ότι ο κινηματογράφος και η τηλεόραση κάνουν τεράστια ζημιά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός παιδιού. Το θέατρο, ποτέ. Η παράσταση έχει ένα πολύ ειδικό κοινό που αφουγκράζεται την ιδιαιτερότητά της. Ναι, ο Ρουβάς είναι ο κράχτης, αλλά όσοι τον πλαισιώνουν, γνωρίζουν πως δεν παίζουν το παιχνίδι ενός ποπ σταρ. Είναι όλοι κερδισμένοι, γιατί έχουν κλείσει το μάτι στο καινούριο. Αν δεν την δείτε, πραγματικά θα χάσετε.
Τέλος, επισημαίνω τούτο το αρνητικό: στις υποκλίσεις έρχεται τελευταίος ο Ρουβάς. Θα προτιμούσα Ρουβά-Πατεράκη-Καρατζογιάννη να υποδέχονται ως τελευταίο τον σκηνοθέτη τους, τον Δημήτρη Λιγνάδη. Μπορεί το εθιμικό του θεάτρου να λέει άλλα, αλλά ποιος νοιάζεται γι’αυτό, αφού όλη η παράσταση έχει την ματιά της απόλυτης φρεσκάδας; Εδώ θα κολλήσουμε;
*Την παραγωγή της παράστασης υπογράφει η ηθοποιός Αιμιλία Υψηλάντη, ιδιοκτήτρια της καλλιτεχνικής εταιρείας «Αργώ» και διευθυντής της παραγωγής και υπεύθυνος της περιοδείας ο Λευτέρης Πλασκωβίτης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News