Η αυτοβιογραφική αναδίφηση, ο στοχασμός πάνω στη διαδικασία της γραφής, το παιχνίδι της μεταμυθοπλασίας αποτελούν «σήμα κατατεθέν» του έργου του Μισέλ Φάις. Στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο συγγραφέας αξιοποιεί τα γνωρίσματα αυτά της γραφής του για να χαρτογραφήσει ένα ιδιαίτερα ρευστό θεματικό πεδίο: το πεδίο της ερωτικής μνήμης ή, ακριβέστερα, το πεδίο εκείνο το οποίο ο ίδιος αποκαλεί «σεξουαλικό πένθος». Έχοντας ως κινητήρια δύναμη τη μνήμη του σώματος, ο ανώνυμος αφηγητής αναμοχλεύει το παρελθόν του και ανασύρει ετερόκλητες εικόνες, τις οποίες υποβάλλει σε μια διαδικασία ανελέητης επανεξέτασης, μεταστοιχείωσης και αλλοίωσης, μέχρι να τις καταστήσει κομμάτια από τη ζωή κάποιου άλλου. Οικεία, και ταυτόχρονα ξένα, «άσεμνα», και την ίδια στιγμή σπαρακτικά, τα κομμάτια αυτά αποτελούν ένδειξη της σχέσης αλλοτρίωσης που υπάρχει ανάμεσα στον αφηγητή-συγγραφέα και στο ίδιο του το παρελθόν: ο αφηγητής δεν ανασυσταίνει αυτό το παρελθόν αλλά το τοποθετεί απέναντί του, άλλοτε για να συζητήσει μαζί του και άλλοτε για να το ανακρίνει. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον εαυτό του παρά μόνο μέσα από το δρόμο της «κλονισμένης απεύθυνσης», δηλαδή το δρόμο της δευτεροπρόσωπης αφήγησης: «Θυμήσου, Σώμα…».
Οι τροχιές που ακολουθεί η μνήμη του αφηγητή –εξαιρετικά ασυνεχείς οι ίδιες– διαμορφώνουν τρία διαφορετικά κειμενικά πεδία, των οποίων τα όρια υποδηλώνονται άτυπα με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες γυναικών που παρεμβάλλει ο συγγραφέας ανάμεσά τους.
Στο πρώτο μέρος ο αφηγητής κινείται στον κλειστό περίβολο της παιδικής του ηλικίας: ψηλαφώντας τα πρώτα ηδυπαθή σκιρτήματα της σάρκας, κάνοντας τα πρώτα βήματα στον ανεξερεύνητο δρόμο των αισθήσεων, ο αφηγητής του Φάις εγκαινιάζει τον κύκλο της σαρκικής περιπέτειας, τον οποίο στο υπόλοιπο της ζωής του (δηλαδή του βιβλίου) έμελλε να διατρέξει αναρίθμητες φορές, όχι μόνο για να συλλάβει το νόμο του, αλλά και για να καταποντιστεί ο ίδιος στις ολέθριες παγίδες του.
Το δεύτερο μέρος αποτελείται από 128 αριθμημένες εγγραφές: σύντομα γλωσσικά στιγμιότυπα, θραύσματα από ερωτικές στιχομυθίες, ερωτικά όνειρα, αποφθέγματα, τονικότητες λέξεων και φράσεων, ημερολογιακές καταχωρίσεις. Προϊόν του ζήλου του αφηγητή να συλλέγει με φετιχιστική προσήλωση τα πάντα, οι εγγραφές αυτές συνθέτουν ένα πολυφωνικό σύμπαν, ένα άκεντρο αντηχείο φωνών, ριζικά αδιάφορων για την ευπρέπεια του νοήματος. Χωρίς συμφραζόμενα, θόρυβοι σε αναζήτηση της γλώσσας που θα οργανώσει την αταξία τους, ανώνυμες εκφωνήσεις που βουβαίνονται, που διαρρηγνύουν την τάξη του οργανωμένου κειμένου, που παρεμβάλλουν παράσιτα, οι φωνές του Φάις αφηγούνται το ατέρμονο μουρμουρητό της σάρκας, την πελώρια απόγνωσή της, τις κραυγές και τους ψιθύρους ενός σώματος που παραδίνεται στη θανάσιμη παραφορά των εμμονών του.
Στο τρίτο μέρος, ο ενήλικος άντρας, εξοικειωμένος πια με τις αβύσσους που κρύβονται σε κάθε σημείο της αισθησιακότητάς του, προσπαθεί να κατευνάσει την αθεράπευτη μοναξιά της σάρκας, σύροντάς την στη σειραϊκότητα ατέλειωτων συνευρέσεων: νεύρωση, ματαίωση, αποξένωση, διάψευση, είναι οι ποικίλες διαστάσεις του σεξουαλικού πένθους που διερευνά ο Φάις.
Το καλειδοσκόπιο της αφήγησης περιστρέφεται δεκάδες φορές μέσα στο βιβλίο. Οι μορφές του Φάις περνάνε φευγαλέα μπροστά στα μάτια μας: συντρίμμια της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή, σκόρπια σωματίδια παρασυρμένα από τον ανεμοστρόβιλο της μνήμης, φιγούρες αναδυόμενες από το σκοτεινό ορυχείο του προσωπικού παρελθόντος ή των βιβλίων. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να συναθροίσει αυτή την ασταθή και ασύμμετρη ροή σε έναν τελικό απολογισμό απεναντίας, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να διαφυλάξει την ένταση που εκλύεται από το θρυμματισμό του παρελθόντος και να συνθέσει, μέσα από το μοντάρισμα των στοιχείων του, μια «σπασμένη ιστορία», που δεν είναι άλλη από την ιστορία της ζωής του.
Η θεματική του πένθους, κοινή σε όλα τα βιβλία του Φάις, καθίσταται εδώ κυρίαρχη αφηγηματική μέθοδος. Ως αυτοβιογραφούμενος, ο συγγραφέας υιοθετεί το «ύστερο βλέμμα» εκείνου ο οποίος έχει επίγνωση της ανεπανόρθωτης καταστροφής που υπήρξε η ζωή του, και ο οποίος στρέφεται στο παρελθόν όχι για να το ζωντανέψει αλλά για να εντοπίσει ίχνη και πρώιμα σπέρματα αυτής της καταστροφής. Ο μηχανισμός της μνήμης δεν είναι προσανατολισμένος στην αναβίωση των γεγονότων, αλλά στην εκ των υστέρων ακύρωση και διάψευσή τους. Διαχέοντας αναδρομικά τη βεβαιότητα της συντριβής σε ολόκληρο το παρελθόν, ο Φάις μετατρέπει το παρελθόν αυτό σε τοπίο ερειπίων και σκόνης φωτίζοντάς το με έναν ανυπέρβλητα μελαγχολικό τόνο ματαιότητας. Όλη η γραφή είναι έτσι μια χειρονομία αφύπνισης στην απώλεια, μια επιτύμβια χειρονομία που αποθέτει στο βιβλίο, όπως σε ένα μνήμα, τα κτερίσματα του παρελθόντος.
Η εναλλαγή σκηνών παραφοράς και απώλειας, πυρετώδους λαγνείας και ψυχρής αποδόμησης είναι ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νέου βιβλίου του Φάις. Ο Φάις επινοεί τη φιγούρα ενός άντρα αφηγητή, ο οποίος ανακαλεί την ταραγμένη βοή της ίδιας του της σάρκας και ταυτόχρονα της απευθύνει την πικρή, μηδενιστική ετυμηγορία του.
Ο Ηλίας Γιούρης, δρ.φ., είναι καθηγητής σε Γυμνάσιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News