Πρώτα τα όπλα, μετά τα ναρκωτικά και τέλος τα αρχαία. Γνωστή η τριάς των πλέον αποδοτικών ειδών παράνομου εμπορίου. Κι ενώ τα δύο πρώτα έχουν το… κόστος τους (κατασκευή, καλλιέργεια κ.λπ.), με τα αρχαία τα πράγματα είναι αλλιώς: Σκάβεις, βρίσκεις, πουλάς! Τόσο απλά! Όπως ο Ερμής, που εμφανίσθηκε στους Bonham’s για δημοπράτηση τον περασμένο Οκτώβριο. Τον βρήκαν και τον πούλησαν. Πού, πότε, πώς, ποιοι; Άγνωστες οι απαντήσεις. Μόνο η ευτυχής κατάληξη. Η απόσυρσή του από τη δημοπρασία και η επιστροφή του πριν από λίγες μέρες στην Ελλάδα. Αναμφίβολα όμως πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό. Κι όχι για τη μικρή εμπορική αξία του Ερμή, αφού η τιμή δημοπράτησης ήταν σαφώς χαμηλή από12 έως 19 χιλιάδες ευρώ (άλλωστε κάθε αρχαίο κρίνεται εξ ορισμού πολύτιμο και προστατεύεται το ίδιο από την ελληνική νομοθεσία), αλλά γιατί η ανάκτηση ενός κλεμμένου έργου ανάμεσα στα εκατοντάδες, που πωλούνται επισήμως μέσω δημοπρασιών διεθνών οίκων ή όσα διακινούνται στην παράνομη αγορά κατ’ ευθείαν από τους αρχαιοκάπηλους, είναι μία κίνηση εθνική μεν αλλά για την τιμή των όπλων. Γιατί οι νόμοι απέναντι στο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων (και ό,τι αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται) είναι ανίσχυροι. Κάπου στα 12 δισ. δολάρια τον χρόνο υπολογίζονται εξάλλου τα κέρδη. Έτσι, στο ερώτημα αν μπορούμε να διεκδικήσουμε όλες τις ελληνικές αρχαιότητες που βρίσκονται σε ξένες χώρες, η απάντηση είναι δυσάρεστη πλην κατηγορηματική: Όχι.
Οι διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες της UNESCO και του Συμβουλίου της Ευρώπης που προέκυψαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν υπήρξαν μεγάλες καταστροφές πολιτιστικών θησαυρών και φυσικά τεράστιες κλοπές, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και να καταπολεμήσουν την αρχαιοκαπηλία αλλά μερικώς. Κατ’ αρχάς, γιατί τις έχουν υιοθετήσει ως επί το πλείστον χώρες εξαγωγής αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η Ελλάδα ενώ μετά βίας έχουν γίνει αποδεκτές από κάποιες χώρες, που εισάγουν αρχαιότητες… Έπειτα υπάρχουν περιοριστικοί όροι:
Βάση για τη διεκδίκηση ενός αρχαίου αποτελεί η Διεθνής Σύμβαση της UNESCO (Παρίσι,1970), με την οποία μπήκε φραγμός στο ανεξέλεγκτο εμπόριο αρχαιοτήτων απαγορεύοντας την παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή και μεταβίβαση κυριότητας πολιτιστικών αγαθών αμφισβητούμενης ή άγνωστης προέλευσης. Με ορισμένες προϋποθέσεις: Πρώτον η χώρα να έχει κυρώσει τη Σύμβαση της UNESCO. Και δεύτερον, έναρξη ισχύος είναι το 1970. Κάθε φορά, επομένως, που η Ελλάδα διεκδικεί ένα κλεμμένο αρχαίο πρέπει να αποδεικνύει ότι εκλάπη μετά το 1970. Και δεν είναι ανάγκη να αναφερθεί πώς προέκυψε αυτός ο χρονικός περιορισμός. Είναι σαφές ότι μουσεία, μεγάλοι συλλέκτες, έμποροι τέχνης και οίκοι δημοπρασιών ανά τον κόσμο έπαιξαν τον ρόλο τους… Ενισχυτικές πάντως ήταν δύο ακόμη συμβάσεις: η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Αδικήματα σχετικά με τα Πολιτιστικά Αγαθά (Δελφοί, 1985) και η Σύμβαση UNIDROIT (Ρώμη, 1995), σχετικές με την απόδοση κλαπέντων πολιτιστικών αγαθών και της επιστροφής τους στις χώρες προέλευσης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως προηγείται η τεκμηρίωση του αρχαίου, δηλαδή η απόδειξη μέσω αρχείων, ντοκουμέντων και φωτογραφικού υλικού ότι πρόκειται για ελληνικό. Αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει νομική διεκδίκηση στο εξωτερικό (Κι εδώ να προσθέσουμε ότι τα δικαστικά έξοδα είναι τεράστια). Βεβαίως, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, που ο κάτοχος -έμπορος συνήθως- συμφωνεί για διάφορους λόγους να το επιστρέψει, όπως έγινε στην περίπτωση του Ερμή.
Εξυπακούεται, επομένως, ότι απαιτείται επιπλέον ένας εξαιρετικός μηχανισμός αναζήτησης και διεκδίκησης κλεμμένων αρχαιοτήτων. Έναν ρόλο που στην Ελλάδα έχει αναλάβει, αν και με πενιχρά μέσα, η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης του υπουργείου Πολιτισμού, η οποία εντόπισε τον Ερμή στον ηλεκτρονικό κατάλογο δημοπρασίας του οίκου Bonham΄s και άρχισε να ψάχνει στο φωτογραφικό υλικό του διαβόητου Ιταλού αρχαιοπώλη και μέλους διεθνούς κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας Τζανφράνκο Μπεκίνα. Ο Ερμής βρισκόταν και εκεί! Αλλά πώς έφθασε, άγνωστο. Γιατί η αλυσίδα έχει πολλούς κρίκους:
Ο ευρών (κατά τύχη ή κατόπιν λαθρανασκαφής), ο πρώτος μεσάζων που θα έρθει σε επαφή με κυκλώματα εκτός της χώρας (Ιταλία, Γερμανία, Ελβετία, Βέλγιο κ.λπ.), οι μεγάλοι αποδέκτες αρχαιοκαπηλικών προϊόντων, που συνήθως εμφανίζονται και ως έμποροι τέχνης (ξένοι πάντα). Και ο τελικός προορισμός: Ιδιωτικές συλλογές ή μουσεία. Με τα τελευταία να έχουν ανακρούσει πρύμναν εσχάτως μετά από αλλεπάλληλες και επιβεβαιωμένες καταγγελίες αποδοχής προϊόντων αρχαιοκαπηλίας, τα οποία τελικώς αναγκάζονται να επιστρέψουν. Μέγα παράδειγμα για την Ελλάδα ήταν οι επιστροφές σπουδαίων αρχαιοτήτων από το αμερικανικό Μουσείο Γκέτι αλλά και από το γερμανικό Μουσείο της Καρλσρούης πρόσφατα, ενώ όλοι πλέον αποδίδουν τα εύσημα στην Ιταλία, η οποία έχοντας αναπτύξει έναν εκπληκτικό μηχανισμό πάταξης του παράνομου εμπορίου των πολιτιστικών αγαθών της έχει επιτύχει επιστροφές αρχαιοτήτων ανά εκατοντάδες! Γιατί όσο υπάρχει ζήτηση τα παράνομα κυκλώματα θα υπάρχουν πάντα. Κι όσα μέτρα προστασίας κι αν λαμβάνονται, οι αρχαιοκάπηλοι βρίσκουν τρόπους να τα ξεπερνούν.
* Η Μαρία Θερμού είναι δημοσιογράφος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News