Η σημασία του Τίποτα
Η σημασία του Τίποτα
«…Του ξαναήρθε η ιδέα του τίποτα. Φαντάστηκε έναν κόσμο μόνο από ανόργανη ύλη, που καμία συνείδηση δεν υπάρχει για να τον αντιληφθεί ή για να εκστασιαστεί έντρομη μπροστά στα κοσμικά φαινόμενα, τις ηλιακές καταιγίδες, τις εκρήξεις στους γαλαξίες, τις μαύρες τρύπες να καταπίνουν την αντιύλη, τις λάβες των ηφαιστείων να δημιουργούν ποταμούς, τη βροχή των αστεροειδών, και σκέφτηκε ότι αυτός είναι ο πραγματικός τρόμος: η απουσία συνείδησης. Δηλαδή το τίποτα».
Γι' αυτό το τίποτα, που γίνεται -τελικά- άπαν, μιλά το «Τίποτα». Ένα βιβλίο που έγραψε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, στη σειρά Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία. Αποτελεί την πρώτη απόπειρα του γνωστού σκηνοθέτη να σχεδιάσει ένα «σενάριο» μυθιστορήματος, με ήρωα έναν ηλικιωμένο, τον ζωγράφο Ζ., που στοχάζεται πάνω στα κενά της ζωής και στα δεινά που συσσωρεύει ο χρόνος.
Στο «Τίποτα», ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη μυθοπλασία και το δοκίμιο, περιγράφοντας την περιπέτεια μιας ζωής που μεταπλάθεται σε περιπέτεια της σκέψης. Το «τίποτα» είναι η λέξη κλειδί στις εκ βαθέων εξομολογήσεις του ήρωα, που μόλις έχει περάσει τα εβδομήντα και ο θάνατος μπαίνει για πρώτη φορά στη ζωή του. Προάγγελος, τα γηρατειά. Τα οποία σηματοδοτούνται ακόμα και μέσα από το savoir vivre: «Υπάρχει μια σκοτεινή περίοδος που ξαφνικά αρχίζουν να σου μιλούν μια με το εσύ, μια με το εσείς, μέχρι να καταλήξουν οριστικά στον πληθυντικό. Στην αρχή είναι ευχάριστο, γιατί επιτέλους νομίζεις πως απολαμβάνεις έναν σεβασμό προς το πρόσωπό σου. Μετά από λίγο καιρό, όμως, όταν καταλαβαίνεις ότι τον σεβασμό τον προκαλεί η ηλικία σου κι όχι εσύ, αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τη χρησιμότητα αυτών των στερεότυπων του savoir vivre».
Το συναξάρι της τρίτης ηλικίας γίνεται συχνά αιχμηρό. Όπως στις ταινίες του, έτσι κι εδώ ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παίζει (και περιπαίζει) με το δικό του ιδιαίτερο ύφος. «Πολλά πράγματα που παλιότερα δεν τον ενοχλούσαν τώρα του φαίνονται ανυπόφορα. Αυτή είναι, φαίνεται, η γεροντική παραξενιά. Δεν είναι τυχαία η λέξη: γεροπαράξενος ή γερογρουσούζης, Μπήκε πλέον σε μια κατηγορία όπου βάζοντας μπροστά ή πίσω από κάθε ιδιότητα τη λέξη “γέρος” τα σημαινόμενα της ιδιότητας διογκώνονται στο χειρότερο: γερομπαμπαλής, γερομουρντάρης, γεροπαραλυμένος, γεροξούρας…».
Κάνοντας χρήση ενός λόγου προφορικού, ο συγγραφέας περιστρέφεται γύρω από τα γηρατειά του πρωταγωνιστή. Με βιτριολικό χιούμορ μεταμορφώνει την απελπισία του ανώνυμου ήρωα σε παιχνίδι. Ο ίδιος λέει χιουμοριστικά πως το βιβλίο του θα μπορούσε να είναι ο εθνικός ύμνος της τρίτης ηλικίας. Καταφέρνει, επί της ουσίας, να πάρει στα σοβαρά μια λέξη όπως το Τίποτα και να γεμίσει το κενό της με τη λυτρωτική αιωνιότητα: «Η ιδέα του τίποτα έμπαινε όλο και πιο βαθιά στη σκέψη του Ζ. Άρχισε να το συνηθίζει. Η απουσία οτιδήποτε μπορεί να τρομάζει, αλλά μπορεί να είναι και πολύ ανακουφιστική. Μια ήρεμη ανυπαρξία, χωρίς λύπη και χαρά, χωρίς πόνο και χωρίς χρόνο, μια κατάσταση αιώνια. Ίσως αυτό να είναι η αιωνιότητα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News