“Αγαπητή Άμπι: Είμαι αρραβωνιασμένη πάνω από δύο χρόνια με έναν υπέροχο άντρα και μοιάζει να μην μπορώ να ορίσω ημερομηνία γάμου. Αυτός αγαπά κι εμένα και την εννιάχρονη κόρη μου. Βάζει πλυντήριο, πλένει τα πιάτα και καθαρίζει, και δέχεται την κόρη μου σαν να ήταν δική του. Δουλεύει σε δύο δουλειές ώστε να μη μας λείπει τίποτε. Ακούγεται τέλειο, έτσι δεν είναι; Το πρόβλημα είναι ότι νομίζω πως δεν τον αγαπώ…”
Η Άμπι είναι κάτι σαν την κυρία Μίνα του Θανάση Βαλτινού, αλλά επιστολή με τέτοιο δίλημμα θα ΄ταν παράφωνη στα “Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60”. Πρόκειται για επιστολή που δημοσιεύτηκε στην Sun Francisco Chronicle, παραμονές του 2000. Κι όπως επισημαίνει η Μέριλιν Γιάλομ επιστρατεύοντάς την ως εισαγωγή στην “Ιστορία της συζύγου” (μετ. Εύη Κλαδούχου), στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να γραφτεί.
Όντως κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι για να καταφέρουν οι γυναίκες όχι να σπουδάζουν αλλά και να διαλέγουν ελεύθερα τους άντρες τους, πόσο μάλλον μέχρι να μπορεί μια νεαρή, ανύπαντρη μητέρα ν' αμφιταλαντεύεται αν θα πάρει κάποιον που υπόσχεται να είναι σύντροφος, θετός πατέρας και αποκλειστικός κουβαλητής. Όσοι παντρευόμαστε σήμερα -όλο και πιο λίγοι, όλο και πιο μεγάλοι- παντρευόμαστε στ' όνομα της αγάπης, “αυτού του μεθυστικού κράματος συναισθήματος και σεξ” σύμφωνα με τη Γιάλομ, “που οι περισσότεροι ενήλικοι έχουν βιώσει και κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με σαφήνεια”. Η στροφή έγινε μόλις τον 16ο αιώνα, κι άρχισε να κυριαρχεί στους κόλπους της μεσαίας τάξης από τα τέλη του 18ου. Τι προηγήθηκε και τι μεσολάβησε ως την έκρηξη των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών;
Η Μέριλιν Γιάλομ αφηγείται την ιστορία της αμερικανίδας συζύγου ως κομμάτι του δυτικού πολιτισμού, ριζωμένο σε πανάρχαιες αντιλήψεις και συνήθειες. Ο ιουδαϊσμός δίδασκε ότι ο γάμος συνδεόταν με την θεϊκή εντολή της τεκνοποιΐας, ενώ ο πρώιμος χριστιανισμός έδινε μεγαλύτερη αξία στην αγαμία. Στην πολυγαμική κοινωνία των Εβραίων, η γυναίκα θεωρούνταν “αγαθό”, όχι ένα εν δυνάμει εμπόδιο για τη σωτηρία της ψυχής. Και οι δυό θρησκείες όμως την αντιλαμβάνονταν ως κατώτερο όν που πρέπει να εποπτεύεται από τον άντρα δια βίου… Αν κρίνουμε από την παιχνιδιάρικη επικοινωνία και την βαθιά οικειότητα που μοιράζονταν ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη, στο ίδιο ξανά κρεβάτι έπειτα από τόσο μακρύ αποχωρισμό, ο γάμος κατά τα ομηρικά έπη ήταν περισσότερο ισότιμος απ΄ό,τι στην κλασική Αθήνα, όπου η γυναίκα εξακολουθούσε να περνά από την κυριότητα του πατέρα της σ' εκείνην του συζύγου της. Οι πρώτες που είδαν να γίνεται εφικτή η πιθανότητα επίσημου χωρισμού ήταν οι Ρωμαίες των αυτοκρατορικών χρόνων. Και μολονότι κανείς δεν περίμενε να είναι η νύφη κι ο γαμπρός “ερωτευμένοι”, ο ρωμαϊκός γάμος γινόταν αντιληπτός ως αμοιβαία συντροφικότητα.
Όπως στην “Ιστορία του γυναικείου στήθους” έτσι κι εδώ η αμερικανίδα πανεπιστημιακός αντλεί από χιλιάδες πηγές το υλικό της. Μελετά και συγκρίνει νόμους, οικονομικές διευθετήσεις, κοινωνικά ήθη, ποιήματα, μυθιστορήματα, απομνημονεύματα, επιστολές, πεπεισμένη ότι τα ντοκουμέντα με προσωπικές μαρτυρίες είναι τα πλέον πολύτιμα. Μέσα από το βιβλίο της παρελαύνουν αριστοκράτισσες του μεσαίωνα αλλά και χωρικές, προτεστάντισσες σύζυγοι επί Λουθήρου και δημοκράτισσες σύζυγοι επί αμερικανικής και γαλλικής Επανάστασης, από ηρωίδες της Τζέιν Όστιν, του Τολστόι και του Φλωμπέρ μέχρι Ινδιάνες ή μαύρες σκλάβες σε φυτείες, κι από ακτιβίστριες σαν την Ελίζαμπεθ Κέιντι Στάντον (μητέρα επτά παιδιών!) ως την Χίλαρι Κλίντον τη στιγμή που καλείται να διαχειριστεί την απιστία του αμερικανού προέδρου και παίρνει -επιτέλους!- τον κόσμο με το μέρος της. Σκοπός της Γιάλομ δεν είναι ν' αναλύσει διεξοδικά πώς οι γυναίκες δίνονταν, αγοράζονταν, πωλούνταν ή ανταλλάσσονταν ανά τους αιώνες, αλλά κυρίως, ν' αφουγκραστεί πώς αντιλαμβάνονταν οι ίδιες τον εαυτό τους και τι προσδοκίες έτρεφαν μέσα στο σπίτι τους, ώσπου να γευτούν την σεξουαλική απελευθέρωση του 20ού αιώνα και το αναπόφευκτο αγκομαχητό των σημερινών, πολλαπλών ρόλων τους…
Μεγαλωμένη στην Ουάσιγκτον, με σπουδές γαλλικής και γερμανικής λογοτεχνίας στη Σορβόνη και το Χάρβαρντ, μ' ένα διδακτορικό πάνω το έργο του Καμί και του Κάφκα υπό την εποπτεία του γάλλου φιλοσόφου και ιστορικού Ρενέ Ζιράρ, επί χρόνια διευθύντρια στο τμήμα γυναικείων σπουδών του Στάνφορντ και σύντροφος του Ιρβιν Γιάλομ από την εφηβεία της, η κυρία Γιάλομ το παραδέχεται: ανήκει σ' εκείνους που πιστεύουν ότι η συζυγική ιδιότητα είναι “καλό πράγμα”, ότι το να πορεύεσαι ως μέλος μιας δυάδας, υπό κάποιες προϋποθέσεις, αποτελεί ακόμη ενδιαφέρουσα επιλογή. Μιλάει η εμπειρία της.
“Αποδειχθήκαμε καλοί συνέταιροι με τον Ιρβινγκ” έλεγε χαμογελώντας τη μοναδική φορά που είχα την τύχη να την συναντήσω. “Δίχως τη δική του βοήθεια δεν ξέρω πώς θα κατάφερνα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, δεδομένου ότι την ίδια περίοδο μεγάλωνα τα τρία από τα τέσσερα παιδιά μας -το μικρότερο το απέκτησα στα 37. Τα πρώτα χρόνια της συμβίωσής μας ήταν και τα δυσκολότερα. Τον ακολουθούσα σ' όλα τα ακαδημαϊκά του πόστα, βάζοντας τη δική μου καριέρα σε δεύτερη μοίρα. Ομως η στήριξη ήταν αμοιβαία». Μπορεί να μην ώθησε εκείνη τον Γιάλομ να στραφεί προς τη λογοτεχνία “αλλά σίγουρα τον βοήθησα να γίνει καλύτερος μυθιστοριογράφος! Στην αρχή δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, θύμωνε, αλλά σιγά σιγά έγινε ο καθένας μας ο αυστηρότερος κριτής του άλλου. Ουδέποτε λειτουργήσαμε μεταξύ μας ανταγωνιστικά».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News