Θα μπορούσες να τον πεις και Μπάτμαν, τον γνωστό Άνθρωπο-Νυχτερίδα. Άσχετα αν ο ίδιος λέγεται Καπετάν-νυχτερίδας. Έχει και αυτός ως κρησφύγετο ένα μέγαρο. Άσχετα αν δεν βρίσκεται στο Μπρίστολ Τάουνσιπ (12 χιλιόμετρα έξω από το Γκόθαμ Σίτι), αλλά στο Καβούρι (10 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα). Έχει επίσης έναν νεαρό βοηθό. Άσχετα αν δεν τον λένε Ρόμπιν, αλλά Δεκαοχτούρα (επειδή, ως τσιλιαδόρος, προειδοποιεί μιμούμενος τη φωνή του πουλιού). Φοράει και αυτός μια στολή παρόμοια με εκείνη του διάσημου μασκοφόρου εκδικητή. Άσχετα αν τον ρωτάνε μήπως είναι αδερφή, επειδή με αυτά τα ρούχα μοιάζει με «τοιούτο θεατρίνο». Τέλος, έχει χάσει και αυτός τους γονείς του όταν ήταν παιδί. Άσχετα αν αυτό δεν έγινε στο Γκόθαμ Σίτι αλλά στην Κοκκινιά, όταν τους έφαγε μπαμπέσικα κάποιος τζουτζές σε ένα σκοτεινό στενοσόκακο.
Αυτά (και πολλά ακόμα) συμβαίνουν σε ένα κόμικς όπου όλα τα άσχετα, τελικά γίνονται σχετικά. Το άλμπουμ με τίτλο «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα» υπογράφει ο Πέτρος Χριστούλιας και κυκλοφορεί σε μια καλαίσθητη έκδοση από την Jemma Press με την υποστήριξη της So Comic. Πρόκειται για μια σπαρταριστή ιστορία που μεταφέρει τους αναγνώστες στα μέσα του 20ού αιώνα, κάπου κοντά στο λιμάνι του Πειραιά και στην κακόφημη Τρούμπα. Εκεί όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του δημιουργού, συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι: το προλεταριάτο με τους αστούς και η Ανατολή με τη Δύση.
Πώς προέκυψε η ιδέα αυτής της «ελληνοποίησης» που φέρνει σε επαφή, όπως γράφεις στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ, «τη σκληρή πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας με την υπερηρωική φαντασία»;
«Το δημιουργικό κίνητρο για αυτήν την ιστορία ήταν ακριβώς αυτή η δυναμική που δημιουργείται αν κάνεις αυτόν τον απροσδόκητο συνδυασμό. Αν τοποθετήσεις δηλαδή έναν χαρακτήρα αρχετυπικό από την ποπ κουλτούρα των αμερικάνικων κόμικς μέσα σε ένα πολύ πιο ρεαλιστικό πλαίσιο, που τοποθετείται μάλιστα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της Ελλάδας. Αυτό το παιχνίδι απελευθέρωσε συνειρμούς όπως τον χαρακτήρα ντυμένο Καπετάν-νυχτερίδα μέσα στην ταβέρνα νταλκαδιασμένο, αξύριστο και τύφλα από τη ρετσίνα, να ακούει την κομπανία που παίζει το τραγούδι "Γυρνώ σαν νυχτερίδα". Συστατικά μιας υπερηρωικής ιστορίας όμως είναι το ρομάντζο και η σύγκρουση με το κακό, που συνήθως έχει σχέση και με τον υπόκοσμο».
Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε έναν υπόκοσμο τελείως διαφορετικό, ιδίως στην εποχή που αναφέρεται η ιστορία σου…
«Όσον αφορά τον ελληνικό υπόκοσμο σύμφωνα με την κατά πολλούς αιρετική άποψη του Ηλία Πετρόπουλου που διαφαίνεται μέσα από το έργο του, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όπως σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου. Εδώ ο λαός τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι του δεν εμπιστεύθηκε ποτέ την κεντρική εξουσία για ιστορικούς λόγους. Πολλές φορές έβλεπε στον υπόκοσμο μια σχέση με τους περιθωριοποιημένους αγωνιστές εναντίον μιας εξουσίας που τους είχε επιβληθεί απ' έξω. Έτσι ο Καπετάν-νυχτερίδας προσπαθώντας να διεκδικήσει -παρά την αστική του καταγωγή- τον ρόλο του λαϊκού ήρωα στον Πειραιά του '50, είχε απέναντί του μια πολύ πιο γκρίζα πραγματικότητα από ό,τι οι υπερήρωες στην αμερικανική μητρόπολη. Εδώ οι ρόλοι του εχθρού και του συμμάχου δεν είναι πάντα καθαροί. Όσον αφορά το θέμα της ερωτικής ιστορίας, πάλι ο ήρωας αποδομείται. Δημιουργούνται αφορμές για αστείες καταστάσεις, αφού η αγαπημένη του Θοδώρα μοιάζει περισσότερο σαν να έχει βγει από τον κόσμο της "Στέλλας " του Κακογιάννη παρά με τους διεκπεραιωτικούς γυναικείους χαρακτήρες των παλιών αμερικάνικων υπερηρωικών κόμικς».
Το άλμπουμ έχει ένα πλούσιο «σάουντρακ» από λαϊκά και ρεμπέτικα. Τι σε οδήγησε σε αυτά, πέρα από το σημειολογικά ενδιαφέρον κομμάτι του Δημήτρη Γκόγκου (Μπαγιαντέρα) που έδωσε και τον τίτλο;
«Η μουσική της περιόδου ίσως να ήταν το απαραίτητο βιωματικό στοιχείο που έδεσε την ιστορία. Λέω βιωματικό γιατί πέρασα μια περίοδο, όταν έμενα στη Θεσσαλονίκη, που πήγαινα και άκουγα αυτή τη μουσική σε ταβέρνες της πόλης. Επέλεξα αυτήν την εποχή, στη μέση της τελευταίας περιόδου του ρεμπέτικου γιατί είχα μαζέψει υλικό από αυτήν μου την εμπειρία. Σε αυτά τα τραγούδια βρήκα επίσης πολύ όμορφες αφηγήσεις που έδεναν και προωθούσαν την πλοκή. Όπως "Τα νιάτα τα μπερμπάντικα" που συνεπής στον χαρακτήρα τραγουδάει η Θοδώρα και "Ο ζητιάνος της αγάπης" που παραγγέλνει για να χορέψει ο Νυχτερίδας. Όταν ξεφυλλίζω το βιβλίο τα ακούω μέσα μου και θα πρότεινα σε όποιον δεν τα έχει υπ’ όψιν του να τα ακούσει όταν πέσει πάνω τους διαβάζοντας την ιστορία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News