Ανεβοκατέβηκε αμέτρητες φορές σκαλοπάτια, πέτρινα μονοπάτια, στενά στη χώρα και γεφύρια στους αγρούς, απ' τους λόφους με τους μύλους και τους περιστερώνες ως τις ακρογιαλιές, για τα σωστά λουλούδια: γιασεμιά για το στήθος της Όρσας, κάλλες μαζί με γλυσίνες για τον επιτάφιο, φύλλα μουσμουλιάς, παλιά ροζ τριαντάφυλλα μπομπόνες, κορδελίνες και αραχνάκι για τους γάμους των κοριτσιών και αγριολούλουδα, σπάρτα και ανεμώνες για τα βάζα της Μίνας. Και ύστερα έκατσε και σχεδίασε πάνω στο πανί τα τέσσερα ναυάγια της Κατερίνας -μικρής χήρας, που έχασε τον καραβομάγειρα άνδρα της σχεδόν παιδί ακόμη- το πρώτο για τον Θρασύβουλο, το τελευταίο της Μικράς Αγγλίας. Ξανάπιασε και τους ήρωες του βιβλίου της και έγραψε απ' την αρχή, σα να μην τους ήξερε, τη ναυτική τους ιστορία.
Μια οικογένεια προσφέρεται σαν ανοικτή θυσία στην οθόνη. Σχέσεις εξουσίας, ιεραρχίας και υποχρεωτικής υποταγής ξεδιπλώνονται σ' ένα κλειστό κοινωνικό περιβάλλον προκαθορισμένων επιταγών και πολλαπλών απαγορεύσεων, ώσπου οι άνθρωποί της ξεπερνούν τα όρια της ερήμην ζωής τους, επειδή δεν αντέχουν πια. Στο γυναικονήσι τα κορίτσια φορούν γρήγορα την απόγνωση, γερνούν χωρίς χαρά και ασφυκτιούν βουβά κάτω από υπολογισμούς, λογαριασμούς σπιτιών και προικιών και θαλασσινά γράμματα από απόσταση, δίχως υπόλοιπο για τα συναισθήματα. Οι πιστές πηνελόπες πρέπει να είναι ταγμένες ολόκληρη ζωή στην υπηρεσία τολμηρών θαλασσόλυκων, που γυρνούν κοντά τους μόνο για λίγο και ξαναφεύγουν γρήγορα, χαμένοι για πάντα στον κυματισμό των νερών και την ξενιτιά της δικής τους μοναξιάς. Μέσα στο δέος της απέραντης θάλασσας παραμονεύει φοβερό το απέραντο σοκ, ο αφάνταστος σπαραγμός των ναυτικών την κρίσιμη ελάχιστη ώρα πως δεν θα γυρίσουν ποτέ πια σπίτι, ακριβώς πριν τους καταπιεί ο ωκεανός και χαθούν για πάντα. Ο Σπύρος πρέπει να αισθάνθηκε αυτόν τον φόβο, αν και επιλογή του υπήρξε η μη επιστροφή.
Συγκεντρώνοντας τα βασικά αιτήματα της δικής της ύπαρξης, η Ιωάννα Καρυστιάνη μιλά σωστά για την ανάγκη των ανθρώπων για σεβασμό, αγάπη και ευγνωμοσύνη. Την ίδια αυτή ανθρώπινη ανάγκη απέδωσε ο Παντελής Βούλγαρης με τον πιο όμορφο και δυνατό τρόπο, μέσα από ένα τοπίο, που από μόνο του αναβλύζει ατόφια δύναμη και εμπερικλείει μνήμες, βήματα, ανάσες και αγωνίες, ένα τοπίο που αποκαλύπτεται και ξανακρύβεται και πάλι υπό τους συνοδευτικούς ήχους της μουσικής της Κατερίνας Πολέμη, που απαλύνουν την αγριάδα του. Με τα πλάνα και τις σκηνές του ο Βούλγαρης καταφέρνει μια περιπλάνηση στα πιο βαθιά και αληθινά, πανίσχυρα ανθρώπινα συναισθήματα, αναδύοντας τους παλμούς της κάθε καρδιάς, την αγωνία, την απόγνωση ως την πίεση στις ιδρωμένες παλάμες και τους κρυφούς καημούς, φτιάχνοντας μια ταινία σα μικρό ιαπωνικό αριστούργημα αισθήσεων και αλλεπάλληλων γεύσεων.
Κατά τη γνώμη μου, η ταινία αυτή, όπως ακριβώς παίχτηκε και υποστηρίχθηκε από τους ηθοποιούς της – με εξέχουσες γυναικείες μορφές την Αννέζα Παπαδοπούλου, Πηνελόπη Τσιλίκα και Σοφία Κόκκαλη, για την πνιγμένη απόγνωση που έγινε πια πέτρα, την εσωτερικότητα της θλίψης και τη δύναμη της αντοχής, καθώς και τη δυναμική παιδικότητα καθεμιάς ηρωίδας αντίστοιχα- αποτελεί έναν σπουδαίο ύμνο στην παράφορη αγάπη για όλα αυτά που σημαίνει η θάλασσα, στον μυστηριώδη βυθό της γυναικείας ψυχής, τη δύναμη πλήθους ανθρώπινων αρετών με κορυφαίες την υπομονή, την πίστη και την αγάπη -αδερφική και ερωτική-, έναν αληθινό χαιρετισμό σε ζώντες και νεκρούς, ανθρώπους καθημερινούς γεμάτους πλούσια συναισθήματα. Ο Αιμίλιος (Χρήστος Καλαβρούζος) γυρνά σχεδόν όλο το νησί με το παλιό του ποδήλατο, μιλά λίγο και αποδεικνύει με εξαίσια φυσικότητα την κορύφωση της ανθρώπινης απόγνωσης όταν πια δεν έχει τίποτε να προσμένει.
Η ταινία είναι χάδι -το πιο τρυφερό και αγαπησιάρικο- ενός σκηνοθέτη στα γραφτά της γυναίκας του, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς, λες και χαϊδεύει τα μαλλιά της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News