1090
|

Γκιακ

Avatar Νίκη Κόλλια 3 Αυγούστου 2015, 20:15

Γκιακ

Avatar Νίκη Κόλλια 3 Αυγούστου 2015, 20:15

Σιγά-σιγά, τους μάζεψε κοντά του. Κι όταν όλοι έκατσαν απέναντι κι έγιναν τα πράγματα οικεία μεταξύ τους, ξεκίνησαν να του μιλάνε. Με τις δικές τους λέξεις και ήχους, κι εκείνος -από αγάπη- τους σεβάστηκε.

Κάποτε ζούσαν ήσυχα κι αυτοί -όπως όλοι οι άνθρωποι- ζωές ξεκαθαρισμένες και απλές: στον τόπο, τα χωράφια, τα ζώα τους. Κι αυτά μαζί, ήταν το σπίτι τους. Η καθαρά λαϊκή αντίληψη του κόσμου υπήρξε για χρόνια ο προσωπικός τους κώδικας τιμής και επιβίωσης, που τους πρόσφερε πίστη σε μια ανώτερη ή μεταφυσική, αφηρημένη ιδέα, που όριζε και πρόσταζε μέσα τους τι είναι δίκαιο και τι ντροπή. «Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σκίνα/ πέρασα από εκεί ένα πρωί και πλενόσουν στην κληματαριά/πλενόσουν, χτενιζόσουνα, μάλωνες με τη μάνα σου/πλενόσουνα, φτιαχνόσουνα/γιατί ήθελες να παντρευτείς…». Ένας αδερφός μ' αμάραντη αγάπη βαστά απ’ το χέρι τη μικρή αδερφή του, κι εκείνη πάνω στ' άλογο πηγαίνει μαζί του για όσο προχωρά ο δρόμος, ένα άμαθο παιδί τρέχει μες τα χωράφια ψάχνοντας όλο λαχτάρα γι' αδέσποτα μαύρα αγριόσυκα, ένας γιος σ' όλη του τη ζωή σέβεται και τιμά τον αγαπημένο του πατέρα, ένα παιδί με φυλαχτό στο χέρι φοβάται πολύ απ’ τα στοιχειά που κρύβονται πέρα στ' αλώνια, ένας μπάρμπας με μαντολάτα και φέτες με ζάχαρη θυμάται χιλιάδες αφηγήσεις, ένα αγόρι ζωγραφίζει τα γράμματα για χάρη μιας κοπέλας αφού δεν ξέρει πώς να τα γράψει, και ένα άλλο, κάπως ντροπαλό, σκέφτεται και αγαπά ένα άλλο αγόρι.

Κι ύστερα όλοι τους πήραν τον άγνωστο δρόμο, έγιναν στρατιώτες ενός ξένου πολέμου σ' έναν ξένο τόπο, ανάμεσα σ' αλλιώτικους ανθρώπους. «Πoιο; Τούτο δω στο χέρι; Όχι, δεν είναι μαρτάκι. Μάρτης ακόμη; Αφού έχει περάσει το Πάσχα. Τούτο το ’χω χρόνια πολλά. […] Μου το ’χε πλέξει η μάνα μ’ φυλαχτό. Είναι δεμένο με γητειές για τα στοιχειά. Μην το γελάς. Τότες ο κόσμος έβλεπε πράγματα, γιατί είχε πίστη. Τώρα, βλέπεις, γινήκαμε όλοι διαόλοι. Σκιάξαμε και τα δαιμόνια». Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε […] το καταλαβαίνεις; Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι άνθρωποι με κοστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε εμείς πίσω στο χωριό, τα κορίτσια μας τα βρήκαμε ακόμη με τα σιγκούνια. Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα πατσαβούρια.». «Να σ’ το πω αλλιώς, θερίζαμε και σπέρναμε μ’ αλάτι. […] ξεμάθαμε να ’μαστε αθρώποι. […] Αλλά πάλι σάμπως δεν έκανα κι εγώ; Το μόνο, που δεν πείραξα γυναίκα, κι όχι επειδής δεν το σκεφτόμανε, αλλά να, κάθε φορά μου ’ρχόταν στο μυαλό η αδερφή μ’ και δεν μπόραγα».

Μια λεγεώνα του αίματος, γεμάτη αίματα, που έχασε τον δρόμο της αληθινής επιστροφής, κι έμειναν οι άνθρωποί της μονάχοι, ψάχνοντας να κρατηθούν, μπας και ξαναβγούν ή ξαναβρούν τις ρίζες. “Οι άνθρωποι που ‘ταν εδώ είναι πεθαμένοι χρόνια. Άμα πεθάνανε αυτοί και χαθκε η πίστη, έζησε ο θεός;». Χωρίς πίστη ούτε σε μεγάλες, ούτε σε μικρές ιδέες, εξοικειωμένοι με τους νεκρούς, και τιμώντας μόνο τους δικούς τους. Έτσι γυρίσανε.
Η ιστορία των ανθρώπων του συγγραφέα είναι ανεπίσημη γι' αυτό μοιάζει ξεχασμένη, μια τόση δα μικρούλα ρωγμή στην κανονική ιστορία των άλλων, των πολλών, σα σφήνα χωρίς αέρα κλεισμένη κι ερμητικά κλειστή, μια παραλλαγή της κανονικής ιστορίας, τελικά, κάθε πολέμου, που ψύχραιμη χωρίζει με μια κατακόκκινη αυστηρή γραμμή νικητές και νικημένους, ζωντανούς και νεκρούς, θύματα και θύτες. Αλλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κι άλλοι πολλοί σαν αυτούς -δεμένοι μεταξύ τους με την ίδια τριχιά- γέμισαν από τόσο αίμα βαθιές γραμμές στο πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια, γραμμές αλύγιστες, το ίδιο κόκκινες, που φτάνουν ολόισια στις καρδιές και τις χαρακώνουν μια για πάντα, διαπαντός. 

Κι η εξοικείωση των στρατιωτών -ανθρώπων με τόσο πολύ αίμα -πρώτα λόγω της παλιάς άγραφης ηθικής, ύστερα λόγω του πολέμου, κι ύστερα πάλι λόγω της παλιάς ηθικής- στην πραγματικότητα φανερώνει κάτι πέρα και πάνω από την ιστορία και τις στιγμές της, αποκαλύπτει την πρώτη και βαθιά κρυμμένη άγρια ανθρώπινη φύση, μακριά από καθετί καλό ή κακό, μια φύση ανελέητη κι ορμητική, που απλά γαλουχείται από κανόνες μες τις επάλληλες εποχές και τις δομημένες κοινωνίες, που εκπολιτίζεται και μαλακώνει, χωρίς να ξεχνά και να γαληνεύει.

Η τραχύτητα κάθε ανθρώπινης καρδιάς, αποδίδεται σε όλο της το μεγαλείο μέσα από τους δύσκολους ήχους της κλειστής γλώσσας των ηρώων. «Το να σκοτώνεις έχει κι αυτό ομορφιά. Αλλά είναι όμορφο μοναχά όταν είναι χρήσιμο. Πρέπει να το κάνεις χωρίς άχτι, χωρίς μίσος» θα πει ο τελευταίος ήρωας του συγγραφέα. Είναι αυτός, ο μόνος, που παίρνει μορφή κάπου στο βάθος ενός άλλου κόσμου, ένας υπέροχος τεράστιος σκοτεινός όγκος -μάλλον χωρίς πρόσωπο- αλλά με βαθιά φωνή, που αγκαλιάζει και κλείνει μέσα του, σχεδόν προστατευτικά, όλους τους προηγούμενους κουρασμένους πια ήρωές του. Ένας άνθρωπος απόμακρος, σιωπηλός, σχεδόν απόκοσμα φοβερός και αγέρωχος που συμπαραστέκεται, βοηθά κι ύστερα χάνεται αθόρυβα στον πιο μεγάλο και άγνωστο κόσμο. Κάποτε, πριν από όλους αυτούς τους φοβερούς πολέμους είχε μιαν άλλη ζωή. Ύστερα, σαν έγινε «άντρας … με το σκοτωμό» και κατάλαβε ότι η βρομιά του αίματος θα τον ακολουθούσε πάντα, επέλεξε ο ίδιος από στρατιώτης να γίνει χασάπης, ένας νόκερ που χτυπά «κατευτείαν στο κούτελο, στο δοξαπατρί» και σκοτώνει, που πληρώνεται και έτσι ζει.

Η ένταση του βιβλίου είναι ισοδύναμη αυτής του ήχου των λέξεων του συγγραφέα: σκληρή και ταυτόχρονα βαθιά συναισθηματική η γραφή, απλώνεται και ανθίζει τρομακτικά μοντέρνα και γεμάτη μουσικότητα: Οι άνθρωποι φτάνουν στα όριά τους, αναμετρώνται με κώδικες, παλιές ηθικές και την αγριότητα της ζωής, οδηγούνται πέρα από κάθε ηθική, ενοχή ή συγχώρευση, και στο όνομα της παλιάς πρώτης ζωής -εκείνης της αθωότητας που χάθηκε πια για πάντα- ακέραιο, φοβεροί και ολομόναχοι, καταλήγουν διωγμένοι και καταδιωγμένοι. Και δεν είναι νοσταλγία αυτό που μένει, όταν τελειώνει κάθε πίστη, κάθε λύπη και πόνος στην ψυχή. 
Αυτό που μένει, γίνεται πολιτισμός, λες και πρόκειται για την φυσική εξέλιξη του αίματος και μαζί της ίδιας της ζωής που αυτό τροφοδοτεί το σώμα. «Είπα, αφού στα αίματα έμαθες, Αργύρη, στα αίματα θα πορεύεσαι. Εκεί το ‘ χεις ταμένο. Εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι είν’ έτσι στ’ αυτιά πιο ωραίο. Άμα είσαι στα μετόπιστεν ξέρεις πώς είν’ εκεί που πολιεμάνε; Άμα είσαι μπακάλης, έμπορας, πουτάνα, οτιδήποτε, ξέρεις πώς είν’ το σφαγείο; […] Να μην ξεχάσουνε ποτέ ότι από όσους σκοτώσανε τούτα τα χέρια κάνουν ακόμα προκοπή»

Το βιβλίο αυτό μοιάζει με αργό συρτό στα δύο. Απ’ τον τίτλο του πρώτου διηγήματος, ως την τελευταία του λέξη, γέμισα δάκρυα. «Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σκίνα», «φεύγεις έτσ’ δα για λίγο ή διαπαντός;».
Πάει πολύς καιρός που λέξεις κατόρθωσαν να γεμίσουν την καρδιά μου, που ένας συγγραφέας -τόσο νέος και ταυτόχρονα τόσο τρυφερός- με συγκλόνισε.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News