3001
|

«Φάκελος Σνόουντεν», Λουκ Χάρντινκ (Καστανιώτης)

Avatar protagon.import 25 Ιουνίου 2014, 00:28

«Φάκελος Σνόουντεν», Λουκ Χάρντινκ (Καστανιώτης)

Avatar protagon.import 25 Ιουνίου 2014, 00:28

Οι αποκαλύψεις που έδωσαν το Βραβείο Πούλιτζερ στην Guardian. Κυκλοφορεί την Πέμπτη 26 Ιουνίου, σε μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη Για περισσότερα επισκεφθείτε το site του βιβλίου.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Ο ΠΛΕΟΝ ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ

Ξενοδοχείο Mira, Νέιθαν Ρόουντ, ΧονγκΚονγκ

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

«Αν ήμουν κατάσκοπος των Κινέζων γιατί να μην πάω κατευθείαν στο Πεκίνο; Αυτή τη στιγμή θα μπορούσα να ζω σε παλάτι, χαϊδεύοντας κάποιον φοίνικα».

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΣΝΟΟΥΝΤΕΝ

Ήταν περίπου 3 π.μ. τοπική ώρα όταν η Guardian δημοσίευσε την πρώτη από τις ιστορίες του Σνόουντεν για την NSA. Όταν επέστρεψαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο ΧονγκΚονγκ το επόμενο πρωί, οι τρεις δημοσιογράφοι αντίκρισαν έναν εκστασιασμένο πληροφοριοδότη.

Οι αποκαλύψεις του ήταν εκεί, πρώτο θέμα στο CNN. Ο Σνόουντεν δυνάμωσε τον ήχο της τηλεόρασης. Ο ΓουλφΜπλίτζερ, βασικός παρουσιαστής του CNN, είχε ένα πάνελ με τρεις ειδήμονες: συζητούσαν για την πιθανή ταυτότητα της μυστηριώδους πηγής της Guardian. Ποιος είχε κάνει τη διαρροή; Κάποιος από τον Λευκό Οίκο; Ένας δυσαρεστημένος στρατηγός; Κάποιος υπερ-κατάσκοπος της KGB; Η στιγμή ήταν άκρως ειρωνική. «Ήταν αστείο να τους βλέπεις να εικάζουν ποιος μπορεί να έκανε τη διαρροή κι εσύ να κάθεσαι δίπλα του», λέει ο ΜακΆσκιλ.

Η ανταπόκριση εξέπληξε ακόμη και τον Σνόουντεν. Οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο ήταν εξαιρετικά υποστηρικτικές· ήδη είχε δημιουργηθεί μια κίνηση πολιτών με τίτλο «Αποκαταστήστε την Τέταρτη Τροποποίηση». Η άμεση δημοσίευση βοήθησε τις σχέσεις του με την Guardian: έδειχνε στον Σνόουντεν ότι η εφημερίδα ενεργούσε καλόπιστα. Από την αρχή στόχος του ήταν να προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση· ένιωθε ότι η ιστορία για τη Verizon συνέβαλε σ’ αυτό, ταράζοντας τα νερά.

Ο ΜακΆσκιλ αναρωτιόταν αν ο πληροφοριοδότης θα ένιωθε αυταρέσκεια, ενθουσιασμό ή αν θα έπαιρναν τα μυαλά του αέρα όταν βρισκόταν στο επίκεντρο των παγκόσμιων εξελίξεων. Προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν απολύτως απαθής· όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο CNN. Έδειχνε να κατανοεί το μέγεθος όσων είχαν συμβεί. Τώρα πια δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Αν επέστρεφε στη Χαβάη, θα τον συλλάμβαναν και θα τον φυλάκιζαν. Η ζωή του Σνόουντεν δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδια.

Ποιο ήταν λοιπόν το επόμενο βήμα; Το πιο πιθανό σενάριο για τον ίδιο, σύμφωνα με τον Σνόουντεν, ήταν να τον συλλάβει η κινεζική αστυνομία στο ΧονγκΚονγκ. Θα ακολουθούσε μια νομική διαμάχη. Μάλλον για κάποιους μήνες. Ίσως για έναν χρόνο. Τελικά θα τον έστελναν στις ΗΠΑ. Και μετά… δεκαετίες ολόκληρες στη φυλακή.

Ο Σνόουντεν είχε παραδώσει μια τεράστια ποσότητα υλικού σε φορητούς σκληρούς δίσκους. Δεν περιλάμβανε μόνο τους εσωτερικούς φακέλους της NSA, αλλά και βρετανικό υλικό από τηνGCHQ, που φαίνεται πως το εμπιστευόταν στους Αμερικανούς συναδέλφους.

«Πόσα βρετανικά έγγραφα περιέχει το υλικό;» ρώτησε ο ΜακΆσκιλ. «Περίπου 50 με 60.000».

Είχε περάσει πολλούς μήνες αναλογιζόμενος τις σχεδιαζόμενες συναλλαγές του με τα μέσα ενημέρωσης. Ήταν σχολαστικός. Απαιτούσε να ακολουθούνται αυστηροί κανόνες στη διαχείριση του απόρρητου υλικού. Επέμενε ότι τα έγγραφα των NSA/GCHQ που αποδείκνυαν κατασκοπευτικές ενέργειες όφειλαν να πάνε στους αντίστοιχους στόχους παρακολούθησης. Πίστευε ότι τα μέσα ενημέρωσης του ΧονγκΚονγκ έπρεπε να λάβουν τις πληροφορίες για τις παρακολουθήσεις στο ΧονγκΚονγκ, τα μέσα στη Βραζιλία το αντίστοιχο βραζιλιάνικο υλικό κλπ. Ως προς αυτό, ήταν κατηγορηματικός. Αν, από την άλλη, το υλικό έπεφτε στα χέρια κάποιου τρίτου αντίπαλου, όπως οι Ρώσοι ή οι Κινέζοι, θα τον εξέθετε στην επιζήμια κατηγορία του αποστάτη ή του ξένου πράκτορα – ενώ δεν ήταν.

Ο Σνόουντεν γνώριζε την πιθανότητα οι ξένες μυστικές υπηρεσίες να αναζητήσουν τα αρχεία του και ήταν αποφασισμένος να το αποτρέψει. Ως κατάσκοπος, μία από τις δουλειές του ήταν να προστατεύει τα αμερικανικά μυστικά από τις κινεζικές επιθέσεις. Γνώριζε τις ικανότητες των αντιπάλων. Ο Σνόουντεν ξεκαθάριζε επανειλημμένα ότι δεν ήθελε να βλάψει τις μυστικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό.

«Γνώριζα όσους εργάζονταν στην NSA. Ολόκληρη την κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών και τους πράκτορες ανά τον κόσμο. Τη θέση όλων των σταθμών παρακολούθησης, όλες τους τις αποστολές… Αν ήθελα να βλάψω την Αμερική θα μπορούσα να κλείσω το σύστημα παρακολούθησης μέσα σε ένα απόγευμα. Δεν είχα ποτέ τέτοια πρόθεση», είπε.

Το έθεσε ακόμη πιο ξεκάθαρα όταν αργότερα κατηγορήθηκε για «προδοσία»: «Δεν έχετε παρά να αναρωτηθείτε: Αν ήμουν κατάσκοπος των Κινέζων γιατί να μην πάω κατευθείαν στο Πεκίνο; Αυτή τη στιγμή θα μπορούσα να ζω σε παλάτι, χαϊδεύοντας κάποιον φοίνικα».

Κάποια στιγμή στη διάρκεια της ενημέρωσης των δημοσιογράφων στο ΧονγκΚονγκ, ο Σνόουντεν είχε πει ότι οι πολίτες σε χώρες που αναγνώριζαν τη διαρροή πληροφοριών και τη δημοσιογραφία για το δημόσιο συμφέρον είχαν δικαίωμα να γνωρίζουν τι συνέβαινε. Ήθελε από την Guardian και τους άλλους συνεργάτες από τα μέσα ενημέρωσης να αφαιρέσουν οτιδήποτε αφορούσε συγκεκριμένες επιχειρήσεις και ίσως έβλαπτε νόμιμες ενέργειες παρακολούθησης. Αυτοί ήταν οι όροι του. Οι πάντες συμφώνησαν.

Έλαβαν τεχνικές προφυλάξεις. Τα αρχεία αποθηκεύτηκαν σε κάρτες μνήμης. Διέθεταν ισχυρή κρυπτογράφηση με πολλαπλούς κωδικούς ασφαλείας. Δεν υπήρχε ένα άτομο που να γνωρίζει όλους του κωδικούς ασφαλείας για κάποιο αρχείο.

Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι με τους οποίους είχε επικοινωνήσει ο Σνόουντεν διέθεταν πλέον ένα τεράστιο θησαυρό από άκρως απόρρητο υλικό. Οι αποκαλύψεις του WikiLeaks, που είχε δημοσιεύσει η Guardian στο Λονδίνο το 2010, αφορούσαν διπλωματικά τηλεγραφήματα και στρατιωτικά αρχεία από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, τα οποία διέρρευσε η οπλίτης ΤσέλσιΜάνινγκ. Ορισμένα –μόλις το 6τοιςεκατό– ήταν διαβαθμισμένα στο σχετικά χαμηλό επίπεδο του «απόρρητου». Τα αρχεία του Σνόουντεν ανήκαν σε άλλη κατηγορία. Από «άκρως απόρρητα» και πάνω. Κάποτε υπήρξε μια μελοδραματική αποσκίρτηση στη Μόσχα κάποιων κατασκόπων που είχαν εκπαιδευτεί στο Κέιμπριτζ – Μπέρτζες, Μακλίν και Φίλμπι. Όμως πρώτη φορά συνέβαινε μια μαζική διαρροή εγγράφων σε τέτοιο ιλιγγιώδες επίπεδο.

Συνήθως ο Σνόουντεν φορούσε μπλουζάκια στο δωμάτιό του, όμως την Πέμπτη 6 Ιουνίου ο Γκρίνγουολντ φρόντισε να το αλλάξει αυτό. Ο Σνόουντεν φόρεσε ένα γκρι, σιδερωμένο πουκάμισο. Μετακινήθηκε από τη συνηθισμένη θέση του στο κρεβάτι σε μια καρέκλα: πίσω του βρισκόταν ένας καθρέφτης. Κατ’ αυτό τον τρόπο το δωμάτιο δεν έδειχνε τόσο μικρό και στενάχωρο.

Ο Σνόουντεν ετοιμαζόταν να μαγνητοσκοπήσει την πρώτη του δημόσια συνέντευξη. Ήταν η στιγμή που θα αποκάλυπτε την ταυτότητά του στον κόσμο και θα ομολογούσε, ή μάλλον θα αναλάμβανε περήφανα την ευθύνη για τη διαρροή των εγγράφων της NSA. Είπε στον Γκρίνγουολντ: «Δεν σκοπεύω να αποκρύψω ποιος είμαι, αφού ξέρω ότι δεν έχω κάνει κάτι κακό».

Ήταν μια θαρραλέα και μάλλον παράλογη κίνηση, την οποία ο Σνόουντεν σκεφτόταν από καιρό. Οι λόγοι του φάνταζαν λογικοί στους δημοσιογράφους. Πρώτον, όπως είπε στον ΜακΆσκιλ, είχε δει από κοντά τις καταστροφικές συνέπειες σε συναδέλφους στις περιπτώσεις που οι έρευνες για κάποια διαρροή αφορούσαν άγνωστες πηγές. Είχε διαπιστώσει τις «φριχτές συνέπειες για όσους θεωρούνταν ύποπτοι». Είπε ότι δεν ήθελε να υποβάλει τους συναδέλφους του σε τέτοια δοκιμασία.

Δεύτερον, γνώριζε τις ασύλληπτες τεχνικές δυνατότητες της NSA· ήταν θέμα χρόνου να τον εντοπίσουν. Το σχέδιο από την αρχή προέβλεπε πως μετά τις πρώτες δημοσιεύσεις θα αποκάλυπτε την ταυτότητά του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σνόουντεν επιθυμούσε να μιμηθεί την ΤσέλσιΜάνινγκ, έχοντας παρακολουθήσει στενά τη σύλληψή της το 2010 και τη σκληρή μεταχείρισή της στις φυλακές. Ο Σνόουντεν είπε: «Η Μάνινγκ ήταν το κλασσικό βαθύ λαρύγγι. Εμπνεόταν από το δημόσιο συμφέρον». Ως αποτέλεσμα, η Μάνινγκ θα περνούσε από στρατοδικείο στο ΦορτΜιντ, δίπλα στα κεντρικά γραφεία της NSA – που σύντομα θα καταδίκαζε τη νεαρή στρατιώτη σε φυλάκιση 35 ετών.

Ο Σνόουντεν είπε ότι η περίπτωση Μάνινγκ αποδείκνυε πως ήταν αδύνατον ένας πληροφοριοδότης να τύχει δίκαιης δίκης στις ΗΠΑ. Ένα μεγάλο διάστημα στη φυλακή θα παρεμπόδιζε επίσης τη δημόσια συζήτηση που αποζητούσε ο Σνόουντεν.

Η Πόιτρας κατέγραφε τον Σνόουντεν από την πρώτη τους συνάντηση· ο φακός της είχε επηρεάσει μάλλον αρνητικά τις αρχικές τους συζητήσεις, όμως τώρα ο Σνόουντεν συμφώνησε να μιλήσει απευθείας στην κάμερα. Ήταν μια «παρθένα πηγή», όπως το έθεσε. Μέχρι τότε είχε αποφύγει κάθε επαφή με τους δημοσιογράφους και τα μέσα. Δεν έδειχνε καν το πρόσωπό του στο ιστολόγιο της φίλης του. Ταυτόχρονα όμως, γνώριζε το διακύβευμα. Δεχόταν ότι στο τέλος σημασία είχε η ετυμηγορία της κοινής γνώμης. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνέντευξη θα βοηθούσε να διαμορφωθούν οι εντυπώσεις.

Ο Γκρίνγουολντ καθόταν απέναντι από τον Σνόουντεν. Έθετε τις ερωτήσεις. Ως δικηγόρος και πεπειραμένος παρουσιαστής, ο Γκρίνγουολντ ήταν άνετος με τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Όμως η συμπεριφορά του Σνόουντεν στην οθόνη αποτελούσε άγνωστη παράμετρο.

Παρ’ όλ’ αυτά, καίτοι αρχάριος στα μέσα, έδωσε μία απίστευτη παράσταση, με στρωτές απαντήσεις και πειστικές εξηγήσεις ως προς τα κίνητρά του για μια τόσο ριζοσπαστική κίνηση. Πάνω απ’ όλα όμως, εμφανίστηκε εξαιρετικά λογικός.

Όταν ρωτήθηκε γιατί αποφάσισε να γίνει πληροφοριοδότης, ο Σνόουντεν είπε ότι πνιγόταν μέσα στο σύστημα, πριν τελικά καταλήξει ότι δεν είχε εναλλακτική παρά να βγει εκτός: «Όταν βρίσκεσαι σε θέσεις προνομιακής πρόσβασης, όπως ένας διαχειριστής συστημάτων σε τέτοιου είδους υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών, εκτίθεσαι σε πολύ περισσότερες πληροφορίες σε ευρύτερη κλίμακα από τον μέσο υπάλληλο».

Όσα διαπίστωσε τον «ανησύχησαν» βαθύτατα. «Ακόμα κι αν δεν κάνεις τίποτε κακό, σε παρακολουθούν και σε καταγράφουν», είπε στην Guardian. «Οι αποθηκευτικές δυνατότητες των συστημάτων αυξάνονται κάθε χρόνο σταθερά και μάλιστα εκθετικά, μέχρι του σημείου όπου… δεν χρειάζεται να έχεις κάνει κάτι κακό. Δεν έχεις παρά να θεωρηθείς ύποπτος από κάποιον, ακόμη και εξαιτίας μιας λάθος κλήσης. Κατόπιν χρησιμοποιούν το σύστημα για να πάνε πίσω στον χρόνο και να εξετάσουν εξονυχιστικά κάθε απόφαση που πήρες ποτέ σου, κάθε φίλο με τον οποίο συζήτησες το οτιδήποτε. Και σου επιτίθενται με τρόπο που καθιστά ύποπτο ακόμη κι έναν αθώο, δημιουργώντας το πορτρέτο ενός παραβάτη».

Πρόσθεσε, προκειμένου να εξηγήσει την απόφασή του για τις διαρροές, με όλες τις προβλέψιμες συνέπειες για το υπόλοιπο της ζωής του: «Συνειδητοποιείς ότι βοήθησες κι εσύ στη δημιουργία ενός τέτοιου κόσμου που θα επιδεινωθεί με την επόμενη γενιά και τη μεθεπόμενη γενιά, καθώς θα διευρύνονται οι δυνατότητες αυτής της αρχιτεκτονικής της καταπίεσης».

Ο ΜακΆσκιλ, που παρακολουθούσε συνεπαρμένος, κι ενώ η Πόιτρας κινηματογραφούσε, αισθάνθηκε ότι ο Σνόουντεν ήταν καλύτερος στην κάμερα παρά δια ζώσης.

Για τους τρεις δημοσιογράφους, όλες αυτές οι νύχτες και οι μέρες στο ΧόνγκΚονγκ αποτελούσαν κάτι το ενιαίο: μια διαδοχή από εξουθενωτικά διαστήματα δουλειάς γεμάτα ενθουσιασμό, αδρεναλίνη και παράνοια.

Στο Mira, η Πόιτρας κατάφερε σύντομα να δείξει το μονταρισμένο υλικό στους άλλους δύο. Είχε μετατρέψει τη συνέντευξη του Σνόουντεν σε ένα βίντεο διάρκειας 17 λεπτών, όμορφα καδραρισμένο και με ένα αρχικό πλάνο που έδειχνε το λιμάνι του ΧονγκΚονγκ και έναν βελούδινο ουρανό. Ο τίτλος ήταν απλός: «Ένα Βαθύ Λαρύγγι για το PRISM». Συζήτησαν για πιθανές περικοπές, με την Πόιτρας να περιορίζει τελικά τη συνέντευξη στα δωδεκάμισι λεπτά, για να κυκλοφορήσει αργότερα ένα δεύτερο βίντεο.

«Ένιωθα ότι ξαφνικά είχε βρεθεί να πρωταγωνιστεί σε μια κατασκοπευτική ταινία», λέει ο ΜακΆσκιλ. Πώς στο καλό θα κατάφερναν να στείλουν με ασφάλεια το υλικό στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο;

Συζητώντας με τον αρχισυντάκτη της Guardian μέσω κρυπτογραφημένου τσατ, ο ΜακΆσκιλ είπε ότι η ομάδα του χρειαζόταν τεχνική βοήθεια. Ο ΝτέιβιντΜπλίσεν, συντάκτης της Guardian σε θέματα συστημάτων, διέθετε γνώσεις που ελάχιστοι συνάδελφοί του δημοσιογράφοι κατέχουν. Επιπλέον κατανοούσε πώς λειτουργεί η διαδικασία σύνταξης των ειδήσεων. Στη διάρκεια της έρευνας για το WikiLeaks, ο Μπλίσεν βοήθησε στον συντονισμό της αφαίρεσης των ονομάτων όσων είχαν μιλήσει στους Αμερικανούς διπλωμάτες και ίσως κινδύνευαν αν αποκάλυπταν την ταυτότητά τους, καθώς βρίσκονταν σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ ή η Λευκορωσία. (Η διαδικασία ήταν σημαντική αν και τελικά μάταιη· το καλοκαίρι του 2011, έξι μήνες μετά την εμφάνιση των πρώτων δημοσιευμάτων που βασίζονταν στα διπλωματικά τηλεγραφήματα των ΗΠΑ, ο ΤζούλιανΑσάνζ δημοσίευσε όλα τα έγγραφα χωρίς να αφαιρέσει κανένα όνομα.)

Ο Μπλίσεν πήγε στο αεροδρόμιο και έφτασε στο ΧονγκΚονγκ την επομένη. Και για εκείνον το ταξίδι είχε μια δόση νοσταλγίας. Είχε γεννηθεί στην τότε αποικία το 1972· ο πατέρας του, έναςΒρετανός αξιωματούχος, υπηρετούσε εκεί. Όταν ο ΜακΆσκιλ τον συνάντησε στο πρωινό, κουβέντιασαν για τις σκοτσέζικες εφημερίδες όπου είχαν εργαστεί και οι δύο. «Πάντως δεν έμαθα για ποιο λόγο με είχαν καλέσει», λέει ο Μπλίσεν. «Ο Γιούαν δεν μου είπε το παραμικρό». Κατόπιν, ο ΜακΆσκιλ ζήτησε από τον Μπλίσεν να αφήσει το κινητό του στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και του πρότεινε να πάνε μια βόλτα. Αφού βγήκαν έξω, ο ΜακΆσκιλ του έδωσε μια κάρτα μνήμης· ένα μικρό, επίπεδο, τετράγωνο τσιπάκι. Δεν έμοιαζε να έχει κάτι το ιδιαίτερο, αν και η χωρητικότητά της ήταν μεγάλη – 32 gigabyte.

Ο Μπλίσεν έπρεπε να στείλει το βίντεο με τον Σνόουντεν στα γραφεία της Guardian στη Νέα Υόρκη. Ο Μπλίσεν παρακολούθησε το βίντεο και εντυπωσιάστηκε: «[Ο Σνόουντεν] είναι σαφής. Έδειχνε να έχει αρχές. Στις περιπτώσεις του Ασάνζ και της Μάνινγκ, υπάρχει κόσμος που αμφιβάλλει αν στέκουν καλά στα μυαλά τους. Ο Εντ έδειχνε απόλυτα φυσιολογικός και πειστικός». Έχοντας τη μονταρισμένη εκδοχή, πήρε αγχωμένος ένα ταξί για το ξενοδοχείο του στο κέντρο της πόλης.

Ο ταξιτζής ρώτησε τον Μπλίσεν σε τραγουδιστά αγγλικά: «Θέλεις πάω να δεις κορίτσια; Είναι φτηνά. Πολύ όμορφα. Σου αρέσουν οι Ασιάτισσες;»

Ο Μπλίσεν έπρεπε να επιστρέψει επειγόντως στο δωμάτιό του. Έδειξε ξεκάθαρα πως δεν ενδιαφερόταν. Ο ταξιτζής έμεινε σκεπτικός για λίγο. Κατόπιν το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Α, σ’ αρέσουν αγοράκια! Αγοράκια! Σαν εμένα;». Ο Μπλίσεν αποκρίθηκε κουρασμένα: «Είμαι πολύ βαρετός. Θέλω να πάω στο ξενοδοχείο μου». Ο ταξιτζής επέμεινε: «Τι να κάνεις στο ξενοδοχείο;» Αν και ήταν μόλις 7:30 μ.μ. ο Μπλίσεν είπε στον οδηγό ότι ήθελε να κοιμηθεί. «Ήμουν ο χειρότερος, πληκτικότερος επιβάτης που είχε πάρει στη ζωή του».

Αφού επέστρεψε στο Ξενοδοχείο Lan Kwai Fong, ο Μπλίσενέστειλε ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα στον Τζέιμς Μπολ της Guar­dian, στη Νέα Υόρκη. Έστειλε το βίντεο μέσω μιας ασφαλούς σύνδεσης σε ένα κρυπτογραφημένο αρχείο. Απέστειλε ξεχωριστά τον κωδικό πρόσβασης. Ακολούθησε καταστροφή. Η ομάδα της Guardian δεν κατάφερε να ανοίξει το αρχείο. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Τελικά, το βίντεο στάλθηκε χωρίς κρυπτογράφηση, με τον κίνδυνο να το χακάρει η NSA, αν και η αποστολή έγινε μέσω ασφαλούς σύνδεσης. Προς ανακούφιση όλων, έφτασε απείραχτο.

Από την αρχή ο Σνόουντεν είχε ξεκαθαρίσει ότι ήθελε να φανερώσει την ταυτότητά του. Παρ’ όλ’ αυτά στη Νέα Υόρκη το αρχείο με τον Σνόουντεν να μιλάει λειτούργησε καθαρτικά. Και καθησυχαστικά. «Πραγματικά μας συντάραξε. Μας φάνηκε άνετος και πειστικός. Όλα όσα έλεγε έμοιαζαν αξιόπιστα», λέει ο Μίλαρ. Όταν έφτασε η στιγμή, με το βίντεο έτοιμο προς ανάρτηση, η ατμόσφαιρα στην αίθουσα σύνταξης ήταν εξαιρετικά φορτισμένη. «Ήταν μια τρομακτική στιγμή», λέει η Γκίμπσον. Ωστόσο, το δημοσιογραφικό ερώτημα παρέμενε: έκαναν το σωστό; Για άλλη μια φορά ο Σνόουντεν προχωρούσε σε μια στρατηγική επιλογή – αποφασίζοντας προσωπικά πώς να παίξει τα ελάχιστα φύλλα που κρατούσε στο χέρι.

Πέντε άτομα, μεταξύ αυτών και ο Ράσμπριτζερ, βρίσκονταν στο γραφείο. Το βίντεο ανέβηκε γύρω στις 3 μ.μ. τοπική ώρα. «Έμοιαζε με βόμβα που πυροδοτείται», λέει ο Ράσμπριτζερ. «Υπήρξαν μερικά σιωπηλά δευτερόλεπτα μετά την έκρηξη της βόμβας όπου τίποτα δεν συμβαίνει». Οι τηλεοπτικοί δέκτες ήταν συντονισμένοι σε διαφορετικά κανάλια· για σχεδόν μία ώρα πρόβαλλαν κυριακάτικες ειδήσεις κονσέρβα. Στις 4 μ.μ. ακριβώς, έσκασε η ιστορία. Σε όλα τα δίκτυα εμφανίστηκε η εικόνα του Σνόουντεν. Το CNN μετάδωσε ολόκληρο το 12λεπτο βίντεο.

Ήταν 3 π.μ. στο ΧονγκΚονγκ όταν το βίντεο ανέβηκε στο διαδίκτυο. Το Twitter πήρε αμέσως φωτιά. Θα κατέληγε το βίντεο με τις περισσότερες προβολές στην ιστορία της Guardian.

«Είναι σπάνιο μια πηγή να εμφανίζεται δημόσια κατ’ αυτό τον τρόπο. Ξέραμε λοιπόν ότι το βίντεο θα έκανε πάταγο», θυμάται ο ΜακΆσκιλ. «Η χορογραφία μιας σειράς τεράστιας σημασίας άρθρων με κατάληξη ένα βίντεο ήταν απίστευτη».

Τη μια στιγμή ο Σνόουντεν ήταν γνωστός στους φίλους και την οικογένειά του, και σε ορισμένους συναδέλφους. Την επόμενη, εντελώς ξαφνικά, αποτελούσε παγκόσμιο φαινόμενο, όχι πια έναν απλό άνθρωπο αλλά ένα αλεξικέραυνο για κάθε είδους αντιφατικές απόψεις σχετικά με το κράτος, τα όρια της ιδιωτικότητας και της ασφάλειας, αλλά και ολόκληρης της σύγχρονης εποχής.

Ο Σνόουντεν δέχτηκε τα πάντα με ψυχραιμία και χιούμορ. Στο δωμάτιο 1014 συζητούσε διαδικτυακά με τον Γκρίνγουολντ και τον ΜακΆσκιλ, αστειευόμενος ειρωνικά για την εμφάνισή του και τα σχόλια που προκάλεσε. Πρώτη φορά έβλεπε το βίντεο. (Η Πόιτρας του το είχε στείλει, όμως ο Σνόουντεν αντιμετώπισε προβλήματα με τη σύνδεσή του και δεν μπόρεσε να το δει.) Υπήρχε ένα αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, ο Σνόουντεν ήταν πια ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος στον πλανήτη.

Το κυνήγι είχε ήδη αρχίσει. Το CNN, σε μια από τις πολλές τηλεοπτικές συνεντεύξεις του Γκρίνγουολντ, είχε βάλει τον τίτλο «ΓκλενΓκρίνγουολντ, ΧονγκΚονγκ» – σημαντικότατο στοιχείο, για όποιον παρακολουθούσε, σχετικά με το καταφύγιο της πηγής της Guardian. Τα τοπικά κινεζικά μέσα και οι δημοσιογράφοι σε όλο τον κόσμο μελετούσαν το κάθε καρέ αναζητώντας στοιχεία. Αρχικά μπερδεύτηκαν από το εναρκτήριο πλάνο της Πόιτρας, τραβηγμένο από το Ξενοδοχείο W. Υπέθεσαν ότι εκεί βρισκόταν ο Σνόουντεν. Όμως ένας πολυμήχανος δημοσιογράφος χρησιμοποίησε το Twitter για να αναγνωρίσει το Mira από τις λάμπες του.

Τη Δευτέρα, 10 Ιουνίου, ο Σνόουντεν μάζευε τα πράγματά του για να φύγει από το ξενοδοχείο, ενώ η Πόιτρας τον κινηματογραφούσε για τελευταία φορά. Ένιωθε προστατευτική απέναντί του. Τον γνώριζε περισσότερο διάστημα απ’ τους υπόλοιπους και τον είχε πιστέψει ευθύς εξαρχής. Τον αγκάλιασε. «Δεν ξέρω τι σχεδίαζε να κάνει. Δεν είχα ιδέα ποια ήταν η επόμενη κίνησή του», λέει.

Ο Σνόουντεν εξαφανίστηκε.

Στο Ξενοδοχείο W, ο ΜακΆσκιλ πετάχτηκε να πάρει έναν καφέ και να αγοράσει κουστούμι και πουκάμισο. Τα ρούχα που είχε μαζί του ήταν για μια διήμερη αποστολή. Ένα συνεργείο του CNN τον περίμενε στην είσοδο. Όταν επέστρεψε από το Marks and Spencer αντίκρισε μια χαοτική σκηνή. Ο χώρος υποδοχής είχε πλημμυρίσει με τηλεοπτικά συνεργεία και δημοσιογράφους. Επιπλέον η διοίκηση είπε ότι το ξενοδοχείο ήταν «πλήρες» και τους ζήτησε να αποχωρήσουν. Ξεγλίστρησαν από τον ανελκυστήρα υπηρεσίας, πήραν το ταξί που τους περίμενε και πήγαν στο Shera­ton. Ως το βράδυ οι δημοσιογράφοι τους είχαν εντοπίσει ξανά. Πριν πέσει για ύπνο, ο ΜακΆσκιλ έφραξε την πόρτα με καρέκλες. Σκέφτηκε ότι ο θόρυβος θα τον ειδοποιούσε έτσι και επιχειρούσαν να την παραβιάσουν.

Πέρασαν δύο μέρες. Ο Γκρίνγουολντ, ο ΜακΆσκιλ και η Πόιτρας γιόρτασαν το τέλος του ταξιδιού με κρασί και τυριά στο δωμάτιο της Πόιτρας, με θέα το λιμάνι. Ο ΜακΆσκιλ έπεσε για ύπνο εξαντλημένος. Τα ξημερώματα η Πόιτρας τηλεφώνησε για να του πει τα ανησυχητικά νέα. Ο Σνόουντεν είχε στείλει μήνυμα λέγοντας ότι κινδυνεύει. Άφηνε να εννοηθεί ότι όπου να ’ναι θα τον συλλάμβαναν και ολοκλήρωνε το μήνυμα δυσοίωνα. Ο ΜακΆσκιλ τηλεφώνησε στους δικηγόρους του Σνόουντεν στο ΧονγκΚονγκ, οι οποίοι είχαν αναλάβει πλέον την υπόθεση. Καμία απάντηση. Τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα. Τηλεφωνητής. Δύο ώρες μετά ένας από τους δικηγόρους τηλεφώνησε και είπε ότι ο Σνόουντεν ήταν εντάξει. Οι λεπτομέρειες ήταν ασαφείς, φαίνεται όμως πως ο Σνόουντεν είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή.

Άραγε πόσο ακόμη θα άντεχε πριν τον αρπάξουν οι ΗΠΑ;

*Μετά από κλήρωση, πέντε τυχεροί που θα αφήσουν το σχόλιό τους εδώ, θα κερδίσουν από ένα αντίτυπο του νέου βιβλίου του Λουκ Χάρντινγκ, «Φάκελος Σνόουντεν».*

(Παρακαλούμε κατά την υποβολή σχολίων να χρησιμοποιείτε έγκυρο email ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας σε περίπτωση που κληρωθείτε)

** Οι νικητές είναι:

14.Ant.K
26.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΕΟΝΤΙΤΣΗΣ
37.Βαγγέλης
42.ΔΗΜΑΜΑ ΘΕΟΔΩΡΑ
50.Tasos

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News