1104
|

Ευλογημένος

Οδυσσέας Ιωάννου Οδυσσέας Ιωάννου 14 Ιανουαρίου 2013, 06:24

Ευλογημένος

Οδυσσέας Ιωάννου Οδυσσέας Ιωάννου 14 Ιανουαρίου 2013, 06:24

Κάθομαι στο γραφείο, καπνίζω, σηκώνομαι, πηγαίνω στο παράθυρο, χαζεύω πεύκα και ψάχνω να βρω τι να γράψω. Έχω κι εγώ το κουβάρι μου όπως όλοι, από πληροφορίες, θυμούς, αισιοδοξίες, μαυρίλες. Δεν θέλω να γράφω για όλα. Προσπαθώ όσο μπορώ να φοράω τα κείμενά μου, όχι να με φοράνε. Πέντε λέξεις μπορείς να πεις για όλα, για τα πάντα. Αλλά πέντε λέξεις που να σε πονάνε, να νιώθεις πως διακυβεύεται η αρτιμέλεια σου αν δεν τις πεις, δύσκολο.

Και κάνω μία αδέξια κίνηση. Και πέφτουν καμμιά τριανταριά cd. Kαι αρχίζω να περπατάω πάνω σε μουσικές και στίχους, και φωνές. Σε γη από λέξεις και ρίμες. Μια λεπτή στρώση έμμετρης πραγματικότητας συγκρατεί όλο το βάρος μου και με κρατάει μερικά χιλιοστά πάνω από αυτό που ψευδεπίγραφα λέγεται αληθινός κόσμος. Δεν πατάω τσιμέντο αλλά δεν φτάνω και στον ουρανό. Εκεί, στο ανάμεσα. Στην γλύκα μιας μελωδίας που χύνει μέλι στην ραχοκοκκαλιά μου. Σε λόγια που κάποτε έβαλαν μία τάξη στο ανείπωτο, και σε φωνές που είπαν δυο κουβέντες στα ίσα με τον Θεό.

Πριν τα ξαναβάλω στις θήκες τους, τα παίρνω στα χέρια μου, τα σκουπίζω σαν κλαμμένα μάγουλα, τους μιλάω με τα μικρά τους ονόματα. Το τρένο φεύγει στις οχτώ. Ο Μίκης, η Μαρία, ο Μάνος.  Ίδια ονόματα με τα παιδιά απέναντι, στην Κεφαλληνίας, το 1980, που κατέβαιναν κάθε απόγευμα και κλωτσούσαμε ό,τι βρίσκαμε, μπάλλες, τενεκεδάκια, πλαστικά μπουκάλια, τσιγγάκια.

Μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Ο κυρ Απόστολος, ο Πυθαγόρας, η Χαρούλα στα εισόδιά της. 1972, και τραγουδούσα στο δρόμο για την πρώτη δημοτικού, ένα τραγούδι για τον μύθο του Παλαιολόγου. Τρέχα γύρευε… Πιάνω ένα μπλε εξώφυλλο και ένα κρουστό πιάνο αρχίζει μικρές αλυσιδωτές εκρήξεις. Έπειτα, ο Θάνος, “Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρέχτ είμαι απ΄τα Μαύρα Δάση”. Στο φινάλε, μου παίρνει την ψυχή και βάζω τα κλάμματα, ερήμην οποιασδήποτε συνειδητότητας. Ένας πόνος που κρατάει ακόμα όταν ακούω “Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να ΄ρθουν- να μην αφήσω την Βιρτζίνιά μου απ΄την πίκρα να μου σβήσει”.

Η Βίκυ, ο Ζαμπέτας, ο “Τσάντας”. “Και τα δειλινά μια φωνή μου ψιθυρίζει μυστικά δεν θα γυρίσεις πια”.  Σαν να κατάπινα πέτρες. Πολλά χρόνια πέρασαν για να κουμπώσω αυτά τα λόγια στη ζωή μου. Κι από κοντά ο δαιμονισμένος Πάνου, δια στόματος Νταλάρα “Για σένα ο δρόμος είναι δρόμος- τι πάει να πει είναι στραβός;”

Έχω όλο το νερό του κόσμου στα χέρια μου. Μία από τις πλέον ακριβές ιστορίες, από τα πιο βαθιά χνάρια τού πολιτισμού της Ευρώπης τον τελευταίο αιώνα, το ελληνικό τραγούδι. Ναι, έτσι λέω, συγγνώμη. Το “Παραμύθι χωρίς όνομα” έχει σκεπάσει μια συλλογή που περιέχει τους “Λιποτάκτες”. Μάνος, Καμπανέλλης και Λάκης Παπάς μπερδεύουν τα εξώφυλλά τους με τον Μίκη και τον αδερφό του. Ο Έκτορας και η Ανδρομάχη, πλάτη πλάτη με τα Δακρυσμένα Μάτια. “…ας ήτανε να ζω στους μεγάλους δρόμους κάτω απ΄τις αφίσσες…” Τι σκατά συνεχίζουμε και γράφουμε εμείς;

Πριν ολοκληρώσω την ισοπεδωτική αυτοκριτική, όπως είμαι σκυμμένος, στο ύψος των ματιών μου, βλέπω στο ράφι τον πρώτο δίσκο των Συνήθων Υπόπτων. Ημερολόγιο, “…δεν υπάρχει αυτή η στεριά- μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε- γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου”. Ο Φοίβος με τον Καθρέφτη του, ο Σωκράτης με “Τα φτερά μου ανοίγω στον αέρα”, ο Μίλτος “θα πω ένα τραγούδι-σήκω να το χορέψεις- τα μάτια να μου κλέψεις- για πάντα πριν χαθώ”, ο Ορφέας “Κάθε μέρα φεύγω”, ο Γιάννης “Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ”, ο Νίκος “Τα καράβια μου καίω- δεν θα πάω πουθενά”, ο Γιώργος με τον Παρασκευά “Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ”, ο Λαυρέντης με τον Ισαάκ και την Λίνα, ο Θοδωρής με τον Ξυδάκη, ο Βασίλης με την Αφροδίτη “Πάρε με”, η Λίνα, ο Σταμάτης “Ζωή νταλίκα κόκκινη”, ο Χάρης κι ο Πάνος, οι Active Member, ο Νικόλας, ο Παύλος, ο Παπάζογλου, ο Γκανάς, ο Άλκης, ο Τριπολίτης…

Και κλείνει τόσο σοφά ο κύκλος. Το τελευταίο που έβαλα στην θέση του, μια συλλογή με δέκα του Μάρκου και δέκα του Τσιτσάνη. Δεν ρώτησες τόσο καιρό για μένα, Τα ζηλιάρικά σου μάτια. Και δεκάδες άλλα, που απλώς έτυχε να μείνουν στη θέση τους. Όσους τίμησαν το τραγούδι μας –έστω και ερήμην τους-αλλά και τιμήθηκαν από αυτό, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Βάρναλης,  Καβάφης, Καββαδίας, Αναγνωστάκης, Καρούζος, Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης,  Λόρκα, Μπρεχτ, Μαγιακόβσκι, Χικμέτ, Μπίρμαν… Ακόμη, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Μούτσης, ο Σπανός, ο Πλέσσας, ο Καπνίσης, ο Χατζηνάσιος, ο Χιώτης, ο Δερβενιώτης, ο Νικολόπουλος, ο Σαββόπουλος, ο Μητσάκης, ο Παπαϊωάννου, ο Λοϊζος, ο Κουγιουμτζής, o Λεοντής, ο Ανδριόπουλος, ο Σταυριανός, ο Βαρδής, ο Λουκιανός, ο Τόκας,  ο Μαμαγκάκης, ο Δημητρίου, ο Ζήκας, ο Γλέζος, ο Αττίκ, ο Γιαννίδης, ο Σουγιούλ, ο Παπαδόπουλος, η Παπαγιαννοπούλου, η Μαριανίνα, η Αρλέτα, ο Λάδης, ο Γκάτσος, ο Λειβαδίτης, ο Βίρβος, ο Πρετεντέρης, ο Σακελλάριος,  ο Κολοκοτρώνης, ο Μπουρμπούλης, ο Νεγρεπόντης,  ο Κινδύνης, ο Μάνεσης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Τσώτου, ο Φασουλάς,  ο Ρασούλης, ο Χριστοδούλου.

Νιώθω ήδη να πατάω καλύτερα. Σαν να έχω εκπληρωμένα τα τάματά μου. Πραγματικά μισός χωρίς  τα τραγούδια τους. Τα θεϊκά τους αγγίγματα.  Θα ήμουν καταδικασμένος  να μην έχω τίποτα που να είναι έρωτας όταν εκείνος λείπει.  Μια γραμμή γελαστού αίματος με ενώνει με όλο το πριν σαρκωμένο, με όλο το τώρα πλήρες.  Ο Ζούδιαρης, η Πλάτωνος, ο Μύρης, ο Παπαδημητρίου, ο Λειβαδάς, ο Φάμελλος, ο Θαλασσινός με τον Κατσούλη, ο Κορακάκης, ο Χατζηδιάκος, ο Λάγιος, ο Γκούφας, ο Δαβαράκης, ο Δασκαλόπουλος, ο Τσακνής, ο Λάκης, ο Αλκίνοος, ο Παυλίδης, ο Καραμουρατίδης, ο Εμμανουηλίδης, ο Μαραβέγιας, ο Καζούλλης, ο Ζιώγαλας, ο Γερμανός, η Βιτάλη, ο Δρογώσης, τα Υπόγεια Ρεύματα, οι Ενδελέχεια, τα Διάφανα κρίνα, οι Πυξ Λαξ, οι Μουσικές Ταξιαρχίες, ο χαϊνης Αποστολάκης, οι Poll, τα ακόμη πιο φρέσκα πιτσιρίκια που πρωτοπατάνε στο χορτάρι, όλοι οι μουσικοί που έπαιξαν και οι φωνές που τα είπαν, τις οποίες αν αρχίσω να αναφέρω θα ξημερώσω…

Δεν κοιτάω αρχεία, τρέχουν όλοι τους μέσα μου και δεν τους προλαβαίνουν τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο. Γι αυτό και δεν ξεχνάω λίγους, αλλά πολλούς. Όσους έγραψαν έστω και μία στροφή, μία φράση, και έκαναν έστω και έναν να ακουμπήσει πάνω τους για λίγο. Άνθρωποι-τραγούδια- άνθρωποι, κι όποιος δοκιμάσει να ξεδιαλύνει αυτόν τον κόμπο είναι σαν να σπάει τα παιχνίδια του για να δει πώς δουλεύουν.

Μην με αποπάρεις, μην με παρεξηγήσεις. Δεν είναι εγκυκλοπαίδεια, δεν είναι αξιολογικός κατάλογος ποιότητας. Είναι αυτό που είπα στην αρχή. Να γράψω λίγες λέξεις που να με πονάνε. Και πώς να απολογηθείς για τους πόνους σου; Κι όπως είδες είναι τόσοι πολλοί! Μπήκα στα τέσσερά μου στην ομορφότερη περιπέτεια και θα αισθάνομαι για πάντα ευλογημένος που αγάπησα τόσο πολύ και κάτι άλλο πέρα από ανθρώπους.

Αν θέλετε, συμπληρώστε το εσείς. Με τρυφερότητα, δυο λόγια για ό,τι αγαπάτε, όχι για ό,τι δεν σας μίλησε. Η τέχνη δεν έχει οπαδούς, έχει συνομιλητές.

Υ.Γ Το κείμενο αφιερωμένο στον Old Boy και στο post του της 6ης Ιανουαρίου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News