Το 2024 ήταν αναμφισβήτητα η χρονιά της Τέιλορ Σουίφτ. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το 2023 και σχεδόν για κάθε έτος της τελευταίας δεκαετίας. Το 2024, ωστόσο, η κυριαρχία της είχε μια νέα διάσταση. Τη χρονιά που πέρασε η 34χρονη αμερικανίδα τραγουδίστρια και τραγουδοποιός ήταν παντού, γράφει στην Telegraph ο Νιλ ΜακΚόρμικ. Με τα λαμπερά της κοστούμια, τα φωτεινά χαμόγελα και τα ρεφρέν της ήταν μόνιμα στις ειδήσεις και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα τραγούδια της μεταδίδονταν σε όλες τις πλατφόρμες και η ίδια εμφανιζόταν live στη σκηνή μιας πόλης κάπου κοντά σας, επισημαίνει ο επικεφαλής μουσικοκριτικός της βρετανικής εφημερίδας.
Η παγκόσμια περιοδεία της ποπ σταρ, The Eras Tour, περιλάμβανε 149 συναυλίες σε πέντε ηπείρους, μεταξύ των οποίων και ένα ρεκόρ οκταήμερων εμφανίσεων στο στάδιο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου. Ξεπέρασε βετεράνους σούπερ σταρ όπως οι U2, οι Coldplay, ο Εντ Σίραν και η Μαντόνα, ενώ άφησε πίσω της ακόμα και τον Ελτον Τζον και τους Rolling Stones. Η περιοδεία της ήταν, μάλιστα, η πρώτη στα χρονικά ύψους 2 δισ. δολαρίων.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ειδικά η Βρετανία τρελάθηκε λίγο παραπάνω με την Τέιλορ Σουίφτ. Οι θαυμαστές της ντύθηκαν με ρούχα εμπνευσμένα από τα τραγούδια της και το πρόσωπό της εμφανίστηκε στις βιτρίνες ακριβών καταστημάτων. Στο Γουέμπλεϊ, δε, εθεάθησαν διάσημοι θαυμαστές της, όπως οι Χιου Γκραντ, Πολ ΜακΚάρτνεϊ, Τομ Κρούζ, ακόμη και ο πρίγκιπας της Ουαλίας.
Λέγεται ότι μετά τη σφαγή του Σάουθπορτ, η σταρ, απόλυτα συγκλονισμένη, συναντήθηκε και με τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ. (Ενας έφηβος οπλισμένος με μαχαίρι επιτέθηκε σε μια τάξη παιδιών 6-11 ετών που έκαναν μάθημα χορού με θέμα την Τέιλορ Σουίφτ, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν τρία παιδιά εννέα, επτά και έξι ετών, και να τραυματιστούν σοβαρά άλλα οκτώ παιδιά και δύο ενήλικες.)
Το τελευταίο άλμπουμ της αμερικανίδας σταρ, «The Tortured Poets Department», που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο, ήταν μακράν το πιο επιτυχημένο της χρονιάς. Βρέθηκε στην κορυφή των αμερικανικών charts για 15 εβδομάδες (εννέα και πλέον στο Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ η Σουίφτ βρέθηκε επίσης για λίγο και στις 14 πρώτες θέσεις στο Billboard singles Hot 100. Πέντε άλλα άλμπουμ της περιλαμβάνονταν επίσης στο top 30 των μπεστ σέλερ του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ κανένας άλλος καλλιτέχνης δεν την πλησίασε καν.
Πού οφείλεται αυτή η απόλυτη πολιτιστική κατάληψη; Η Τέιλορ Σουίφτ μετρά ήδη 18 χρόνια δισκογραφίας στο ενεργητικό της και καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της έχει αποδείξει ότι είναι εκπληκτικά καλή σε κάθε πτυχή της μουσικής βιομηχανίας, υπογραμμίζει ο Νιλ ΜακΚόρμικ στην Telegraph.
Είναι εξίσου επιδέξια τόσο στο μάρκετινγκ όσο και στη σύνθεση τραγουδιών, και άνετη τόσο σε χώρους συναυλιών όσο και στο στούντιο, διαθέτοντας ένα αξιοσημείωτο ένστικτο για τους τρόπους που συνδέονται μεταξύ τους η τέχνη και οι επιχειρήσεις. Επιπλέον, χειρίζεται με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τα social media, υφαίνοντας έξυπνα μια αφήγηση –σε στυλ σαπουνόπερας– της περίπλοκης ερωτικής ζωής της.
Το φανταστικό live show της ήταν έργο μιας καλλιτέχνιδας παγκόσμιας κλάσης, ένας εκθαμβωτικός συνδυασμός συναισθήματος και θεάματος, σχολιάζει ο ΜακΚόρμικ στην Telegraph. Με τα 11 άλμπουμ της, κομψά δομημένα, εκθαμβωτικά λεπτομερή διαμάντια ευφυΐας, συναισθήματος και ψυχολογικής διορατικότητας, και με τραγούδια που σου κολλάνε στο μυαλό, η Τέιλορ Σουίφτ έχει καθιερωθεί σε μια ξεχωριστή θέση στο πάνθεον των τραγουδοποιών της ποπ.
Ο Μπρους Σπρίνγκστιν τη χαρακτήρισε πρόσφατα «τρομερή στιχουργό» και ο ΜακΚόρμικ γράφει στην Telegraph ότι η Σουίφτ διαθέτει τη δέσμευση, το χάρισμα, την αντοχή και το πάθος του Σπρίνγκστιν – όλα αυτά χορεύοντας προς τα πίσω με ψηλοτάκουνα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη και από την υψηλή θέση της στο βασίλειο των σταρ, η Σουίφτ έχει γίνει ένα εξαιρετικά σημαντικό όχημα για την έκφραση της εσωτερικής ζωής και των καθημερινών ανησυχιών των γυναικών της γενιάς της (και των νεότερων). Αυτό φέρνει στον νου τον τρόπο με τον οποίο ο Σπρίνγκστιν έγινε ο χρονικογράφος των ονείρων, των απογοητεύσεων, των καθημερινών δυσκολιών και των θριάμβων της ζωής της εργατιάς, αγγίζοντας βαθιά την ψυχή του απλού ανθρώπου, παρά το γεγονός ότι (όπως ο ίδιος έχει πει) δεν είχε ποτέ μια κανονική δουλειά και δεν «δούλεψε ούτε μια μέρα» στη ζωή του.
Αλλά και η Σουίφτ γεννήθηκε μέσα σε προνόμια, στηρίχτηκε οικονομικά και συναισθηματικά από μικρό παιδί για να ακολουθήσει τη μουσική της κλίση και έχει αποθεωθεί σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να διαισθάνεται όλες τις ανασφάλειες και τις προσδοκίες της καθημερινότητας και να μετατρέπει τη δική της εσωτερική ζωή σε κάτι που αγγίζει τον κόσμο αυτή τη στιγμή. Ισως αυτό, πάνω απ’ όλα, να είναι το μυστικό της πρωτοφανούς επιτυχίας της, σημειώνει ο μουσικοκριτικός της Telegraph.
Αν βγάλουμε, δε, τη Σουίφτ από το κάδρο, παραμένει το γεγονός ότι το 2024 η ποπ κυριαρχείται συντριπτικά από γυναίκες. Αλλά και πάλι, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Η ενδυνάμωση των γυναικών καλλιτεχνών ήταν μια από τις βασικές τάσεις αυτού του αιώνα μέχρι στιγμής, καθώς από το ιστορικά λιγότερο από το 25% όλων των θέσεων στα charts, οι γυναίκες έφτασαν να καταγράφουν τις μισές επιτυχίες στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Φέτος, όμως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πού πήγαν οι άνδρες ποπ σταρ. Δίπλα στην Τέιλορ Σουίφτ, η Μπίλι Αϊλις και η Ολίβια Ροντρίγκο εξερεύνησαν τη γυναικεία ψυχή με τις ποπ επιτυχίες τους, ενώ ξεχώρισαν οι πνευματώδεις αμερικανίδες τραγουδοποιοί Σαμπρίνα Κάρπεντερ και Σαπέλ Ρόαν, διακινώντας κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια εκδοχή του έργου της Σουίφτ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, δε, κυρίαρχη ήταν η σταρ της χορευτικής ποπ και επικεφαλής του Φεστιβάλ Γκλάστονμπερι, Ντούα Λίπα. (Αν και η προσπάθειά της για παγκόσμια κυριαρχία έμοιασε να κολλάει μετά από το υποτονικό τρίτο της άλμπουμ «Radical Optimism»).
Στο μεταξύ, η επί χρόνια κορυφαία εκπρόσωπος της ηλεκτρονικής alt-pop της Βρετανίας, Charli XCX, (στη μουσική της συγχωνεύει πειραματικά και εμπορικά στοιχεία και με τους στίχους της εκφράζει τους φόβους, τη μοναξιά και τις επιθυμίες της γενιάς της) βρέθηκε να ενσαρκώνει ξαφνικά το zeitgeist. Μάλιστα, ο παιχνιδιάρικος τρόπος που οικειοποιήθηκε το «brat» («παλιόπαιδο») ως έκφραση ηδονιστικής επανάστασης οδήγησε το λεξικό Collins να το χαρακτηρίσει λέξη της χρονιάς. Το «Brat» της Charli XCX, εξάλλου, είναι ίσως το πιο αναγνωρισμένο άλμπουμ της χρονιάς και σίγουρα το πιο επιτυχημένο σύγχρονης βρετανίδας μουσικού.
Στην πραγματικότητα, παρατηρεί ο ΜακΚόρμικ στην Telegraph, ήταν το μοναδικό άλμπουμ σύγχρονης βρετανίδας καλλιτέχνιδος που έλαμψε στα ετήσια charts, στα οποία κυριαρχούν και πάλι οι «παλιές καραβάνες» (και η Τέιλορ Σουίφτ). Τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, τα δύο τρίτα των 30 πιο ευπώλητων άλμπουμ της χρονιάς ήταν greatest hits και κυκλοφορίες παλιότερων συλλογών, μια αποκαρδιωτική τάση που δεν φαίνεται να υποχωρεί. Το μέλλον των άλμπουμ είναι σταθερά κολλημένο στο παρελθόν.
Η έκπληξη, στο μεταξύ, ήρθε από το streaming, όπου αναμφισβήτητα τα singles charts αντιπροσωπεύουν καλύτερα την κατάσταση της σύγχρονης ακρόασης. Τη χρονιά που πέρασε, λοιπόν, στη Βρετανία άνθισε η κάντρι, μια άνθηση που, όπως γράφει ο ΜακΚόρμικ, ο ίδιος δεν πίστευε ποτέ ότι θα έβλεπε.
Εδώ και δεκαετίες η αγορά της μουσικής κάντρι ήταν τεράστια μεν στην Αμερική, αλλά περιθωριακή σχεδόν παντού αλλού (αν και ακουγόταν παλιότερα στην Ιρλανδία και στην Αυστραλία). Μάλλον, όμως, ο τρόπος με τον οποίο οι αλγόριθμοι του streaming διαδίδουν τη νέα μουσική –«αν σου αρέσει αυτό, μπορεί να σου αρέσει και αυτό…»– βοήθησε τους καλλιτέχνες της αμερικανικής κάντρι να περάσουν τα πολιτιστικά σύνορα.
Ο μουσικοκριτικός της Telegraph κατηγορεί επίσης την Τέιλορ Σουιφτ για αυτή την άνθηση. Η Σουίφτ ξεκίνησε, άλλωστε, ως κάντρι καλλιτέχνης και η δική της εκδοχή της ποπ διατηρεί την αφηγηματική στιχουργική τάση και πολλά από τα μουσικά σημάδια του είδους, προετοιμάζοντας την εκτεταμένη βάση των οπαδών της για μια γεύση από τα δύσκολα, αυθεντικά κάντρι τραγούδια.
Το «Cowboy Carter» της Μπιγιονσέ είναι το πιο φιλόδοξο και πολύπλοκο άλμπουμ της χρονιάς, με επιρροές από την κάντρι, αν και η σούπερ σταρ της R&B δεν το καρπώθηκε. Ο ΜακΚόρμικ υποψιάζεται ότι αυτό που θέλει το σύγχρονο κοινό από την κάντρι δεν είναι ο φουτουρισμός, αλλά μάλλον μια συντηρητική επιστροφή στις μελωδικές, τραγουδιστικές, αφηγηματικές αξίες της ποπ.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της χρονιάς ήταν το «Stick Season», ένα μελαγχολικό, ερωτικό και ταυτόχρονα γεμάτο ενέργεια τραγούδι, με σόλο μπάντζο, που κυκλοφόρησε αρχικά το 2022, από τον αμερικανό τραγουδοποιό Νόα Καχάν. Τον συναγωνίστηκε στενά με το «Beautiful Things» ο Μπένσον Μπουν, ένας άλλος Αμερικανός, ο οποίος έφερε στοιχεία σόουλ και ροκ της δεκαετίας του 1990 στη δική του ερωτική μπαλάντα, που ήταν επίσης επηρεασμένη από την κάντρι.
Αυτά τα τραγούδια είναι βαθιά παλιομοδίτικα, με ελάχιστες ενδείξεις ηλεκτρονικής μουσικής, συνθεσάιζερ ή χορευτικών γκρουβ, και θα μπορούσαν να έχουν γίνει επιτυχίες σε σχεδόν οποιαδήποτε παλαιότερη εποχή, επισημαίνει ο βρετανός μουσικοκριτικός της Telegraph. Οπως και η επιτυχία της Σουίφτ (της οποίας το μεγαλύτερο μεμονωμένο τραγούδι φέτος ήταν το επίσης παλιομοδίτικο «Cruel Summer»), υποδηλώνουν ότι οι σύγχρονοι ακροατές αποζητούν κάτι αυθεντικό, προτιμώντας τη συναισθηματική αφήγηση από την ηχητική περιπέτεια.
Ωστόσο, στα 10 κορυφαία singles του 2024 στη Βρετανία δεν περιλαμβάνεται ούτε ένας βρετανός καλλιτέχνης. Πρόκειται για μια τάση που θα έπρεπε να προκαλεί φόβο στη βρετανική μουσική βιομηχανία, η οποία κατά τ’ άλλα απολαμβάνει μεγάλες αποδόσεις από τα υπερτιμημένα εισιτήρια των live και τις διαρκείς ανταμοιβές των ιστορικά υπερεπιτυχημένων vintage σταρ της χώρας.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του βρετανικού οργανισμού UK Music, η μουσική βιομηχανία συνεισέφερε στην εγχώρια οικονομία 7,6 δισ. λίρες (9,17 δισ. ευρώ) σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) και έσοδα από εξαγωγές ύψους 4,6 δισ. λιρών (5,55 δισ. ευρώ), και τα δύο σταθερά αυξανόμενα στα πρόσφατα (δύσκολα εξαιτίας της Covid) χρόνια.
Αλλά στην πραγματικότητα το μερίδιο της Βρετανίας σε μια αυξανόμενη παγκόσμια αγορά συρρικνώνεται, κάτω από το 10%, με το μεγαλύτερο μέρος του να βασίζεται σε προ πολλού καθιερωμένα ταλέντα. Ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ και οι Rolling Stones εξακολουθούν να περιοδεύουν και η Βρετανία διαθέτει επίσης παγκόσμιους πρωταγωνιστές όπως οι Coldplay, ο Χάρι Στάιλς, ο Εντ Σίραν και η Αντέλ. Αλλά μετά από αυτούς, ποιος είναι ο επόμενος;
Η απάντηση, προς το παρόν, φαίνεται ότι είναι οι Oasis, ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα της βρετανικής μουσικής σκηνής. Τον Αύγουστο, μετά από καυγάδες 15 χρόνων, οι αδελφοί Γκάλαχερ έκαναν επιτέλους ειρήνη και στάθηκαν δίπλα-δίπλα για μια πεντάλεπτη φωτογράφιση, ανακοινώνοντας την πιο σημαντική επανένωση της χρονιάς. Το 2025, λοιπόν, η Britpop επιστρέφει. Και ο Θεός ας μας βοηθήσει όλους, σημειώνει όλο νόημα ο ΜακΚόρμικ στην Telegraph.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News