To Σάββατο που μας πέρασε, είκοσι μέλη του αρχαιότερου δερβίσικου τάγματος, των Μεβλεβί, βρέθηκαν στην Αθήνα, στον χώρο του Badminton, για να εκτελέσουν τον εκστατικό περιστροφικό χορό τους, υπό τους ήχους ζωντανής μουσικής των σούφι. Από τα πλέον διάσημα συγκροτήματα περιστρεφόμενων Δερβίσηδων, το Galata Mevlevi Ensemble έχει λάβει μέρος σε διάσημα ethnic festivals, σε πάνω από 30 χώρες.
Οι Δερβίσηδες, μέσα από μια χορική ιεροτελεστία αιώνων, επιδιώκουν να εξαγνίσουν την ανθρώπινη ψυχή. Κοινός στόχος όλων των διαφορετικών ταγμάτων των Δερβίσηδων και υπέρτατη επιθυμία, είναι η ένωσή τους με τον Αγαπημένο (Θεό) και το «Σεμά». Ο εκστατικός, περιστροφικός τους χορός αποτελεί το βασικό όχημα για την πραγμάτωση του στόχου τους. Στον ίδιο χώρο παραβρέθηκαν και εκατοντάδες θεατές. Ήρθαν με αυτοκίνητα, με εκδρομικά πούλμαν, με ταξί. Κάποιοι, ακόμη και με τα πόδια. Η παράσταση των Μεβλεβί δεν είναι εύκολη παράσταση. Απαιτεί αγάπη, παιδεία, υπομονή. Απαιτεί ψυχή και από τους θεατές. Και σεβασμό προς τον ίδιο τον εαυτό, αλλά και προς τον συνάνθρωπο.
Όμως, το ελληνικό κοινό που ήρθε να παρακολουθήσει τους Μεβλεβί, δεν είχε αυτό κατά νου. «Τι είναι αυτά, δεν αντέχω άλλο, πού με έφερες;», είπε αγανακτισμένη η κυρία που κάθονταν δίπλα μου. Εξακολούθησε να γκρινιάζει για ώρα προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση σε όλους τους γύρω, καταστρέφοντας τη στιγμή που μουσικοί με παραδοσιακά μουσικά όργανα όπως νέυ, μπεντίρ, κανονάκι, κεμεντζέ, έχτιζαν τη στιγμή της έκστασης. Κι ενώ το διπλανό ζευγάρι αναχωρούσε για να περάσει ίσως τη βραδιά του σε μια ρομαντική μπουζουκερί, δεκάδες άλλοι θεατές είχαν ξεκινήσει μια δική τους συναυλία από ξερόβηχα. «Θα είναι κρυωμένοι», σκέφτηκα στην αρχή, ωστόσο ο αριθμός των νοσούντων αυξήθηκε επικίνδυνα. Ούτε σε καραντίνα να ήμασταν. Δεν ήταν, όμως, βήχας γρίπης, αλλά εκνευρισμού, αμηχανίας. Η θρησκευτική τελετή που παρακολουθούσαμε είχε και μια άλλη απαίτηση από τους θεατές: τη σιωπή. Ποιος Έλληνας σήμερα αντέχει, άραγε, την απόλυτη σιωπή;
Για αυτό και πριν έρθουν στον χώρο της εκδήλωσης οι θεατές είχαν μεγάλες προσδοκίες, ήθελαν να δουν περιστρεφόμενους ακροβάτες και ελέφαντες με ντέφια. Ήρθαν για να δουν φακίρηδες με φίδια και άμοιρους Δερβίσηδες να περιστρέφονται επί ώρες. Ήθελαν νταβαντούρι, ένα τέτοιο σόου θα μπορούσε ίσως να γαληνέψει την ψυχή τους. Σε ένα τέτοιο σόου είχαν εντρυφήσει.
Σε λίγο οι Δερβίσηδες αφαίρεσαν τους μαύρους μανδύες τους και έμειναν με λευκά ενδύματα για να ξαναγεννηθούν, ξεκινώντας την περιστροφή τους με τα χέρια ανοιχτά σαν φτερούγες, την παλάμη του δεξιού χεριού στραμμένη προς τον ουρανό, για να «λάβουν τη δόξα του Θεού», και του αριστερού προς τη γη, για να μεταφέρουν τη θεϊκή δόξα προς τον κόσμο της ύλης. Με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τον δεξιό ώμο, οι Δερβίσηδες περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους ενώ, ταυτόχρονα, κινούνται κυκλικά. Στον τρίτο χαιρετισμό, τη στιγμή της μεταβολής της ευτυχίας σε αγάπη και θυσία του νου σε αυτή, οι θεατές ξεκίνησαν την εθελούσια έξοδό τους. Ίσως για να προλάβουν να ανέβουν στα λεωφορεία προκειμένου να μην εγκλωβιστούν στην κίνηση, ίσως γιατί οι Δερβίσηδες ήταν Τούρκοι -κάτι που δεν γνώριζαν, όπως άκουσα να ψιθυρίζει ένας εξ’ αυτών- ίσως γιατί απλά δεν ήθελαν να παραβρίσκονται στην αίθουσα την ώρα του τέταρτου χαιρετισμού, ο οποίος σφραγίζει το τέλος του ταξιδιού και φέρνει την ισορροπία.
Θα ανέβηκαν στα λεωφορεία οι αναχωρούντες για να επιστρέψουν στο Αιγάλεω, στην Κηφισιά, στην Καλαμάτα ή από όπου αλλού ήρθαν. Κι εμείς που μείναμε πίσω, παρέα με τους Δερβίσηδες, χάσαμε τη συγκέντρωσή μας. Η περιστροφή μάς φάνηκε τόσο αφύσικη, η μουσική σκεπάστηκε από τον ήχο των τακουνιών στο δάπεδο, τα ευρώ που δώσαμε τώρα σε τούτη την ώρα ανάγκης για να πάρουμε μια ανάσα, πήγαν τόσο χαμένα. 700 χρόνια ιστορίας έσβησαν προς στιγμή μέσα σε αυτό το άκομψο πανηγύρι. «Τι κοινό!», θα σκέφτηκαν οι Δερβίσηδες την ώρα που ένα ασθενές χειροκρότημα σήμαινε το τέλος της ιεροτελεστίας και οι Έλληνες θεατές ξεχύνονταν στους δρόμους της κρίσης για να βρουν -κάπου, εκεί έξω- τη σωτηρία τους.
«Ψάξε, με όλη σου τη δύναμη, αλλά όχι έξω, ψάξε το μέσα σου», αντήχησαν οι στίχοι του μυστικιστή ποιητή Ρούμι. Αλλά μια άλλη φράση είναι αυτή που κράτησαν όλοι από τη βραδιά. «Ε, ρε, κάτι πλανόδιοι», αποφάνθηκε ένας εκ των θεατών, ενώ έπαιζε μάγκικα το κομπολόι του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News