Η αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια με τη συγκλονιστική φωνή άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά της πριν από σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα. Η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία της, «My Name Is Barbra», κυκλοφόρησε τελικά στις 7 Νοεμβρίου με τον τίτλο που είχαν ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα, με το οποίο έκανε το ντεμπούτο της στην τηλεόραση το 1965, και δύο άλμπουμ της, που κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά με διαφορά έξι μηνών.
Με μια από τις μεγαλύτερες και πιο αναγνωρίσιμες φωνές στην ιστορία της ποπ, η Μπάρμπρα Στρέιζαντ είναι ανάμεσα στους λίγους καλλιτέχνες που έχουν τιμηθεί με EGOT (Emmy, Grammy, Oscar και Tony). Εχει προταθεί 46 φορές για Grammy και με τη δημιουργία του «Γεντλ» (1983) έγινε η πρώτη γυναίκα που έγραψε το σενάριο, έγινε παραγωγός και σκηνοθέτις και πρωταγωνίστρια σε οσκαρική ταινία.
Η Στρέιζαντ αφηγείται, τώρα, την ιστορία της ζωής της και της εκπληκτικής καριέρας της από τη δική της πλευρά, από το μεγάλωμά της στο Μπρούκλιν μέχρι τις πρώτες εμφανίσεις της στα νυχτερινά κέντρα της Νέας Υόρκης και την εκπληκτική ερμηνεία της στο μιούζικαλ «Ενα αστείο κορίτσι», που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο χαρίζοντάς της το 1968 το Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Κατόπιν οι επιτυχίες ακολούθησαν η μία την άλλη.
Καταγράφει, επίσης, τα εμπόδια αλλά και τη βοήθεια που είχε στην πορεία. Κάποιοι την αμφισβήτησαν, άλλοι την μείωσαν ή την αποδοκίμασαν, στην 60χρονη καριέρα της όμως είχε επίσης και πάρα πολλούς υποστηρικτές.
Αν και έχουν κυκλοφορήσει πολλές βιογραφίες της, το «My name is Barbra», που εκδόθηκε ως βιβλίο, e-book και audio book από τον οίκο Penguin, είναι το μοναδικό που υπογράφει η ίδια η Στρέιζαντ. Kαι είναι ογκώδες: Σε 970 σελίδες μιλάει κατ’ αρχάς για την αποφασιστικότητά της να γίνει διάσημη: «Πρέπει να γίνω διάσημη», είπε στον εαυτό της, όταν έμεινε μόνη της στα 17 της, «απλά και μόνο για να μπορέσω να έχω κάποιον άλλον να μου στρώνει το κρεβάτι». Οπως και η ίδια, εξάλλου, το βιβλίο της είναι, ειλικρινές, αστείο, με άποψη, συναρπαστικό και απολαυστικό.
Μιλώντας στον Μαρκ Σάβατζ του BBC λίγο πριν από την έκδοση της αυτοβιογραφίας της, η Μπάρμπρα Στρέιζαντ είπε ότι «ήταν πιο συναρπαστικό από την πραγματικότητα να ονειρεύεται ότι είναι διάσημη». Εξομολογήθηκε επίσης ότι δεν της αρέσει καθόλου η δημοσιότητα, ούτε απολαμβάνει το να είναι σταρ.
Σεξιστές και γοητευμένοι θαυμαστές
Η διάσημη σταρ μίλησε επίσης ανοικτά για τις πρώιμες εμπειρίες της με τον σεξισμό και τις προβληματικές σχέσεις με άντρες συναδέλφους της. Αναφέρθηκε, μάλιστα, σε ένα περιστατικό με τον Σίντνεϊ Τσάπλιν, που τη σημάδεψε –συνέβαλε στη φοβία της για τη σκηνή–, με αποτέλεσμα να σταματήσει να δίνει live συναυλίες για 27 χρόνια.
Εκείνη την εποχή συμπρωταγωνιστούσαν με τον Σίντνεϊ, τον γιο του Τσάρλι Τσάπλιν, στο μιούζικαλ «Ενα αστείο κορίτσι», που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ τη δεκαετία του 1960, και εκείνος προσπαθούσε συνεχώς να τη σαμποτάρει στη σκηνή, επειδή απλώς δεν ενέδωσε στις επιθυμίες του. «Δεν μου αρέσει να μιλάω καν για αυτό», δήλωσε στο BBC η 81χρονη Στρέισαντ, «Ηταν απλώς ένα άτομο που με ερωτεύτηκε, πράγμα ασυνήθιστο, και όταν του είπα, “Δεν θέλω να έχω σχέση μαζί σου”, στράφηκε εναντίον μου με πολύ σκληρό τρόπο. Aρχισε να μουρμουρίζει, ενώ εγώ μιλούσα στη σκηνή. Τρομερές λέξεις. Κατάρες. Και δεν με κοίταζε πια στα μάτια. Και ξέρετε, όταν παίζεις θέατρο, είναι πολύ σημαντικό να κοιτάς τον άλλον και να αντιδράς».
Ωστόσο δεν ήταν ο μόνος συνάδελφός της που αποδείχτηκε προβληματικός. Ο Γουόλτερ Ματάου την ταπείνωσε στα γυρίσματα του «Αλό, Ντόλι!» (1969) ουρλιάζοντας: «Εχω περισσότερο ταλέντο στις πορδές μου απ’ ό,τι εσύ σε ολόκληρο το σώμα σου». Αλλά και ο Φρανκ Πίρσον, σκηνοθέτης της ταινίας «Ενα αστέρι γεννιέται» (1976) διέσυρε δημόσια την ηθοποιό και τραγουδίστρια, αποκαλώντας τη «μανιακή καθώς ήθελε να ελέγχει τα πάντα και απαιτούσε συνεχώς περισσότερα κοντινά πλάνα».
Ωστόσο οι άνδρες που δεν απειλούνταν από την αυτοπεποίθησή της, την έβρισκαν πολύ γοητευτική. Ο Ομάρ Σαρίφ τής έγραφε μακροσκελή, παθιασμένα γράμματα, παρακαλώντας τη να εγκαταλείψει τον σύζυγό της∙ ο βασιλιάς Κάρολος την περιέγραψε ως «συγκλονιστικά ελκυστική» με «μεγάλο σεξαπίλ»∙ ενώ ο Μάρλον Μπράντο της συστήθηκε φιλώντας τη στο πίσω μέρος του λαιμού της: «Δεν μπορείς να έχεις τέτοια πλάτη και να μη σε φιλούν» της είπε. «Νομίζω ότι η καρδιά μου σταμάτησε για μια στιγμή», θυμάται στο βιβλίο της. «Τι ατάκα!».
«Συμπαθής μυρμηγκοφάγος»
Τα σχόλια για την εμφάνισή της ήταν άλλο ένα ζήτημα, που την πλήγωνε. Το 1966 όταν πήγε για πρώτη φορά στο Λονδίνο για τις πρόβες του μιούζικαλ «Ενα αστείο κορίτσι», το περιοδικό Newsweek έγραψε: «Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ αντιπροσωπεύει τον θρίαμβο της αύρας έναντι της εμφάνισης… Η μύτη της είναι πολύ μακριά, το στήθος της πολύ μικρό, οι γοφοί της πολύ φαρδείς. Ωστόσο, όταν στέκεται μπροστά σε ένα μικρόφωνο, φτάνει πέρα από γενιές και κουλτούρες».
Τα μέσα ενημέρωσης, γράφει ο Μαρκ Σάβατζ στο BBC, είχαν μια περίεργη εμμονή με την εμφάνισή της από την αρχή. Την αποκαλούσαν «συμπαθή μυρμηγκοφάγο» με «απίστευτη μύτη», που έμοιαζε με «μυωπική γαζέλα». Και μόνο όταν έγινε σούπερ σταρ εστίασαν αλλού. Ξαφνικά, η Στρέιζαντ ήταν μια «βασίλισσα της Βαβυλώνας», και τα αφιερώματα, που της έκανε ο Τύπος, ήταν γεμάτα υπερθετικά.
Εξάλλου, το αξίζει: η Μπάρμπρα Στρέιζαντ βρίσκεται στο Τοp 10 των γυναικών καλλιτεχνών όλων των εποχών, έχοντας πουλήσει 250 εκατομμύρια δίσκους, έχοντας κατακτήσει 51 χρυσούς δίσκους, 30 πλατινένιους και 13 πολυπλατινένιους, και έχοντας τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με 10 Χρυσές Σφαίρες, πέντε Emmy ένα Grammy για το συνολικό έργο της και δύο Οσκαρ, Α’ Γυναικείου ρόλου (το μοιράστηκε το 1968 με την Κάθριν Χέπμπορν) και Οσκαρ για τη σύνθεση τραγουδιών.
Αλλά, η ζημιά είχε ήδη γίνει. «Ακόμα και ύστερα από τόσα χρόνια, εξακολουθούν να με πληγώνουν οι προσβολές και δεν μπορώ να πιστέψω τον έπαινο», γράφει η σταρ στην αυτοβιογραφία της, που μόλις κυκλοφόρησε. Το βιβλίο, λέει, είναι η προσπάθειά της να διορθώσει την ιστορία. «Ηταν ο μόνος τρόπος να έχω κάποιο έλεγχο στη ζωή μου», αποκαλύπτει, «Αυτή είναι η κληρονομιά μου. Εγραψα την ιστορία μου. Δεν χρειάζεται να κάνω άλλες συνεντεύξεις μετά από αυτό». Ευτυχώς, όμως, μίλησε στο BBC.
Η σταρ ισχυρίζεται ότι «η μνήμη της είναι ασταθής», το βιβλίο της, ωστόσο, είναι γεμάτο νόστιμες λεπτομέρειες από διαφωνίες στα παρασκήνια, σαστισμένους μνηστήρες και τουλάχιστον ένα περιστατικό πτώσης από λεωφορείο του Λονδίνου.
Μιλάει για την κλωνοποίηση του αγαπημένου της σκύλου και τις κρατήσεις της σε ξενοδοχεία ως «Αντζελίνα Σκαραντζέλα», ενώ αποκαλύπτει, επίσης, ότι ο γάμος της με τον αμερικανό ηθοποιό Τζέιμς Μπρόλιν ενέπνευσε το «I Don’t Want To Miss A Thing» των Aerosmith.
Δύσκολα παιδικά χρόνια
Δεν χάνει, εξάλλου, την ευκαιρία να αναφερθεί σε κάθε φαγητό που έφαγε στη ζωή της, απαριθμώντας λαχταριστά μενού με σοκολατένια λάβα κέικ, κομμάτια πίτσας της Νέας Υόρκης, καβούρια με μαλακό κέλυφος, πεπόνι, σάντουιτς γαλοπούλας με τσάτνεϊ Branston Pickle και (το αγαπημένο της) παγωτό βραζιλιάνικου καφέ: «Μου άρεσε το φαγητό από τότε που ήμουν μικρό παιδί και ζούσαμε σε εργατικές πολυκατοικίες», παραδέχεται. «Είχαμε μια μικροσκοπική κουζίνα και μου άρεσε πολύ να ψήνω λευκά κεκάκια και να τους βάζω γλάσο μαύρης σοκολάτας».
Η Στρέιζαντ μεγάλωσε στο Μπρούκλιν και μια από τις πρώτες της αναμνήσεις είναι να τραγουδάει στις σκάλες της πολυκατοικίας της. «Ημουν μόλις πέντε ή έξι χρόνων και τραγουδούσαμε με τις φίλες μου στην είσοδο. Η ακουστική ήταν σαν από ενσωματωμένα ηχεία. Ηταν ένας υπέροχος ήχος», λέει.
Αλλά η ζωή στο σπίτι ήταν δύσκολη. Ο πατέρας της πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία όταν η Μπάρμπρα ήταν 15 μηνών, αφήνοντας την οικογένεια μέσα στη φτώχεια. Οταν ήταν μικρή, είχε για κούκλα ένα μπουκάλι με ζεστό νερό που το αγκάλιαζε το βράδυ για να την πάρει ο ύπνος.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε, τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Ο πατριός της Στρέιζαντ, ένας πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, ήταν απόμακρος και σκληρός: «Δεν τον θυμάμαι ποτέ να μου μιλάει ή να μου κάνει ερωτήσεις… Πώς είμαι; Πώς είναι το σχολείο; Οτιδήποτε», λέει, «Δεν με είδε ποτέ, ούτε και η μητέρα μου. Δεν είδε το πάθος μου να γίνω ηθοποιός. Με αποθάρρυνε».
Χρόνια αργότερα, η φίλη της, στιχουργός Μέριλιν Μπέργκμαν, έκανε την υπόθεση ότι αυτές οι πρώτες εμπειρίες οδήγησαν την Στρέιζαντ στα φώτα της δημοσιότητας: «Αν δεν έχεις μια πηγή αγάπης άνευ όρων όταν είσαι παιδί, πιθανότατα θα προσπαθήσεις να το πετύχεις στην υπόλοιπη ζωή σου», της είπε, «Ηταν μια λαμπρή ανάλυση», αναλογίζεται η Στρέιζαντ, «Πολύ διαφωτιστική».
Στα 16 της έφυγε από το σπίτι και έπιασε δουλειά ως υπάλληλος γραφείου, ενώ εργαζόταν και τα Σαββατοκύριακα, ως ταξιθέτρια στο θέατρο, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις τελευταίες παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ. «Πληρωνόμουν 4,50 δολάρια, νομίζω, αλλά πάντα έκρυβα το πρόσωπό μου από ντροπή γιατί πίστευα ότι κάποια μέρα θα γίνω γνωστή», λέει, «Αστείο δεν είναι; Δεν ήθελα να με αναγνωρίσουν στην οθόνη και να ξέρουν ότι κάποτε τους είχα δείξει τις θέσεις τους».
Το όνειρο έγινε πραγματικότητα
Το 1960, η Στρέισαντ συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό ταλέντων σε ένα gay bar του Μανχάταν. Το έπαθλο ήταν 50 δολάρια και ένα δωρεάν δείπνο και η νεαρή Μπάρμπρα τα χρειαζόταν και τα δύο. Εκείνο το βράδυ άνοιξε και το δρόμος της για την επιτυχία, που θα ερχόταν ήρθε με τον ρόλο της Φάνι Μπράις στο μιούζικαλ «Ενα αστείο κορίτσι». Η Μπράις, μια νεαρή από μια φτωχική εβραϊκή συνοικία της Νέας Υόρκης, καταφέρνει να γοητεύσει τον ιμπρεσάριο της επιθεώρησης «Ziegfield Follies» και να τον κάνει να την προσλάβει. Σύντομα, θα γίνει ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια της μουσικής επιθεώρησης, αλλά δεν θα έχει την ίδια τύχη στην προσωπική της ζωή, αφού ο γάμος της με τον Νικ Αρνσταϊν (Ομάρ Σαρίφ), ο οποίος έχει πάθος με τον τζόγο, θα καταλήξει σε διαζύγιο.
Η Μπράις, όπως και η Στρέιζαντ, ήταν μια νεαρή Εβραία που έγινε σταρ μέσα από έναν συνδυασμό αποφασιστικότητας και σκληρής δουλειάς∙ πέτυχε λόγω των διαφορών της, όχι παρά τις διαφορές της.
Στην Αγγλία, όπου πήγε για τα γυρίσματα της ταινίας, σεξισμός δεν υπήρχε: «Είχες βασίλισσα και η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν πρωθυπουργός», λέει, «Δηλαδή, δεν σε φόβιζε το γεγονός ότι ήμουν γυναίκα. Στην Αμερική, με λύπη μου σας το λέω, ήταν πολύ διαφορετικά. Ο κόσμος ήταν ψυχρός, απόμακρος».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Στο Λονδίνο με την αείμνηστη βασίλισσα Ελισάβετ
Στο βιβλίο της, η Στρέιζαντ εκμεταλλεύεται τώρα την ευκαιρία να «τιμωρήσει» όσους πρέπει από το παρελθόν αλλά και να διαλύσει τον μύθο της «ντίβας» που την περιβάλλει. Αθωώνει εντελώς τον εαυτό της, αφηγούμενη μια ιστορία επιμονής και θάρρους, γεμάτη με αυτογνωσία και χιούμορ, γράφει o Μαρκ Σάβατζ στην ιστοσελίδα του BBC.
Αλλά κάποιες στιγμές εξακολουθεί να συμπεριφέρεται ως σταρ, όπως τότε που τηλεφώνησε στον διευθύνοντα σύμβουλο της Apple, Τιμ Κουκ, για να παραπονεθεί επειδή το iPhone πρόφερε λάθος το όνομά της. «Το όνομά μου δεν γράφεται με “ζ”», διαμαρτυρήθηκε, «Είναι Στρέι-σαντ, όπως το “sand” η άμμος στην παραλία. Πόσο πιο απλό μπορεί να γίνει;», του είπε. «Και ο Τιμ Κουκ ήταν τόσο υπέροχος! Εβαλε τη Siri να αλλάξει την προφορά… Υποθέτω ότι αυτό είναι ένα από τα προνόμια της φήμης!», τονίζει.
Ογδόντα ετών τώρα πια, λέει ότι τα απομνημονεύματά της βάζουν μια τελεία στην καριέρα της. Οραματίζεται να περνά περισσότερο χρόνο στο σπίτι. «Θέλω να ζήσω τη ζωή», λέει. «Θέλω να μπω στο φορτηγό του συζύγου μου και να περιπλανηθώ, με την ελπίδα ότι τα παιδιά* θα είναι κάπου κοντά μας. Η ζωή είναι διασκεδαστική για μένα όταν έρχονται στο σπίτι. Τους αρέσει να παίζουν με τα σκυλιά και διασκεδάζουμε. Δεν έχω διασκεδάσει πολύ στη ζωή μου, να σας πω την αλήθεια. Και θέλω να διασκεδάσω περισσότερο», ομολογεί.
*Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ έχει έναν γιο, τον Τζέισον Γκουλντ, από τον γάμο της με τον Ελιοτ Γκουλντ και ο σύζυγός της Τζέιμς Μπρόλιν έχει άλλα τρία παιδιά από προηγούμενους γάμους του, και δύο εγγόνια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News