«Αγάπη» (Amour) του Μίκαελ Χάνεκε
«Αγάπη» (Amour) του Μίκαελ Χάνεκε
Επιστρέφοντας ένα καλοκαίρι στο σπίτι των γονιών μου βρήκα τη μητέρα μου να σηκώνει στην πλάτη τον πατέρα της, να τον κάνει μπάνιο, να τον χτενίζει, να τον ντύνει, να τον ταΐζει κουταλιά-κουταλιά και ύστερα να τον βγάζει βόλτα ως τη βεράντα. Μια εβδομάδα πριν εκείνος είχε πάθει εγκεφαλικό και ο μέχρι τότε ευθυτενής και πάντα αυτάρκης παππούς μου είχε εξαφανισθεί μέσα σε λίγες μόλις μέρες, ανήμπορος και παντελώς παραιτημένος σα να μην είχε για εκείνον κανένα νόημα το παρακάτω. Πιο κει μια νοσοκόμα με σταυρωμένα χέρια κοιτούσε σχεδόν αποχαυνωμένα τη σκηνή, μη μπορώντας να καταλάβει προς τι τόση φασαρία για έναν ανάπηρο γέρο.
Στην απογευματινή προβολή του Δαναού είμαστε όλοι και όλοι καμιά εικοσαριά άνθρωποι, οι περισσότεροι μεγάλης ηλικίας, δυο τρία ζευγάρια, οι υπόλοιποι μόνοι. Στα αριστερά ένας ηλικιωμένος κύριος κρατά έναν μεγενθυτικό φακό και δεν αποχωρίζεται στιγμή το ψάθινο καπέλο του. Η ταινία ξεκινά:
Μέσα σε ένα παλιό διαμέρισμα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων δασκάλων μουσικής πορεύεται σφικτά δεμένο στην τελευταία σκηνή της ζωής. Χωρίς σταγόνα μελοδραματικών δακρύων για δυόμιση περίπου ώρες μια ασυνήθιστη, αφοπλιστικά ρεαλιστική ιεροτελεστία αγάπης αναπτύσσεται στην οθόνη. Η γυναίκα παραλύει όλο και περισσότερο μετά από δυο εγκεφαλικά και ο άνδρας αναλαμβάνει για χάρη της να συνεχίσει τα πάντα. Εκείνη είναι ακόμη ζωντανή και αυτό του φθάνει. Την πλένει, την ταϊζει, την ντύνει, τη βοηθά να περπατήσει, τη σηκώνει, της μιλά, μέχρι να τελειώσουν όλες οι δυνάμεις. Τα τελευταία τριάντα λεπτά της ταινίας είναι αριστουργηματικά: κρυστάλλινα και κοφτερά απεικονίζουν πεντακάθαρα τι σημαίνει ανθρώπινος δεσμός, σα μικρή ποίηση χωρίς περιττές συγκινήσεις.
Βγαίνω από τον Δαναό και αρχίζω να κατεβαίνω την Κηφισίας με τα πόδια. Περπατώ γρήγορα, λες και παραβγαίνω με τα αυτοκίνητα ως τα φανάρια. Φθάνω στη Δεινοκράτους. Το παράθυρο του σπιτιού με τον κισσό είναι ακόμη ανοικτό, το ίδιο και η μεγάλη λάμπα δίπλα στην πολυθρόνα. Μάλλον διαβάζει. Στέκομαι για λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο και χαζεύω το σπίτι. Πάντα όταν ερχόμουν επίσκεψη, εκείνη με περίμενε στην λαδί πολυθρόνα, καλοντυμένη, καλοχτενισμένη, περιποιημένη, πάντα. Ποτέ δεν την βρήκα στο κρεβάτι, ποτέ αχτένιστη, ποτέ με νυχτικό. Για όλα είχε φροντίσει εκείνος. Καθόταν στην απέναντι πολυθρόνα και έτσι όπως την κρατούσε από το χέρι, την χάιδευε, της μιλούσε, την φιλούσε, την κοιτούσε πάντα με μια αγάπη βαθειά που του έφτανε και τον χόρταινε κάθε μέρα. Και ας την είχε καταβάλει πρώτα το αλτσαχάιμερ, μετά τα εγκεφαλικά, και ας ήταν χαμένη σε έναν άλλο κόσμο. Δυο άνθρωποι έμεναν πάντα σε τούτο το σπίτι, ως την τελευταία της στιγμή.
Χτυπώ το κουδούνι, ακούω τα αργά βήματά του στο μωσαϊκό, μπαίνω, «είναι κάπως αργά» του λέω, εκείνος χαίρεται πολύ, «γιατί μας ξέχασες» θα μου πει μαλώνοντάς με. Με βάζει να κάτσω στην πολυθρόνα της -πάντα νιώθω τον ίδιο δισταγμό- λέμε διάφορα, για τον καιρό, τη Μέρκελ, τα λογιστικά του. Γκρινιάζω απλά για να πω κάτι και εκεί κάπου στα μισά των λεξεων, εντελώς ξαφνικά, μου πιάνει το χέρι, τα μάτια του είναι γεμάτα δάκρυα, είναι πολύ μεγάλος για να δακρύζει και να σφίγγεται η καρδιά του, η φωνή του τρέμει, το Νοέμβριο γίνεται 93, το Νοέμβριο γίνομαι 29, είναι μόνος, η γυναίκα του έχει φύγει από το καλοκαίρι, και όλη αυτή η δριμύτητα της μοναξιάς του με χτυπάει κατευθείαν στο πρόσωπο, στο στόμα, στις λέξεις.
«Υποφέρω, την βλέπω κάθε μέρα μπροστά μου, να μου γελά, να μου μιλά, να με συντροφεύει και υποφέρω πολύ» καταφέρνει να μου πει, του σφίγγω ακόμη πιο δυνατά το χέρι, δεν ξέρω τι να του πω, σκέφτομαι τον παππού μου, τη μητέρα μου, την πλάτη της, το αδύναμο χέρι του σφιγμένο πάνω της, τα δάχτυλά της να τον χαϊδεύουν, να τον κάνουν μπάνιο, να τον ταΐζουν, τα λόγια του όταν της ζητούσε να τον αφήσει να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα.
Η μητέρα μου, ο Μαρσέλ, άνθρωποι που κάτι μέσα τους έχει αποκολληθεί, έχει φύγει. Σαν να υπάρχει μια τρύπα στην καρδιά. Πώς να συνθηκολογήσει κανείς με τα γηρατιά, την απώλεια, το τέλος; Πώς να γράψει την αποδοχή τους; Πώς γίνεται μετά από τόσα χρόνια να μπορέσει κάποιος να συνεχίσει να ζει μισός, χωρίς όλους και όλα αυτά που πέθαναν και τ’ αγαπούσε; Σε μια σπασμένη πραγματικότητα, μέσα στον καταιγισμό τόσων σκέψεων, τόσων στιγμών, σαστισμένος και ψύχραιμος ταυτοχρόνως;
Η Αγάπη του Χάνεκε είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα γιατί καταφέρνει με τον πιο απλό και διαυγή τρόπο να απεικονίσει την καθημερινότητα της αγάπης: το λούσιμο στο νιπτήρα, το κόψιμο του φαγητού, κουταλιές νερού που χώνεις σε ένα κλειστό στόμα, αγκαλιές με την αδυναμία για να σηκώσεις τον άλλον από ένα κρεβάτι, συνεχής προσπάθεια για να του ξαναμάθεις όλα τα βήματα απ’ την αρχή, επανάληψη μερικών μόνο λέξεων μπας και σε ακούσει, ματιές όλο αγωνία για να σε καταλάβει.
Και αυτή η αγάπη είναι χωρίς μουσική, δίχως φλύαρες λέξεις, χωρίς δάκρυα και λύπη, καθόλου φανταχτερή και επιδεικτική, στέκει βαρειά και ασήκωτη μπροστά σου.
«Θα έρθω σύντομα», του φωνάζω απ’ την πόρτα, με βγάζει ως έξω για να σιγουρευτεί ότι την έκλεισα καλά, είναι πολύ παππούς και ανησυχώ για εκείνον, «να προσέχεις και να μη στενοχωριέσαι» του λέω και του σκάω ένα φίλι.
Περπατώ όλη τη Σουηδίας σε πλήρη αναστάτωση. Αγάπη. Η Ανν και ο Ζορζ στο έργο. Ο Μαρσέλ και η Ζωρζ, η μητέρα μου και ο πατέρας της στη ζωή Άπειρα συναισθήματα με κατακλύζουν, είναι πια πίσσα νύχτα, χιλιάδες αστέρια έχουν βγει πάνω από το κεφάλι μου και γω από κάτω σχηματίζω τον αριθμό της μαμάς μου, είναι κάπου έξω και δεν την ακούω καλά. «Έτσι παίρνω για να σε ακούσω» καταφέρνω να της πω, το κλείνω και συνεχίζω να κατηφορίζω με τα πόδια ίσια στην καρδιά μιας φθινοπωρινής Αθήνας, πολλές φορές μοναχικής, αλλά σίγουρα όχι πάντα αφιλόξενης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News