Κάθε χρόνο, εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες συρρέουν στο Musée de l’Homme (Μουσείο της Ανθρωπότητας), που στεγάζεται στο Παλαί ντε Σαγιό, στην πλατεία Τροκαντερό, με τη μνημειακή art deco πρόσοψη και την ωραία θέα στον Πύργο του Αϊφελ, για να θαυμάσουν τους θησαυρούς του.
Αλλά στο υπόγειο του παρισινού μουσείου, κάτω από τις αίθουσες όπου εκτίθενται προϊστορικοί σκελετοί και αρχαία αγαλματίδια, κρύβεται μια αμφιλεγόμενη συλλογή· περιλαμβάνει 18.000 κρανία, μεταξύ των οποίων λείψανα αρχηγών αφρικανικών φυλών, ανταρτών της Καμπότζης και ιθαγενών από την Ωκεανία, πολλά από τα οποία συγκεντρώθηκαν στις πρώην αποικίες της Γαλλίας, γράφει στους New York Times ο Κονστάν Μεχέ, ανταποκριτής της αμερικανικής εφημερίδας στη Γαλλία. Η συλλογή περιλαμβάνει επίσης περισσότερα από 200 κρανία ιθαγενών της Αμερικής, μεταξύ των οποίων και μελών των φυλών Σιού και Ναβάχο.
Τα λείψανα, που φυλάσσονται σε χαρτοκιβώτια τοποθετημένα σε μεταλλικά ράφια, συνθέτουν μία από τις μεγαλύτερες συλλογές στον κόσμο με ανθρώπινα κρανία από κάθε γωνιά της Γης, που καλύπτουν ιστορία αιώνων. Ανασύρουν, δε, έντονες μνήμες ενός «ευαίσθητου» παρελθόντος και, ως εκ τούτου, έχουν καλυφθεί από μυστικότητα.
Οι πληροφορίες για την ταυτότητα των κρανίων και το πλαίσιο της συλλογής τους, που θα μπορούσαν να ανοίξουν την πόρτα σε αξιώσεις επαναπατρισμού, δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ποτέ, περιγράφονται, ωστόσο, σε έγγραφα του μουσείου που έφτασαν στους New York Times.
Οπως γράφει ο Μεχέ στο δημοσίευμά του, ένα απόρρητο σημείωμα αναφέρει ότι η συλλογή περιλαμβάνει τα οστά του Μαμαντού Λαμίν, ενός μουσουλμάνου ηγέτη της Δυτικής Αφρικής του 19ου αιώνα, που ηγήθηκε μιας εξέγερσης ενάντια στα γαλλικά αποικιακά στρατεύματα, μια οικογένεια Καναδών Ινουίτ που εκτέθηκε σε έναν ανθρώπινο ζωολογικό κήπο του Παρισιού το 1881, ακόμη και πέντε θύματα της γενοκτονίας των Αρμενίων, το 1915.
«Μερικές φορές, οι επόπτες έλεγαν, “πρέπει να κρυβόμαστε”» λέει στους New York Times ο Φιλίπ Μενεσιέ, συνταξιούχος γλωσσολόγος και επιμελητής που εργάστηκε επί τέσσερις δεκαετίες στο Μουσείο της Ανθρωπότητας. «Το μουσείο φοβάται το σκάνδαλο», παρατηρεί.
Αυτή η αδιαφάνεια αντιτίθεται στην αυξανόμενη αναγνώριση της αποικιακής κληρονομιάς της Γαλλίας, η οποία έχει κλονίσει πολλούς από τους πολιτιστικούς θεσμούς της. Επίσης, έχει εμποδίσει αξιώσεις για επιστροφή αντικειμένων σε πρώην αποικίες ή κατακτημένους λαούς, στις οποίες τα ανθρώπινα λείψανα αναφέρονται συχνά ως προτεραιότητα – ζήτημα που απασχολεί επί του παρόντος τα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης.
Η Γαλλία έχει πρωτοστατήσει στην Ευρώπη όσον αφορά τη διερεύνηση και την επιστροφή έργων τέχνης που είχαν κλαπεί την εποχή της αποικιοκρατίας, υστερεί όμως όσον αφορά τα ανθρώπινα υπολείμματα.
Μουσεία στη Γερμανία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο έχουν αναπτύξει σαφή πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση των λειψάνων, με διαφορετικά κριτήρια επαναπατρισμού από τα αντικείμενα. Οι αξιώσεις για πολιτιστικά αντικείμενα λαμβάνουν συνήθως υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθησαν. Για λείψανα, ο ενάγων συνήθως πρέπει απλώς να αποδείξει την προγονική του σχέση. Πρόσφατα, σε αρκετές σημαντικές περιπτώσεις, μουσεία αυτών των χωρών επέστρεψαν κρανία και μουμιοποιημένα κεφάλια, υποσχόμενα περαιτέρω διαφάνεια και λογοδοσία.
Στις ΗΠΑ, ένας ομοσπονδιακός νόμος του 1990 διευκόλυνε την επιστροφή λειψάνων ιθαγενών Αμερικανών, αν και οι επιστροφές προχωρούν με αργό ρυθμό. Ορισμένα εξέχοντα πανεπιστήμια και μουσεία, μεταξύ των οποίων το Μουσείο Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν, έχουν συζητήσει και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αναπτύξει πολιτικές για τον τρόπο αντιμετώπισης των οστών σκλάβων που βρίσκονται στις συλλογές τους.
Αλλά στη Γαλλία, λένε οι επικριτές, το Μουσείο της Ανθρωπότητας περιορίζει την έρευνα σε ευαίσθητα αντικείμενα της συλλογής του, αποκρύπτοντας επίσης βασικές πληροφορίες για αξιώσεις επιστροφής. Το μουσείο έχει μια μακροχρόνια πολιτική να επιστρέφει μόνο «ονομαστικώς ταυτοποιημένα» λείψανα, δηλαδή θραύσματα σκελετού συγκεκριμένου ατόμου, που έχει σχέση με τον ενάγοντα. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια περιοριστική τακτική, που έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να εμποδίζει τις επιστροφές.
Η Κριστίν Λεφέβρ, κορυφαίο στέλεχος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, που επιβλέπει το Μουσείο της Ανθρωπότητας, δήλωσε ότι «οι συλλογές είναι ανοιχτές σε οποιονδήποτε έρχεται με ένα σταθερό και σοβαρό ερευνητικό project». Επιπλέον, η γαλλική νομοθεσία έχει καταστήσει την επιστροφή μια διαδικασία δυσκίνητη και χρονοβόρα.
«Τα μουσεία μας θα πρέπει να ψάξουν στη συνείδησή τους για τα κίνητρα και τις αξίες τους» λέει στους New York Times ο Αντρέ Ντελπουές, πρώην διευθυντής του Μουσείου της Ανθρωπότητας, που παραιτήθηκε τον Ιανουάριο, «Αλλά μέχρι στιγμής είναι απρόθυμα να αναγνωρίσουν το πρόβλημα».
Οπως και άλλα μουσεία του 19ου αιώνα, γράφει στους New York Times ο Κονστάν Μεχέ, το Mουσείο της Ανθρωπότητας ήταν αρχικά μια αποθήκη για αντικείμενα συγκεντρωμένα από όλον τον κόσμο. Τα κρανία συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών και αποικιακών εκστρατειών, μερικές φορές από στρατιώτες που αποκεφάλιζαν αντιστασιακούς. Τα λείψανα θεωρήθηκαν πολύ σημαντικά ευρήματα από ερευνητές που εργάζονται στον απομυθοποιημένο, πλέον, τομέα της Φυλετικής Επιστήμης, στη συνέχεια όμως ξεχάστηκαν.
Το 1989, ο επιμελητής Φιλίπ Μενεσιέ οργάνωσε την πρώτη ηλεκτρονική βάση δεδομένων της συλλογής. Ετσι, του δόθηκε η δυνατότητα να ταυτοποιήσει εκατοντάδες κρανία, τα οποία ονόμασε κρανία «εν δυνάμει αντιδίκων». Ηταν λείψανα ιθαγενών και μαχητών κατά των αποικιοκρατών, που συγκεντρώθηκαν ως πολεμικά τρόπαια ή λεηλατήθηκαν από εξερευνητές , τα οποία θα μπορούσαν να διεκδικήσουν άνθρωποι που επιθυμούν να τιμήσουν τους προγόνους τους.
Καθώς τα αιτήματα επιστροφής αυξάνονταν διεθνώς, διαισθανόμενος πιθανά προβλήματα, ο Μενεσιέ μίλησε πολλές φορές στους επικεφαλής του μουσείου για τα ευαίσθητα λείψανα, πιέζοντάς τους να «ενημερώσουν κυβερνητικά στελέχη, πιθανόν τις πρεσβείες, και τις αντίστοιχες κοινότητες». Αλλά, όπως είπε, οι εκκλήσεις του δεν εισακούστηκαν: αυτός και ο Αλέν Φρομάν, ανθρωπολόγος του μουσείου, άφησαν στο σκοτάδι τις ξένες κυβερνήσεις και τις κοινότητες των αυτόχθονων.
«Είναι απίστευτα δύσκολο να καταλάβουμε τι υπάρχει στη συλλογή τους», δήλωσε στους New York Times η Σάνον Ο’Λόκλιν, διευθύνουσα σύμβουλος της Ενωσης για τις Υποθέσεις Αμερικανών Ινδιάνων, ΜΚΟ που προωθεί την πολιτιστική κληρονομιά των ιθαγενών της Αμερικής. Και προσέθεσε ότι «απελπίστηκε» όταν έμαθε για κρανία Σιού και Ναβάχο στο υπόγειο του Μουσείου της Ανθρωπότητας.
Το μουσείο έχει δημοσιεύσει στο Διαδίκτυο μόνο μια έκδοση της βάσης δεδομένων των κρανίων του, χωρίς ονόματα ή άλλα βιογραφικά στοιχεία, παρότι η λίστα που είδαν οι New York Times περιέχει πληροφορίες για εκατοντάδες λείψανα, γράφει ο Κονστάν Μεχέ.
Οι Κριστίν Λεφέβρ και Μαρτίν Φρις, υπεύθυνοι για τις συλλογές Σύγχρονης Ανθρωπολογίας του Μουσείου της Ανθρωπότητας, είπαν ότι οι πληροφορίες αποκρύπτονται λόγω ανησυχιών για την ιδιωτικότητα, φόβων για διαμάχες και αβεβαιοτήτας σχετικά με την ταυτότητα ορισμένων λειψάνων. Ωστόσο, αρκετοί μελετητές και νομοθέτες δήλωσαν ότι η στάση του μουσείου πηγάζει από μια μεγαλύτερη ανησυχία: ότι η διαφάνεια θα μπορούσε να ανοίξει τις πύλες για αξιώσεις επαναπατρισμού.
Οπως και άλλα ιδρύματα, τα αιτήματα επαναπατρισμού που δέχεται το Musée de l’Homme αυξάνονται διαρκώς από χώρες όπως η Μαδαγασκάρη και η Αργεντινή, αλλά και από αυτόχθονες πληθυσμούς της Χαβάης. Ωστόσο, σε αντίθεση με πολλά αντίστοιχα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, το μουσείο δεν έχει επενδύσει σημαντικά στην έρευνα προέλευσης των ανθρώπινων λειψάνων του, ούτε έχει δημοσιεύσει οδηγίες για τον χειρισμό και την επιστροφή τους.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η Γαλλία έχει επιστρέψει μόνο περίπου 50 σετ λειψάνων, μεταξύ άλλων στη Νότια Αφρική, στη Νέα Ζηλανδία και στην Αλγερία. Συγκριτικά, την ίδια περίοδο η Γερμανία επέστρεψε οκτώ φορές περισσότερα, σύμφωνα με ερευνητή στην Ιατρική Σχολή του Βρανδεμβούργου. «Κάνει τη Γαλλία να φαίνεται ότι μένει πίσω», δήλωσε σχετικά ο Τζερεμάια Γκάρσα, ιστορικός στο University College του Δουβλίνου, σημειώνοντας ότι η χώρα «έχει πολύ μεγαλύτερη αποικιακή ιστορία και λιγότερα ιστορικά αρχεία» από τη Γερμανία.
Αυτή η ασυμφωνία οφείλεται εν μέρει σε πολιτικές, όπως η απαίτηση του Μουσείου της Ανθρωπότητας για ονομαστική ταυτοποίηση. Ετσι, τα σχέδια για την επιστροφή λειψάνων ιθαγενών της Αυστραλίας που υπάρχουν στη συλλογή, τα περισσότερα από τα οποία δεν είναι αναγνωρίσιμα, έχουν σταματήσει, σύμφωνα με τους Μενεσιέ και Φρομάν.
Αλλα ευρωπαϊκά μουσεία, ωστόσο, δεν συμμερίζονται αυτή την πολιτική, η οποία «δεν έχει σαφή νομική βάση», όπως σημειώνεται στο εμπιστευτικό έγγραφο του μουσείου. Επίσης, έρχεται σε αντίθεση με μια έκθεση του 2018, που ανατέθηκε από την κυβέρνηση, την οποία έχουν επίσης στη διάθεσή τους οι New York Times. Η έκθεση προτείνει να επιστρέφονται ανώνυμα λείψανα που θα μπορούσαν να συνδέονται με μια οικογένεια ή μια ομάδα ιθαγενών. (Η έκθεση δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, ούτε και εφαρμόστηκαν ποτέ οι προτάσεις της).
Τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα, δεδομένου ότι τα αντικείμενα στις συλλογές δημόσιων μουσείων είναι ιδιοκτησία του γαλλικού κράτους και δεν μπορούν να αλλάξουν ιδιοκτήτη, παρά μόνο αν η επιστροφή ψηφιστεί ως νόμος, μια δυσκίνητη διαδικασία που ορισμένες φορές οδήγησε τη Γαλλία στο να δανείζει λείψανα αντί να τα εκχωρεί.
Εκπρόσωπος του υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας δήλωσε ότι αξιωματούχοι επεξεργάζονται έναν σαρωτικό νόμο για τη ρύθμιση μελλοντικών επιστροφών ανθρώπινων λειψάνων.
Ωστόσο, ο Πιερ Ουζουλιά, ένας αριστερός γάλλος γερουσιαστής που έχει εκπονήσει αρκετές εκθέσεις επαναπατρισμού, είπε ότι η κυβέρνηση έχει δείξει οτιδήποτε άλλο εκτός από καλή θέληση. Εχει απορρίψει πρόταση της Γερουσίας για τη σύσταση επιστημονικής συμβουλευτικής επιτροπής για τους επαναπατρισμούς και δεν έχει ακόμη εξετάσει νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από τη Γερουσία τον Ιανουάριο, περί άρσης της υποχρέωσης του Κοινοβουλίου να εγκρίνει κάθε επαναπατρισμό.
Ο επιμελητής Φιλίπ Μενεσιέ και ο πρώην διευθυντής του Μουσείου Ανθρωπότητας, Ανρί Ντελπουές, δήλωσαν αμφότεροι ότι η μυστικοπάθεια του ιδρύματος και οι καθυστερήσεις των Αρχών θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις, καθώς εντείνονται οι εκκλήσεις για απολογισμό του παρελθόντος.
Ο Ουζουλιά, εξάλλου, αναφερόμενος στα κρανία των θυμάτων της γενοκτονίας των Αρμενίων, είπε κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής πέρυσι ότι η Γαλλία διακινδυνεύει «μια μεγάλη διπλωματική σύγκρουση με ορισμένα κράτη, όταν αντιληφθούν το περιεχόμενο των συλλογών μας». Και προσέθεσε ότι «είναι καιρός να σταματήσει αυτό. Δεν μπορούμε πλέον να ζούμε με σκελετούς στις ντουλάπες μας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News