Είδα προχθές μόλις το «Λεβιάθαν», ένα κινηματογραφικό έργο του Ρώσου Αντριέι Σβιάγκιντσεφ. Και πριν λίγες ημέρες το «Χειμερία Νάρκη» του Τούρκου Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Μια σκηνή σε καθένα από αυτά είναι η αφορμή που τα αναφέρω εδώ. Στο ρωσικό «Λεβιάθαν», έχουμε την παραίνεση ενός Επισκόπου προς τον διεφθαρμένο δήμαρχο μιας κωμόπολης στα βόρεια της χώρας, να βγει από τη δύσκολη κατάσταση που τον έχουν φέρει τα σκάνδαλά του και το στρίμωγμα από έναν δικηγόρο, παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια του και καθαρίζοντας με τη βία. Ο καθένας, του λέει, προασπίζει το δικό του έδαφος. Προβάλλοντας μιαν αντίληψη που βρίσκεις πιο πολύ στα ζώα καθώς αυτά ξέρουμε πόσο παθιασμένα οριοθετούν με νύχια, με δόντια, με οσμές το κομμάτι όπου σε κανέναν άλλον δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα να βρεθεί.
Στο έργο του Τσεϊλάν υπάρχει μια σκηνή όπου ο μουσουλμάνος ιερέας, σε μια τοποθεσία της Καππαδοκίας, φθάνει ντυμένος με πολιτικά ρούχα και τα παπούτσια του βουτηγμένα στη λάσπη, στο απόμακρο ξενοδοχείο του πρωταγωνιστή για να μιλήσουν για κάποια οικογενειακή διαφορά που έχει προκύψει. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου τον δέχεται στο γραφείο του και δίνει εντολή στην οικονόμο να φέρει παπούτσια για τον χότζα, για να μην είναι με τις κάλτσες. Η οικονόμος επιστρέφει φέρνοντας ένα ζευγάρι γυναικείες παντόφλες, ισχυριζόμενη ότι δεν βρέθηκε κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή. Και έτσι ο θεατής βλέπει για αρκετή ώρα τον μουσουλμάνο ιερωμένο να είναι με το επαρχιώτικο κοστουμάκι του και τις γυναικείες παντοφλίτσες στα πόδια του, ενώ ο πρωταγωνιστής αφήνει να εννοηθεί και ότι οι κάλτσες του βρωμούν ανυπόφορα. Δύσκολα συγκρατείς τα γέλια σου από αυτό το θέαμα. Και επειδή παρακολουθούσα το έργο μαζί με έναν Τούρκο φίλο, παντρεμένο με Ελληνίδα, που μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, διαπίστωσα πως όχι μόνο δεν τον ενοχλούσε αυτή η σκηνή αλλά του ερχόταν να γελάσει περισσότερο και από εμένα. Δύο έργα πολύ αξιόλογα, φτιαγμένα σε δύσκολες συνθήκες. Σε καθεστώτα ανελεύθερα ή ακόμη και σουλτανικά, όμως οι δημιουργοί τους έχουν το θάρρος να θίγουν αυτό που οι ιστορικοί έχουν ονομάσει κάπως αόριστα «ιερατείο» και που υπάρχει δυνατό, μολυσμένο και αιώνια παρόν από τον καιρό των Βαβυλωνίων και των Φαραώ μέχρι σήμερα.
Δεν έχω όμως σκοπό να ασχοληθώ με τον ελληνικό κινηματογράφο και με την ατολμία του σε σχέση με τέτοια θέματα, διότι στις ημέρες που ζούμε αυτό είναι μεγάλη πολυτέλεια. Εδώ καθημερινά είμαστε αδύναμοι θεατές και με έναν κόμπο μόνιμα στον λαιμό, εξαιτίας των αληθινών δραμάτων που σκηνοθετούνται σε σχέση με το «ελληνικό πρόβλημα» στις σκηνές διαφόρων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Θυμίζει η όλη κατάσταση και λίγο εκείνο το παιχνίδι, που μετέδιδε νομίζω ο Αντένα με τον Φερεντίνο έως το 2008, στο Fort Boyard, το κάστρο σε μια βραχονησίδα του Ατλαντικού, που αν δεν έβρισκες τις σωστές απαντήσεις ο σοφός πέταγε σαδιστικά και πολύ θεατρικά το περιπόθητο κλειδί στη θάλασσα. Και τώρα, εδώ, πάλι έχουμε κάποιους τύπους που απειλούν να πετάξουν το κλειδί που τόσο χρειαζόμαστε στη θάλασσα.
Και πόνταρε ο κόσμος στην ξένοιαστη μέχρι τις 25 Ιανουαρίου ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και στον κ. Βαρουφάκη, που τώρα ψάχνει συνεχώς να λύσει τα αινίγματα, πάει κι έρχεται αλλά μέχρι στιγμής, από εβδομάδα σε εβδομάδα, γυρίζει και το σακούλι του είναι όλο και πιο άδειο. Έμειναν από ιδέες οι άνθρωποι. Και από θάρρος, θα έλεγα. Αδειάζουν τα ταμεία, βάζουν σε κίνδυνο τις συντάξεις, γίνεται λόγος ότι θα θιγούν οι οικονομίες του κόσμου, είχαν ετοιμάσει τα ΑΤΜ να δίνουν μόνο μέχρι κάποιο συγκεκριμένο ποσό. Δεν τολμούν όμως να πουν στην Εκκλησία της Ελλάδος «έως εδώ». Ότι θα πρέπει πλέον να αναλάβει τους δικούς της. Να έχει όσους θέλει σε κάθε ναό αλλά να τους πληρώνει εκείνη. Βέβαια, ο πρώτος που συνάντησε τον πρωθυπουργό μόλις ανέλαβε, λες και είμαστε στο Ιράν, ήταν ο Αρχιεπίσκοπος. Και κάποιος που είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και με τα δυο του χέρια, μου είπε πως αυτή η ιδέα είναι απολιτική και χρειάζεται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ όλο τον λαό. Αν βέβαια ήξερε λίγο και από ποδόσφαιρο, θα του έλεγα πως εδώ το αποτέλεσμα του αγώνα προκύπτει μέσα στο γήπεδο. Είναι θέμα τεχνικής και δεν έχει να κάνει με το πόσους οπαδούς έχει στις εξέδρες η ομάδα, αλλά με το τι μπάλα παίζει μέσα από τις άσπρες γραμμές. Και μπορεί να τη βαφτίζουν «απολιτική» αλλά είναι ρεαλιστική και δίκαιη για όλους όσους μπορούν να προσφέρουν (γιατρούς, νοσηλευτές, μηχανικούς, τεχνικούς, ανθρώπους της Πληροφορικής, νέους καλλιεργητές) αλλά δεν μπορούν να προσληφθούν ή να χρηματοδοτηθούν; Ούτε οι κληρικοί θα μείνουν στον δρόμο. Και είναι πολιτικό, άραγε, τα όσα υπερρεαλιστικά μας ετοιμάζει η (ας πούμε) αριστερή και εντελώς απροετοίμαστη για να κυβερνήσει κυβέρνηση; Εκτός και αν ο κ. Τσίπρας και οι γύρω του έχουν πεισθεί από τους ρασοφόρους συνοδοιπόρους τους ότι αν ψήσουν Φανουρόπιτες θα βρεθούν τα λεφτά. Χαιρετίσματα λοιπόν στην Εκκλησία…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News