Να ομολογήσω ότι πριν πολλά χρόνια -όταν είχε χάσει την εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού (κυβέρνηση Τζαννετάκη, οπερετική κυβέρνηση Ζολώτα, διαδοχικές εκλογές), όταν η Κοσκωτική λαίλαπα περνούσε πάνω από πολλούς/πολλά- έπεσα απολύτως έξω, θεωρώντας ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν και καθοριστική φιγούρα της μεταπολεμικής/μεταπολιτευτικής ελληνικής πολιτικής, ήταν αδιανόητο να ξαναπαίξει ρόλο. Μόλις τρία χρόνια (και ένα άγαρμπο Ειδικό Δικαστήριο) αργότερα, ο Ανδρέας όχι μόνον είχε επιστρέψει, αλλά και… οδηγούσε τη χώρα στην κατεύθυνση της ΟΝΕ, ψηφισμένης επί Μητσοτάκη και ιδεολογημένης επί Σημίτη, όμως δρομολογημένης επί Ανδρέα/Γ. Γεννηματά/Αλ. Παπαδόπουλου. Ας είναι.
Βλέποντας, όμως, τώρα το τραγικό σφιχταγκάλιασμα του Αντώνη Σαμαρά -μετά την εκλογική ήττα στις κάλπες του Ιανουαρίου, μετά την ηθική ήττα/παραίτηση την επαύριο των Ευρωεκλογών- με τα κατάλοιπα της παρουσίας της Νέας Δημοκρατίας στην πολιτική σκηνή, τη στιγμή που η εκλογική του βάση «περνάει απέναντι» και που τα στελέχη του δεν μπορούν να κρατήσουν καλά-καλά την (άχρηστη) τοποθέτηση του ΕΛΚ για τις ελληνικές εξελίξεις, αληθινά δεν καταλαβαίνω τι μένει πέρα από ένα προσωπικό άγχος μη διάψευσης. Ο Σαμαράς (δηλαδή: η ανάλυση Χρύσανθου Λαζαρίδη) είχε κάνει μετά την έλευση της «διάσωσης» της Ελλάδας από ΕΕ+ΔΝΤ μια διάγνωση του αδιεξόδου, η οποία βγήκε σωστή. Ύστερα ήρθε η διαχείριση του αδιεξόδου και, προκειμένου να μην πέσει η χώρα στα βράχια, πήραν το κόστος μιας μεταστροφής (και την εξουσία, και την εξουσία!). Έκαναν, ή πάντως προχώρησαν συναινώντας, ή πήγαν να κάνουν όλα όσα ζήσαμε -κήρυξαν ένα Ευαγγέλιο δημοσιονομικής προσαρμογής και ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας- είδαν να προκύπτουν αποτελέσματα, πλην το συνολικό παιχνίδι να μην τους βγαίνει πέρα. (Επίσης, πήγαν να παίξουν, σε άλλους τομείς, με μια «πειθάρχηση της κοινωνίας». Εδώ κι αν βρήκαν τοίχο!). Όταν, όμως, άρχισαν να διαρρέουν τα ψηφαλάκια, πανικοβλήθηκαν, έσπευσαν «να γίνουν ΣΥΡΙΖΑ», έχασαν τα αυγά και τα πασχάλια. Και, τώρα, περιφέρονται με την προσδοκία μιας συνολικής κατάρρευσης, μην και τους δώσει τη δικαίωση: ακόμη κι έτσι, πέρα από το ότι θα ήταν ακραία πικρή μια τέτοια δικαίωση, σε εξουσία δεν δείχνει να οδηγεί. Προς τι, λοιπόν, ο εναγκαλισμός με το τίποτα;
Στην περίπτωση Βαγγέλη Βενιζέλου και του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος ΠΑΣΟΚ -το οποίο σήμερα καταγράφεται ως άθροισμα τριών ακόμη μικρότερων «τίποτα»: ένα ΠΑΣΟΚ/ΔΗΠΑΡ μετρούμενο κάτω του 3%, ένα Κίνημα ΓΑΠ στο 2% και (το πιο ταπεινωτικό!) μια Ένωση Κεντρώων του αειθαλούς Λεβέντη στο 1,5%- το πράγμα είναι ακόμη πιο ακραίο. Πάει να σβήσει ακόμη και τη μνήμη της αυτοσκηνοθεσίας Βενιζέλου, ο οποίος όντως φορτώθηκε ευθύνη σε μια κρίσιμη στιγμή (και την εξουσία, και την εξουσία!), «έδιωξε την τρόικα» και ύστερα ικέτευε να επανέλθει και μας σαμάρωσε με το χαράτσι, μετέπειτα ΕΝΦΙΑ. Τώρα, πάντως, κηρύσσει ο Β.Β. την αποχώρησή του από την ηγεσία του αστοχήσαντος ΠΑΣΟΚ/ΔΗΠΑΡ (κι έτσι κερδίζει προς στιγμήν το ηθικό πλεονέκτημα: σοβαρά το λέμε!), πλην όταν βλέπει να διεκδικούν άλλοι την ηγεσία/διαδοχή, φθάνει να πει αδιανόητο (προς την Φώφη Γεννηματά: δεν έχει σημασία το προς ποιον…) ότι δεν θα επιτρέψει να εκλεγεί προκειμένου να φέρει πίσω «τον Γιώργο Παπανδρέου και τον κύκλο του». Δηλαδή, αυτή ήταν όλη κι όλη η ιστορία. Εδώ, το σφιχταγκάλιασμα είναι με λιγότερο κι από το τίποτα. Κάτι κακό, κάτι πολύ κακό κάνει η αίσθηση του τίποτα, δηλαδή η εξουσία στους ανθρώπους!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News