Η εικόνα του Πάνου Καμμενου την Κυριακή των εκλογών, το σφιχταγκάλιασμα με τον Αλέξη Τσιπρα, κυρίως η διθυραμβική συντροφική κραυγή του «Σήμερα ενώνουμε τις σημαίες μας», με το αριστερό κοινό να παραληρεί στην πλατεία, προκάλεσε τα πρώτο αυθόρμητο σχόλιο διπλανού. «Καλά ρε παιδιά, τυφλοί είναι; Δεν βλέπουν για ποια σημαία μιλάει;». Να, λοιπόν, που η ζωή μιμείται την τέχνη. Πριν δυο χρόνια ξεφυλλίσαμε το «Περί τυφλότητας» του μακαρίτη Σαραμάγκου. Πώς θα ήταν ο κόσμος σε μια ξαφνική επιδημία τύφλωσης άραγε; Ίσως έτσι… Η νέα Αριστερά σε ενθουσιώδη συνεύρεση με την εθνικιστική και λαϊκιστική ακροδεξιά να μην μπορεί να δει την εικόνα της. Αδιανόητο έγραψε μια γερμανική εφημερίδα. Πώς είναι δυνατόν ο κ. Τσίπρας με το πιο σκληρό πακέτο λιτότητας και την ακροδεξιά δίπλα του να φτάσει έτσι σε έναν θρίαμβο. Η αλήθεια είναι ότι σε μα κοινωνία με πιο ορθολογικά κριτήρια μοιάζει αδιανόητο. Ίσως γιατί δεν μπορούν να συλλάβουν τη δύναμη ενός χαρισματικού ηγέτη με έναν κόσμο που δεν μπορεί να δει την πραγματικότητα, αλλά ακούει απλώς τη συναρπαστική περιγραφή της. Σημασία δεν έχει τι περιέχει το τρίτο Μνημόνιο (ποιος το διάβασε άλλωστε), ή ποιοι είναι οι συγκυβερνήτες, αλλά το γεγονός ότι για να το φέρουμε «ματώσαμε». Όταν έρθει ο λογαριασμός βέβαια μάλλον τις βλέπω μεσίστιες τις σημαίες.
Προκαλεί ακόμη ιδεολογικό σοκ η συνάντηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον ακροδεξιό εθνικισμό. Ίσως γιατί δεν θέλαμε να δούμε ότι η Αριστερά διολισθαίνει χρόνια τώρα στον απομονωτισμό και τον εθνικισμό. Αυτή την εικόνα δεν την αντικρίσαμε, ακούγαμε απλώς στις ηρωικές περιγραφές της για το νέο Κούγκι. Υπάρχουν και οι πιο ευαίσθητοι, που δεν διανοούνται ότι συμπλέει ενθουσιωδώς με την πιο οπισθοδρομική συνωμοσιολογική και ομοφοβική ομάδα του Κοινοβουλίου. Την εικόνα πάλι χάσαμε. Σε μια συντηρητική κοινωνία, που τρώει τη συνωμοσία με την κουτάλα και είναι η πιο ομοφοβική της Ευρώπης, σιγά μην χολοσκάσει η Αριστερά με τα δικαιώματα των «πουσταριών», που θα έλεγε και ο κ. Νικολόπουλος.
Το ίδιο βράδυ ο κ. Τσίπρας περιέγραψε στους δημοσιογράφους το όραμά του. Να γίνει ο ηγέτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, «ο προνομιακός συνομιλητής του Φρανσουά Ολάντ», όπως είπε. Δικαίως. Η παρουσία του στην πολιτική σκηνή είναι ηγεμονική και το τρίτο Μνημόνιο τον αναγκάζει να κινηθεί στον αστικό χώρο, προς τη Σοσιαλδημοκρατία και την Κεντροαριστερά. Δεν έχει αντίπαλο, παρά μόνο τον εαυτό του. Το σοκ, ωστόσο, που έχει προκαλέσει στην Ευρώπη με τους ΑΝΕΛ αρνείται ή δεν μπορεί να το δει. «Περί τυφλότητας» ο λόγος. Ας μην ξεχνάει άλλωστε ότι η ηγεμονία αυτή οικοδομείται σε εύθραυστο πεδίο. Η μεγάλη αποχή (ρεκόρ) περιγράφει κόπωση, απογοήτευση και ρευστότητα. Η απόσταση από τον θρίαμβο σε οδυνηρές προσγειώσεις, δηλαδή, έχει δραματικά μειωθεί σε αυτή την κρίση.
Το σύμπτωμα έχει προεκτάσεις και στην Κεντροδεξιά φυσικά. Ο συμπαθής, αξιοπρεπής, λίγο μάγκας Βαγγέλης Μεϊμαράκης είχε τον κ. Τσίπρα περίπου στο τσεπάκι του. Το περιέγραφαν οι δημοσκοπήσεις, διάολε. Την πραγματική εικόνα δεν μπόρεσαν να δουν. Οι δημοσκοπήσεις έχουν χάσει προ πολλού την «αφηγηματική» τους ικανότητα, ενώ η πραγματική εικόνα ήταν άλλη. Ένας σιτεμένος και χρόνια στο κουρμπέτι πολτικός απέναντι σε έναν νέο, φρέσκο, με απήχηση και δεξιοτέχνη στη δημαγωγία. Χαμένος από χέρι. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο κ. Μεϊμαράκης έδωσε μια αξιοπρεπή μάχη κουβαλώντας όμως ένα φθαρμένο προϊόν. Και που το έφτασε κοντά στο 30% επιτυχία του είναι, πρέπει να αναγνωριστεί. Τι καινούριο ωστόσο έχει να φέρει αυτή η Δεξιά, εκτός από τον φανατισμό κατά του κ. Τσίπρα; Κόμμα εξουσίας, που ετεροπροσδιοριζεται μόνο από τον αντίπαλό του, απλώς δεν βλέπει πού πάει.
Θέλετε άλλο σύμπτωμα τύφλωσης; Το πολιτικό σύστημα μπροστά στο νεοναζιστικό φαινόμενο ψέλλιζε άλλοθι και δικαιολογίες. Ο θυμός, η οργή, η άγνοια. Ποτέ δεν είδε την πραγματική εικόνα για να την αντιμετωπίσει. Ένα 10% των συμπολιτών μας απλώς είναι φασισταριά.
Νομίζω ότι η αυτογνωσία ίσως να ανοίγει κάποιους δρόμους. Αλλά ας το ομολογήσουμε πρώτα. Είμαστε μια συντηρητική κοινωνία. Μιλάμε για αλλαγές σε μια χώρα, που κατά βάθος δεν τις θέλει, τις φοβάται. Μια κοινωνία, που άκουσε τους σχεδιασμούς του κ. Μπαλτά ως μεγάλη μεταρρύθμιση, αλλά δεν είδε ότι ήταν μια κλωτσιά που στέλνει τα παιδιά μας δεκαετίες πίσω. Πριν λοιπόν ανασυνθέσουμε, εκσυγχρονίσουμε, μεταρρυθμίσουμε, αλλάξουμε και κάνουμε επανάσταση, μήπως απαραίτητη προϋπόθεση είναι η θεραπεία των οπτικών μας νεύρων;
ΥΓ.: Το «περί τυφλότητας»… αφήγημα επεκτείνεται φυσικά και στα ταλαιπωρημένα ενδιάμεσα κόμματα, αλλά για την οικονομία του χώρου το αφήνουμε για ένα άλλο σημείωμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News