Τι απέγιναν οι πέντε νταβατζήδες του Μπαϊρακτάρη; Πέρασαν χρόνια και ποιος ξέρει που μπορεί να βρίσκονται πια. Από τότε που Κωνσταντίνος ο Β' ο «Εργασιομανής», εν μέσω κατανυκτικής «κρεατοσοφίας», αποκάλυψε γιατί δεν μπορεί να διοικήσει τη χώρα, άλλαξαν τέσσερις κυβερνήσεις. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να διαφοροποιήθηκε η σύνθεση και ο αριθμός τους. Να μην είναι, ας πούμε, πέντε αλλά δεκαπέντε, να μην είναι οι ίδιοι αλλά να έχουν αναλάβει τα παιδιά τους, κάποιοι να έχουν μεταναστεύσει σε άλλες «πιάτσες». Να έχουν συμβεί ένα σωρό μεταβολές, όπως άλλωστε υφίσταται, διαχρονικά, το σινάφι των νταβατζήδων.
Το βασικό ερώτημα, σε κάθε περίπτωση, είναι τι κάνουν τώρα. Τώρα, μετά την ανάδειξη για πρώτη φορά, της αριστεράς στην εξουσία. Υποθέτω πως έχουν κλειστεί στον πολυτελέστατο υπόγειο των σκοτεινών συσκέψεων και συνεδριάζουν με τους ακριβοπληρωμένους συμβούλους τους. Εκεί, με μερικές μισογεμάτες φιάλες Macallan στο τραπέζι και το ντουμάνι από τα πανάκριβα πούρα τους. Και όσο περνούν οι μέρες και αγριεύουν τα πράγματα, τόσο περισσότερο σφίγγουν το γεμάτο διαμαντένια δαχτυλίδια χέρι τους στο χρυσό χερούλι της πολυθρόνας τους.
Θα κρατήσει, άραγε, η νέα κυβέρνηση τον λόγο της (τους «επαναστάτες» δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι και πολύ…), θα προλάβουν να «συνεννοηθούν» τώρα και ποιους θα έχουν «συνεργάτες» στη συνέχεια; Κάποιοι, πιο παλιοί, θυμήθηκαν το 1898 με τον ΔΟΕ (Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο), την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, το 1927 (έπαιρνε όλες τις εξουσίας από την «αμαρτωλή» Εθνική Τράπεζα…), το 1936 με τον Μεταξά, την Κατοχή, το ΄67, το ΄81 και τόσα άλλα δύσκολα χρόνια που αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες. Τα κατάφεραν όμως. Πάλεψαν αλλά βρήκαν τον τρόπο να τα βρουν με τη νέα κατάσταση, όσο κι αν στοίχισε σε χρόνο και χρήμα.
Από την άκρη του τραπεζιού, ένας κοντός με βλοσυρό βλέμμα (έτσι είναι το βαθύ βλέμμα των νταβατζήδων…) πήρε τον λόγο. Έφτυσε πρώτα, ένα κομμάτι Cohiba Behike και καθησύχασε τους υπόλοιπους. «Μην είστε ανόητοι, σύντροφοι. Κοιτάξτε τι γίνεται έξω. Την Τετάρτη, ο κόσμος θα είναι στους δρόμους. Μαζική παράκρουση θα πάθουν όλοι. Κι όσο τους λέμε πως είναι «ένας εναντίον όλων», άλλο τόσο αυτοί θα αγριεύουν. Ποιος, λοιπόν, τρελάθηκε να χάσει τέτοιο πάρτι; Μιλήστε με γιαγιάδες, παπάδες, νοικοκυρές, συνταξιούχους, χρεωμένους, φοιτητές, μαθητές. Όλοι είναι πλέον, αριστεροί! Έβγαλαν λάβαρα από τα σεντούκια, θυμήθηκαν τον Μέτερνιχ, τους Ναζί, τη μάχη της Κρήτης, τον Άγιο Γεώργιο!»
«Ναι» απάντησε ο χοντρός με το baby face, «αν όμως τους πιέσουν οι άλλοι»; «Αν μας θυσιάσουν για να επιζήσουν αυτοί;». «Μας έχουν ανάγκη», είπε με βραχνή φωνή ο γέρος της παρέας. «Πάντα μας είχαν ανάγκη!». «Το είπαν και στους άλλους». «Είμαι υπουργός μιας χρεοκοπημένης χώρας». «Είμαι πρωθυπουργός μιας διεφθαρμένης χώρας». «Όπως ακριβώς, είχαν κάνει και οι προηγούμενοι… Ποτέ μη φοβάσαι αυτούς που μιλάνε για μας με θαυμασμό. Όσο περισσότερο μας πιάνουν στο στόμα τους, τόσο πιο πολύ θα υπάρχουμε στις συνειδήσεις τους».
Σήκωσαν και οι πέντε, τα ποτήρια και στράγγιξαν και την τελευταία σταγόνα. Ένα δάκρυ κύλησε στα κατακόκκινα μάτια τους. Και ξεκίνησαν ένα παλιό και πονεμένο ρυθμό που έπιαναν πάντα σε δύσκολες ώρες. «Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει… σε τούτα δω τα μάρμαρα…»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News