Παρακολούθησα με ενδιαφέρον την συνέντευξη της συμπαθέστατης Υπουργού Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΝΕΤ την Κυριακή το πρωί. Με στρωτό και συγκροτημένο λόγο, χωρίς τις συνήθεις κορώνες, μας είπε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι η Κύπρος (πρακτικά η αμερικανικών και ισραηλινών συμφερόντων εταιρεία Noble Energy) έχει κάθε δικαίωμα να προχωρήσει σε έρευνα στην δική της Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Και δεύτερον ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι θωρακισμένη από μια πανίσχυρη διεθνή ασπίδα. «Όλοι είναι μαζί μας» είπε «η Τουρκία είναι απομονωμένη και πρέπει να κατανοήσει ότι δεν πρέπει να φέρεται σαν νταής στην Μεσόγειο». Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι εφ’ όσον ξεκίνησε η νέα κυπριακή περιπέτεια και η Ελλάδα ως συνήθως σύρεται από πίσω της, η Υπουργός ήταν υποχρεωμένη να πει grosso modo αυτά που είπε. Εμείς όμως πρέπει να διαβάσουμε πίσω από τις γραμμές. Γιατί και ένας πρωτοετής του Παντείου Πανεπιστημίου θα μας πει ότι η πρώτη διαπίστωση (για το δίκιο) είναι άνευ πρακτικής σημασίας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής αν έχουμε κάνει λάθος στην δεύτερη (για την ασπίδα). Και αυτό από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι συμπαθείς κάτοικοι της Μήλου είχαν κάθε δικαίωμα να θέλουν να μείνουν ουδέτεροι αλλά η Αθηναϊκή Δημοκρατία το είδε κάπως αλλιώς και έδρασε ως νταής της εποχής με τα γνωστά αποτελέσματα. Η Κούβα του Κάστρο το 1963 θεωρητικά είχε ως κυρίαρχο κράτος δικαίωμα να τοποθετήσει σοβιετικούς πυραύλους στην αυλή των ΗΠΑ αλλά ο Κέννεντυ απάντησε πολύ πειστικά παρατάσσοντας τον στόλο του. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο των 6 ημερών το 1967 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 (κατά σύμπτωση αφορούν και τους δυο νταήδες που συγκρούονται σήμερα) δεν εφαρμόζονται και όλοι γνωρίζουν ότι εδάφη που κατελήφθησαν με πόλεμο μόνο με νέες συμφωνίες και επώδυνους συμβιβασμούς μπορεί εν μέρει να επιστραφούν με ειρηνικό τρόπο. Κοντολογίς το διεθνές δίκαιο αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για να στηρίξεις επάνω του αποτελεσματικές πρωτοβουλίες. Η οικονομική ευρωστία, οι συμμαχίες σε πολιτικό αλλά και στρατιωτικό επίπεδο και η παγκόσμια, περιφερειακή και τοπική συγκυρία επηρεάζουν τα μέγιστα μια τέτοια απόφαση.
Η πολιτική και οικονομική κατάσταση της Αθήνας και της Λευκωσίας είναι γνωστή. Το ίδιο και η αντίστοιχη κατάσταση στην Τουρκία, που γεμίζει τον Ερντογάν αυτοπεποίθηση και ταυτοχρόνως τον καθιστά επιρρεπή σε υπεροψία ικανή να οδηγήσει σε τυχοδιωκτισμούς. Η στρατιωτική ισχύς της Κύπρου είναι ανύπαρκτη και οι γεωγραφικές αποστάσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο και Τουρκία με Κύπρο δεν έχουν μεταβληθεί από το 1973. Άρα παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας κάλεσε σε εγρήγορση την Εθνική Φρουρά και οι κ,κ Πάγκαλος και Μπεγλίτης είπαν το αυτονόητο, ότι επίθεση κατά της Κύπρου θα προκαλέσει την άμεση αντίδραση της Ελλάδας, δεν αποτελούν αυτές οι δηλώσεις αποτρεπτικό παράγοντα σε ενδεχόμενο τουρκικό τυχοδιωκτισμό.
Ο μόνος ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας είναι η διεθνής πολιτική και στρατιωτική ασπίδα που επικαλέστηκε στην ΝΕΤ η κα Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλή. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι έτσι τα πράγματα. Είναι όμως έτσι στο σύνολό τους και κυρίως θα παραμείνουν μέχρι τέλους έτσι ή θα αρχίσουν οι αποστασιοποιήσεις με αποτέλεσμα να μείνουμε στο τέλος μόνοι μας παρέα με το αναμφισβήτητο δίκιο μας; Ιστορικά δεν θα είναι η πρώτη φορά.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, ένα ένα τα στοιχεία που συγκροτούν αυτήν την πολιτικοστρατιωτική ασπίδα. Πρώτα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολιτικά είναι ίσως ο ισχυρότερος σύμμαχος. Ελλάδα και Κύπρος είναι μέλη της ενώ η Τουρκία δεν είναι και επιθυμεί να γίνει. Πρέπει μόνο να παρατηρήσουμε ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον ο παράκλητος που ήταν πριν μερικά χρόνια, ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και δεν αποτελεί η Ευρώπη το μοναδικό αποκούμπι της. Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί της κλείνουν την ευρωπαϊκή πόρτα και για αυτό ανακάλυψαν την Κύπρο και οχυρώνονται πίσω της σε αυτόν τον στόχο τους. Αυτή όμως η εξέλιξη δεν είναι άμοιρη κινδύνων για την Κύπρο. Εξάλλου είναι εξαιρετικά πιθανό Μέρκελ και Σαρκοζί να ηττηθούν στις επικείμενες εκλογές και η εκφρασμένη θέση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων στην Γερμανία είναι ευνοϊκή για την ένταξη της Τουρκίας. Ας μην εκπλαγούμε επίσης αν ανακαλύψουμε ότι αρκετοί Ευρωπαίοι δεν κλείνουν τα αυτιά τους στο επιχείρημα ότι μέρος του εθνικού κυπριακού ενεργειακού πλούτου ανήκει και στους Τουρκοκύπριους και ότι δεν έχουν ξεχάσει πως η Κύπρος μετά την ένταξη της φρόντισε να θάψει το σχέδιο Αννάν παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις της. Όμως όλα αυτά είναι δευτερεύοντα μπροστά στην αδυναμία της ΕΕ να εκφραστεί με κοινή εξωτερική πολιτική και στην ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία της να υποστηρίξει την όποια πολιτική της με ένα στρατιωτικό βραχίονα. Το στρατιωτικό σκέλος παραμένει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ στο οποίο συμμετέχει η Τουρκία και το οποίο θα βρεθεί στην μέση ενός καυγά δυο μελών του με την γνωστή κατάληξη των εκκλήσεων για αποφόρτιση της έντασης.
Τα άλλα δυο στοιχεία που συγκροτούν δυνητικά την ασπίδα μας πρέπει να εξεταστούν παίρνοντας υπ’ όψιν τόσο την ιστορικά ισχυρή μεταξύ τους σχέση όσο και την αυτονομία ενός εκάστου που έχει ενισχυθεί από τις διεθνείς εξελίξεις. Πρόκειται για τον αμερικανικό και τον ισραηλινό παράγοντα που ασκούν καθοριστική σημασία στην Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, τόσο πολιτική όσο και στρατιωτική. Χωρίς να την υποτιμούμε στο ελάχιστο πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι πολιτικά τόσο οι ΗΠΑ όσο κυρίως η κυβέρνηση Νετανιάχου στο Ισραήλ -που βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτοφανείς κινητοποιήσεις με κοινωνική ατζέντα στο εσωτερικό ενώ ο νέος αραβικός κόσμος είναι γεμάτος αβεβαιότητες και ερωτηματικά για την στάση του απέναντι στο Ισραήλ- δεν βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο επιρροής τους. Η κυπριακή κυβέρνηση ελπίζει ότι η εμπλοκή της αμερικανοισραηλινών συμφερόντων εταιρείας θα φέρει τους Αμερικανούς σταθερά στο πλευρό της. (Ας αφήσουμε το οξύμωρο που είναι να εξαρτά ο κομμουνιστής Χριστόφιας την τύχη της πολιτικής του από τον έκτο στόλο και τους ισραηλινούς. Αντίστοιχα διλήμματα και εσωτερικά βάσανα πρέπει να έχουν οι ιδεολόγοι ακροδεξιοί στην χώρα μας που πρέπει να αποφασίσουν αν είναι πρωτίστως αντιτούρκοι η αντισημίτες). Το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι Αμερικάνοι είναι διατεθειμένοι να οδηγήσουν την δεδομένη υποστήριξη τους στην εταιρεία τους και στον ιστορικό τους σύμμαχο στην περιοχή που είναι το Ισραήλ σε στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία αν η τελευταία το παρακάνει και καταφύγει στην πολιτική της κανονιοφόρου απέναντι στην Κύπρο ή στο ισχυρό στρατιωτικά αλλά ολοένα πιο αποδυναμωμένο και απομονωμένο πολιτικά Ισραήλ. Η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη. Και από αυτήν την απάντηση θα κριθεί η τύχη του κυπριακού εγχειρήματος που δυστυχώς αποτελεί υποσύνολο της εν εξελίξει μεγάλης σύγκρουσης ανάμεσα στους μέχρι πρόσφατα στενούς συμμάχους, την Τουρκία και το Ισραήλ. Η Ουάσιγκτον είναι προφανώς θορυβημένη από την ακραία σύγκρουση δυο βασικών της συμμάχων στην περιοχή και το χειρότερο σενάριο για αυτήν είναι να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα και να πρέπει να επιλέξει στρατιωτική στήριξη ενός από τους δύο. Και αυτό την ώρα που το θέμα της ίδρυσης Παλαιστινιακού κράτους φτάνει στον ΟΗΕ με την αμερικανική κυβέρνηση και τον Ομπάμα προσωπικά να έχουν εξοργιστεί από την αδιαλλαξία της ακροδεξιάς κυβέρνησης στο Τελ Αβίβ που υπονόμευσε κάθε προσπάθεια επανεκκίνησης ενός ουσιαστικού διαλόγου για την επίλυση του Μεσανατολικού. Βεβαίως οι σχέσεις ΗΠΑ- Ισραήλ είναι διαχρονικά ισχυρές και το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπυ ήδη παρεμβαίνει πυροσβεστικά αλλά υπάρχει μια νέα πραγματικότητα την οποία δεν μπορούν ακόμα και αν ήθελαν οι ΗΠΑ να αγνοήσουν υπερασπίζοντας μονομερώς τα ισραηλινά συμφέροντα. Είναι ο νέος υπό διαμόρφωση αραβικός κόσμος, προϊόν της αραβικής άνοιξης, με τον οποίο οι ΗΠΑ επείγονται να κρατήσουν διαύλους επικοινωνίας. Δεν έχει για παράδειγμα η Αμερική περιθώριο να αποξενωθεί από την νέα Αίγυπτο που επισκέπτεται αυτές τις ημέρες ο Ερντογάν. Η Τουρκία με την ιδιότητα της αναπτυσσόμενης περιφερειακής δύναμης έχει ήδη παρέμβει και προσπαθεί να εμφανιστεί ως προστάτης των Αράβων, των Παλαιστινίων και ευρύτερα του μουσουλμανικού κόσμου. Από τις προθέσεις, βέβαια, μέχρι το αποτέλεσμα υπάρχει απόσταση. Όμως δεν είναι δυνατόν οι ΗΠΑ να αγνοήσουν τον ρόλο της Τουρκίας σε αυτήν την ρευστή πραγματικότητα. Θα διακινδυνεύσουν για το χατίρι της εταιρίας τους και της κυπριακής ΑΟΖ να οδηγηθούν τα πράγματα σε σύγκρουση; Δεν το βλέπω ιδιαιτέρως πιθανό. Ούτε είναι πιθανό να αφήσουν τα πράγματα να εξελιχθούν σε ανοικτή αναμέτρηση Τουρκίας-Ισραήλ πράγμα που θα υπονομεύσει τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή ανατροφοδοτώντας τον ισλαμικό φονταμενταλισμό στην περιοχή. Ο κίνδυνος, λοιπόν, για την Κύπρο αμέσως και κατ’ ακολουθία και στην Ελλάδα είναι μετά τις αρχικές ενθαρρύνσεις να αρχίσουν οι πιέσεις για υπαναχώρηση. Ή να τα βρουν με αμερικάνικη μεσολάβηση Ισραήλ και Τουρκία και να οδηγηθούν τα πράγματα στο ίδιο σημείο. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο εσωτερικό Ελλάδας και Κύπρου όπου ορισμένοι την αντιμετωπίζουν ως περίπου μοναδική ευκαιρία να αναστηλώσουμε την τρωθείσα λόγω κρίσης εθνική υπερηφάνεια. Φοβάμαι ότι επιλέγουν λάθος πεδίο.
Εν τω μεταξύ σε αυτήν την διπλωματική -μέχρι στιγμής- διελκυστίνδα η Ελλάδα έχει πάρει θέση αντιστρέφοντας τις μέχρι εχτές συμμαχίες της και προτεραιότητες της. Αυτό κατέστη προφανές με την επίσκεψη του Υπουργού Άμυνας κ. Μπεγλίτη στο Ισραήλ και την δήλωση του με την οποία αναγόρευσε το Ισραήλ σε «στρατηγικό εταίρο». Θεωρώ ότι η μονομερής προσήλωση της εξωτερικής μας πολιτικής στο πλευρό των Αράβων και των Παλαιστινίων στο παρελθόν δεν ήταν επωφελής για την χώρα. Η αιώρηση στο άλλο άκρο θα αποδειχθεί εξίσου βλαπτική. Ένας από τους σοβαρότερους αναλυτές σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο Γιάννης Καρτάλης σε άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής 11- 9- 2011 αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο γράφει: «Δεν έχει λοιπόν κανένα λόγο η Λευκωσία να διστάσει να προχωρήσει στις έρευνες όπως τις έχει προγραμματίσει και είναι προφανές ότι δεν την στηρίζει μόνο η Αθήνα. Δεν έχει όμως και κανένα λόγο η Ελλάδα να πάρει θέση στην γενικότερη διένεξη Ισραήλ – Τουρκίας διότι με τον τρόπο αυτόν κινδυνεύει να παρερμηνευτεί η πρόσφατη βελτίωση των σχέσεων με την Ιερουσαλήμ. Αλίμονο αν οι σχέσεις αυτές πλήξουν και την παραδοσιακή φιλαραβική πολιτική της Αθήνας την ώρα που οι δυστυχείς Παλαιστίνιοι αγωνίζονται για την αναγνώριση του κράτους τους από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών».
Προφανώς ο έγκυρος αναλυτής αντιλαμβάνεται ότι όταν αναγορεύεις το Ισραήλ σε «στρατηγικό εταίρο» αυτό έχει αναπόφευκτες συνέπειες και σπεύδει να τις προλάβει. Πράγματι η Αθήνα οφείλει να υποστηρίξει την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους επειδή αυτό είναι σωστό και κυρίως αποτελεί όρο sine qua non για την ειρήνευση στην Μέση Ανατολή. Τέλος, ως προς το εάν η Λευκωσία θα στηριχτεί μέχρι τέλους από όσους σήμερα την ωθούν στην πρωτοβουλία που ανέλαβε ελπίζω να έχει δίκιο και να αποδειχθεί υπερβολικός ο δικός μου σκεπτικισμός. Αλλά επειδή ειδικά με το Κυπριακό έχουν δει πολλά τα μάτια μας προτείνω να κρατάμε μικρό καλάθι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News