«Να μην συνηγορήσουμε στην πολιτική εκμετάλλευσης της τραγωδίας των Τεμπών που εδώ και μήνες επιχειρείται από συγκεκριμένες παρατάξεις. Μόνο η αλήθεια και όχι η παραχάραξη της πραγματικότητας θα επιφέρει την κάθαρση», τόνισε ο πρώην Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Κωνσταντίνος Αχ. Καραμανλής κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια των προτάσεων παραπομπής του σε Προανακριτική Επιτροπή που κατέθεσαν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ την Παρασκευή.
«Οφείλουμε την αλήθεια, γι’ αυτό θα σας μιλήσω με στοιχεία, που πιστεύω ότι θα σας αποδείξουν ποια ήταν η κατάσταση των σιδηροδρόμων τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τι παρέλαβε η κυβέρνηση της ΝΔ το 2019 και σε ποιες ενέργειες προχώρησε, ώστε σήμερα που μιλάμε το έργο της σύμβασης 717 να έχει ολοκληρωθεί», ανέφερε ο ίδιος, ξεκινώντας την τοποθέτησή του και διευκρινίζοντας ότι αντιμετωπίζει την όλη διαδικασία «με σεβασμό πάνω από όλα στα θυμάτων που χάθηκαν τόσο άδικα στα Τέμπη».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Καραμανλής απέδωσε τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης είτε σε άγνοια είτε σε πολιτική σκοπιμότητα.
Κάνοντας μια αναδρομή στα συστήματα τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης που είχαν ξεκινήσει να τοποθετούνται στο σιδηροδρομικό δίκτυο από 1985 μέσω 15 συμβάσεων και είχαν συνολικό προυπολογισμό 250 εκατ. ευρώ, ο πρώην υπουργός σημείωσε ότι «δυστυχώς ήταν συστήματα που δεν τέθηκαν ποτέ σε λειτουργία». «Για την ανάταξη και αναβάθμιση αποφασίστηκε η δημοπράτηση του έργου. Η υπογραφή της σύμβασης 717 πήρε 3 χρόνια, έγινε τον Σεπτέμβριο του 2014, γεγονός που αποδεικνύει τη δυσκολία της αναβάθμισης εξοπλισμού που ήταν εξ’ αρχής ανομοιογενής και σε πολλές περιπτώσεις ήδη παρωχημένος. Ανάδοχος κηρύχθηκε η κοινοπραξία Alstom-ΤΟΜΗ με τίμημα 41,3 εκατ. ευρώ». Η σύμβαση, παρατήρησε ο κ. Καραμανλής, «ενώ έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τον Αύγουστο του 2016 έως το Μάρτιο του 2019 δίνει στο έργο έξι παρατάσεις! Ολες δε οι παρατάσεις είχαν χορηγηθεί με ρητή αναφορά ότι είναι χωρίς αποκλειστική υπαιτιότητα του Αναδόχου. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο κύριος του έργου, δηλαδή η ΕΡΓΟΣΕ, δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο, αποδεχόταν ότι είχε συνυπαιτιότητα για τη μη έγκαιρη ολοκλήρωση της Σύμβασης».
Αναφερόμενος στην υλοποίηση της σύμβαση 717 κατά την περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή μέχρι το 2019, ο βουλευτής απαρίθμησε ότι:
- «Πρώτον, είχαν δοθεί 6 παρατάσεις για την ολοκλήρωση της Σύμβασης 717, με την ΕΡΓΟΣΕ, δηλαδή το ελληνικό δημόσιο, να αναγνωρίζει ευθύνη για τις καθυστερήσεις κι όχι ο ανάδοχος.
- Δεύτερον, η πρόοδος υλοποίησης ήταν χαμηλή, κατ’ όνομα 33%, αλλά στην πραγματικότητα το λειτουργικό τμήμα ήταν 18%.
- Τρίτον, ενώ είχε εγκριθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο η 1η Συμπληρωματική Σύμβαση, αυτή δεν είχε υπογραφεί από την ΕΡΓΟΣΕ, επομένως δεν μπορούσε και να υλοποιηθεί.
- Τέταρτον, οι ορθές μελέτες εφαρμογής για το τμήμα ΣΚΑ – Πλατύ δεν είχαν υποβληθεί.
- Πέμπτον, είχε επιβληθεί δημοσιονομική διόρθωση από την ΕΔΕΛ για επιστροφή 2.2 εκ ευρώ στην ΕΕ».
Μιλώντας για την περίοδο της κυβέρνησης της ΝΔ από το 2019 έως τον Σεπτέμβριο του 2023 επισήμανε πως υπήρξαν τρείς παρατάσεις και η Σύμβαση 717 ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2023, ενώ «επί ΣΥΡΙΖΑ είχαμε έξι παρατάσεις με ελάχιστη πρόοδο», όπως επανέλαβε.
Ο κ. Καραμανλής αναφέρθηκε στις «στοχευμένες κινήσεις που έγιναν για να ξεβαλτώσουμε το έργο» . Ειδικά για την 7η παράταση που έδωσε ο ίδιος στην σύμβαση 717 είπε ότι «επειδή εγκαλούμαι για αυτήν την απόφαση, ας δούμε, ποιες θα ήταν οι εναλλακτικές και ποιες οι συνέπειες εάν δεν υπέγραφα την παράταση και κηρυσσόταν έκπτωτος ο Ανάδοχος τον Μάρτιο του 2020. Με δεδομένο ότι από το 2016 έως το 2019 είχαν δοθεί 6 παρατάσεις, με αναγνωρισμένη συνυπαιτιότητα της ΕΡΓΟΣΕ για τις καθυστερήσεις, είναι βέβαιο ότι ο Ανάδοχος θα προσέφευγε στα δικαστήρια κατά της έκπτωσης. Και θα πετύχαινε μεγάλη αποζημίωση σε βάρος του Δημοσίου. Θα είχαμε άμεση διακοπή του έργου. Θα έπρεπε να κινηθεί νέα διαδικασία δημοπράτησης, που σημαίνει τουλάχιστον 2 χρόνια καθυστέρησης μέχρι να οριστεί νέος Ανάδοχος… Και στην καλύτερη περίπτωση 2-3 χρόνια ακόμη για την ολοκλήρωση του έργου. Τέλος, και μετά από αυτά, πόσο βέβαιη θα ήταν η διατήρηση της χρηματοδότησης από την ΕΕ; Επομένως τα επιχειρήματα περί κήρυξης του Αναδόχου ως έκπτωτου και καταγγελίας της Σύμβασης το Μάρτιο του 2020, όχι μόνο δεν στέκουν λογικά, αλλά είναι βέβαιο ότι θα ζημίωναν το Δημόσιο και θα καθυστερούσαν παραπάνω την ολοκλήρωση του έργου».
Ο κ. Καραμανλής αναφέρθηκε και στις αποζημιώσεις που ζητούσε η κοινοπραξία σημειώνοντας τα εξής: «Κλήθηκα να επιλύσω και τα αιτήματα της Κοινοπραξίας για θετικές ζημίες. Η Κοινοπραξία είχε υποβάλει αιτήματα αποζημίωσης συνολικού ποσού 26,5 εκ ευρώ για την περίοδο 2017-2020. Και τελικά εξεδόθη απόφαση για καταβολή ποσού αποζημίωσης 2.7 εκ.ευρώ, δηλαδή ποσοστού περίπου 10% του συνολικώς αιτηθέντος ποσού. Εάν τα αιτήματα αυτά είχαν εκδικαστεί στα Δικαστήρια, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα το ποσό της αποζημίωσης να ήταν κατά πολύ υψηλότερο του 10% της αρχικής απαίτησης. Και τούτο επειδή στις παρατάσεις που είχαν δοθεί, η ΕΡΓΟΣΕ αποδέχονταν ότι ήταν συνυπαίτια για τις καθυστερήσεις».
Ο πρώην υπουργός συνοψίζοντας επισήμανε: «Κλείσαμε όλα τα ανοιχτά ζητήματα που δεν είχαν αντιμετωπιστεί την προηγούμενη περίοδο, δηλ. υποβολή ορθών μελετών για το τμήμα ΣΚΑ-Πλατύ, υπογραφή της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης, διατήρηση του προϋπολογισμού του έργου, και κλείσιμο των αιτημάτων για θετικές ζημιές του Αναδόχου. Επανεκκίνησαμε σε σωστές βάσεις την εκτέλεση του έργου. Μέχρι τα τέλη του 2022, παραδόθηκαν στον ΟΣΕ ολοκληρωμένα τα συστήματα σε 19 (από τους εναπομείναντες 37) σταθμούς, ανακατασκευάστηκαν χωρίς μεγαλύτερη δαπάνη οι 10 από τους 17 σταθμούς που είχαν παραδοθεί έως τα τέλη του 2016, και παραδόθηκε το κέντρο τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης στη Θεσσαλονίκη. Εκσυγχρονίσαμε το θεσμικό πλαίσιο κατασκευής των σιδηροδρομικών έργων της χώρας. Παραδώσαμε εντός προϋπολογισμού ολοκληρωμένη την 717 τον περασμένο Σεπτέμβριο».
Ο κ. Καραμανλής, αναφέρθηκε στις επικρίσεις ότι «κράτησε το πόρισμα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας στο συρτάρι του» εξηγώντας πως το πόρισμα αυτό υποβλήθηκε στην ΕΡΓΟΣΕ και στους Οικονομικούς Εισαγγελείς, και κοινοποιήθηκε στο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών. Το πόρισμα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν «χωρίς προθέσεις» καθυστερήσεις υλοποίησης του έργου και πρότεινε πειθαρχικές διώξεις σε 15 στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ, στις οποίες προχώρησε αρμοδίως τον Νοέμβριο του 2021 ο τότε Πρόεδρος του ΔΣ της Εταιρείας. Επίσης, το πόρισμα συνιστούσε «την επιστροφή από τον Ανάδοχο του ποσού των 1,3 εκατ. ευρώ, πρόβλεψη που συμπεριελήφθη στον 33ο αρνητικό λογαριασμό». «Αυτό είναι το πόρισμα που επικαλούνται τόσο οι Εισαγγελείς Εφετών Αθηνών, όσο κι ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, που έβαλαν τις δικογραφίες στο αρχείο, επειδή δεν συνέτρεχαν ενδείξεις για το αδίκημα της απιστίας», υπογράμμισε.
Αλλο πολιτική ευθύνη και άλλο ποινική
«Από τις πρώτες ώρες, βρέθηκα στον τόπο του δυστυχήματος. Οι εικόνες που αντίκρυσα δεν θα σβηστούν ποτέ από τη μνήμη μου. Παραιτήθηκα αμέσως και δημοσιοποίησα το κείμενο παραίτησής μου, στο δρόμο της επιστροφής και πριν φτάσω στην Αθήνα. Αυτό υπαγόρευσε η ηθική και οι αρχές μου. Δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να κρυφτώ πίσω από ευθύνες άλλων. Ανέλαβα την αντικειμενική πολιτική ευθύνη όχι μόνο για τη δική μου θητεία, αλλά και για τις θητείες όλων των προκατόχων μου. Πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για τα πολιτικά ήθη της χώρας μας», συνέχισε σε πιο προσωπικό τόνο ο πρώην υπουργός.
«Η παραίτησή μου όμως είχε και μια ακόμη σημαντική πτυχή. Να μη μείνει ίχνος σκιάς, η παραμικρή υπόνοια ότι με την παραμονή μου στη θέση του υπουργού θα μπορούσα να επηρεάσω με οιονδήποτε τρόπο την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Είμαι λοιπόν ο πρώτος που επιθυμώ να χυθεί άπλετο φως», πρόσθεσε και καταλόγισε ότι σε «κάποιους» πολιτικούς του αντιπάλους ότι «επέλεξαν την ακραία –για να μην πω χυδαία– εκμετάλλευση της ανείπωτης τραγωδίας. Ο στόχος τους δεν είναι η αλήθεια».
Μάλιστα ο πρώην υπουργός αναφέρθηκε σε πέντε fake news που διακινήθηκαν από τους σκοτεινούς μηχανισμούς του διακτύου και από λογαριασμούς που λοιδορούν τους πάντες ακόμα και τους «πρώην συντρόφους» τους, «κόβοντας» και «ράβοντας» τις τοποθέτησείς του, όπως είπε.
Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι κατηγορήθηκε ότι κουνούσε το δάκτυλό του σε απάντηση επίκαιρης ερώτησης βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, «όταν η ερώτηση και η απάντηση αφορούσε το ιστορικό τρενάκι του Πηλίου για το οποίο ο βουλευτής του ζητούσε να εξαιρεθεί από τις προδιαγραφές ασφαλείας, και οι μηχανοδηγοί του να μην είναι πιστοποιημένοι! Αυτό ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ!». Ανέφερε ότι ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, «έθεσε υποψηφιότητα στην εκλογική Περιφέρεια των Σερρών. Για να “τιμωρήσει” την υποψηφιότητά μου. Για να ρίξει όπως ο ίδιος υποστήριξε, το κάστρο εκ των έσω. Αυτά είναι δυστυχώς κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τα νέα ήθη της αντιπολίτευσης στη χώρα μας. Αυτές είναι οι τακτικές της. Φθόνος, επιθέσεις χωρίς κανένα όριο, χτυπήματα κάτω από τη μέση, ψέματα, τοξικότητα».
«Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας, όπως και η επανεκλογή μου δεν διαγράφουν καμία ευθύνη. Δεν είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Κανείς δεν υποστήριξε ποτέ κάτι τέτοιο. Είναι όμως, η ήττα της χυδαιότητας, είναι η ήττα της τοξικότητας», τόνισε ακολούθως ο ίδιος.
Απαντώντας στους βουλευτές της αντιπολίτευσης που χαρακτήρισαν προσχηματική την παραίτησή του μετά το πολύνεκρο δυστύχημα, ο κ. Καραμανλής επισήμανε εκ νέου πως ανέλαβε «αμέσως τις αντικειμενικές πολιτικές ευθύνες. Και αναλήφθηκαν γιατί το τραγικό αυτό γεγονός συνέβη στον τομέα της πολιτικής μου εποπτείας. Αυτό σημαίνει πολιτική ευθύνη». «Η πολιτική ευθύνη όμως, δεν ισούται με ποινική ευθύνη. Σε αυτή τη χώρα, οι ποινικές ευθύνες αποδίδονται ακόμα από την ανεξάρτητη Αικαιοσύνη. Οχι από λαϊκά δικαστήρια», συμπλήρωσε και απέρριψε ότι «κρύβεται στην ασυλία» υπενθυμίζοντας ότι «η διερεύνηση τυχόν αξιόποινων πράξεων κατά την τέλεση καθηκόντων υπουργού γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος “περί ευθύνης Υπουργών” και μόνο από τη Βουλή».
Ο κ. Καραμανλής απάντησε και στους ισχυρισμούς ότι εάν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση 717 με βεβαιότητα δεν θα είχε συμβεί το δυστύχημα των Τεμπών λέγοντας πως «αυτό δεν είναι αληθές. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων η σύγκρουση θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει αποτραπεί μόνο αν λειτουργούσε στο σύνολό του το Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαχείρισης Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας, το λεγόμενο ERTMS (European Railway Traffic Managing System), το οποίο αφορά στα Διευρωπαϊκά Δίκτυα Μεταφορών υψηλών ταχυτήτων. Στον άξονα της ΠΑΘΕ, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το 2030. Αυτή τη στιγμή σε ολόκληρη την ΕΕ το ERTMS είναι εγκατεστημένο μόνο στο 13-18%. Η σηματοδότηση- τηλεδιοίκηση αντικείμενο της οποίας είναι η σύμβαση 717, αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος του ERTMS. Τα υπόλοιπα συστήματα που έπρεπε επίσης να είναι σε λειτουργία είναι το GSMR, αλλά και το σύστημα αυτόματης πέδησης ETCS, τόσο στους συρμούς όσο και στις γραμμές».
Ο πρώην υπουργός πρόσθεσε ότι είναι έτοιμος να δώσει απαντήσεις στην Εξεταστική Επιτροπή που έχει ήδη συσταθεί.
Η συζήτηση στην Ολομέλεια διεξήχθη σε υψηλούς τόνους, με την αντιπολίτευση να επικρίνει την κυβερνητική παράταξη για απόπειρα συγκάλυψης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News