«Ήταν οι καλύτερες ημέρες, ήταν οι χειρότερες ημέρες. Ήταν ο καιρός της σοφίας, ήταν ο καιρός της ανοησίας. Ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της δυσπιστίας. Ήταν η περίοδος του Φωτός, ήταν η περίοδος του Σκότους. Ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας. Τα είχαμε όλα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτα μπροστά μας. Πηγαίναμε όλοι κατευθείαν στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι κατευθείαν στην αντίθετη κατεύθυνση».
Το παραπάνω απόσπασμα (η μετάφραση δική μου), η εισαγωγή από την Ιστορία Δύο Πόλεων του Τσαρλς Ντίκενς, τριγυρίζει στο μυαλό μου από τον Δεκέμβριο, όταν ξεκίνησε η προεκλογική περίοδος. Εδώ και καιρό χτίζονται με μεγάλη επιμέλεια δύο αφηγήματα σε σχέση με την Ελλάδα και τις προοπτικές της, με αποτέλεσμα να έχουμε φτάσει σε αυτή τη ντικενσιανή περιγραφή των πραγμάτων ως άσπρα ή μαύρα. Οι αντιθέσεις οξύνονται, οι διαφωνίες είναι απόλυτες, το τίμημα γίνεται κάθε μέρα πιο υψηλό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία στηριζόμενος σε μεγάλο βαθμό στο αφήγημα της ελπίδας που «έρχεται». Η ελπίδα, η πίστη δηλαδή ότι κάτι καλό θα συμβεί, είναι ισχυρή κινητήριος δύναμη, παρότι δεν είναι κάτι απτό: Δεν στηρίζεται πάντοτε σε δεδομένα, ούτε σε ορθολογική σκέψη. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης είχε πει ότι «ένας ηγέτης είναι ένας έμπορος ελπίδας» και στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι ακολούθησαν κατά γράμμα αυτή τη λογική. Βέβαια πολλές φορές, όπως συνέβη και με τον Ναπολέοντα, η ελπίδα δίνει μετά από λίγο τη θέση της σε κάποιο άλλο συναίσθημα: Απογοήτευση, οργή, φόβο, και, στις καλές περιπτώσεις, δικαίωση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την πρώτη μάχη: Με τη δύναμη της ελπίδας, επικράτησε στις εκλογές. Αμέσως μετά βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο ζητήματα: Έπρεπε να διαχειριστεί αφενός την πραγματικότητα, και αφετέρου τις προσδοκίες εκείνων που εναπόθεσαν τις ελπίδες τους σε αυτόν. Και το κυριότερο: Έπρεπε να καταφέρει να τα συνδυάσει. Εκεί, ο ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνηση πλέον μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, διάλεξε τον δρόμο που θα της έδινε χρόνο: Επέλεξε αντί να διαχειριστεί την πραγματικότητα, να διαχειριστεί τα πρίσματα μέσα από τα οποία βλέπουν οι άνθρωποι την πραγματικότητα.
Με μία θεαματική κωλοτούμπα των εγχώριων ΜΜΕ (δεν είναι δα και δύσκολο), και αυτή η δεύτερη μάχη φάνηκε να κερδίζεται. Με επιχειρήματα ως επί το πλείστον θεωρητικά, με την αδιάσειστη λογική του τύπου «εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος κι εσύ κολλάς σε κάτι πράγματα μικρά» βάσει της οποίας δεν κοστολογήθηκε καμία πρότασή μας προς τους εταίρους, και με την πεποίθηση ότι η πολιτική είναι διαχείριση συμβόλων, η ελπίδα κρατήθηκε ζωντανή. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑνΕλ βαφτίστηκε «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας», η επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου βαφτίστηκε ενωτική επιλογή, και η διαπραγμάτευση στο Eurogroup εν πολλοίς περιορίστηκε σε επίπεδο ονοματολογίας και στην εξεύρεση μιας λύσης που θα επέτρεπε αφενός στην κυβέρνηση και στην ΕΕ να περισώσουν την αξιοπιστία τους και αφετέρου στον Πρωθυπουργό να ικανοποιήσει την Αριστερή Πλατφόρμα και την κοινή γνώμη, ενώ παράλληλα οι περιγραφές θύμιζαν τη μάχη του Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια.
Παράλληλα φυσικά ξεκίνησε το «άσπρισμα» των επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ, είπαμε εξάλλου ότι η πολιτική είναι διαχείριση συμβόλων: Οι ακραίες, μισαλλόδοξες απόψεις των Ανεξαρτήτων Ελλήνων ξαφνικά ξεχνιούνται και ο Πάνος Καμμένος βγαίνει από την αριστερή κολυμπήθρα του Σιλωάμ ως αντιμνημονιακός έντιμος μαχητής, έτοιμος να πεθάνει ηρωικά στο Κούγκι, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις. Από την ίδια κολυμπήθρα αναδύεται και ο Προκόπης Παυλόπουλος ως ο κεντροδεξιός που δεν ψήφισε ποτέ μνημονιακούς νόμους και μάχεται σαν το λιοντάρι για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Προβλέπω πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα προλαβαίνει να βαπτίζει στην κολυμπήθρα του ό,τι δεν είναι συμβατό με το αφήγημά του, με αποκορύφωμα φυσικά την παράταση της συμφωνίας με την τρόικα και το σχετικό παιχνίδι με τις λέξεις.
Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν πως οι Έλληνες εξακολουθούν να ελπίζουν. Πιστεύουν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων χειρίζεται σωστά τα πράγματα. Παράλληλα, αναγνωρίζουν ότι η οικονομία βρίσκεται ακόμα σε κακή κατάσταση, τάσσονται υπέρ της παραμονής στο ευρώ, φοβούνται για μία ενδεχόμενη χρεοκοπία, αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες. Επικροτούν δηλαδή τους κυβερνητικούς λεονταρισμούς καθώς, αν μη τι άλλο, αποκαθιστούν σύμφωνα με πολλούς (και σύμφωνα με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό) την εθνική αξιοπρέπεια, αρνούμενοι όμως το ρίσκο που αυτοί ενέχουν.
Η κυβέρνηση βρίσκεται ακόμα σε επίπεδο εξαγγελιών και όχι δράσης. Δεν έχει αρχίσει ακόμα να διαχειρίζεται τη δημόσια διοίκηση, και στις λίγες περιπτώσεις που το έκανε τα αποτελέσματα ήταν μάλλον απογοητευτικά: Από τα σχέδιά της για την εκπαίδευση, μέχρι τις αλλεπάληλες παλινωδίες σε θέματα από την οπλοφορία των αστυνομικών μέχρι το μέλλον ιδιωτικοποιήσεων και επενδύσεων όπως αυτή στο λιμάνι του Πειραιά.
Κάποια στιγμή όμως, και αυτή η στιγμή δεν αργεί, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να κυβερνήσει. Και θα πρέπει να διαχειριστεί την ελπίδα τόσο της κοινής γνώμης όσο και επιμέρους κοινωνικών ομάδων: από τους αγρότες μέχρι τη ΛΟΑΤ κοινότητα, και από τους ανέργους μέχρι τις ομάδες ασθενών. Η ελπίδα κρατιέται ζωντανή όσο οι προσδοκίες δεν διαψεύδονται, όσο έχεις ακόμα το περιθώριο να πιστεύεις ότι όντως κάτι θα αλλάξει.
Η λογική που θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο και την οποία ευαγγελίζεται η νέα κυβέρνηση, θα δοκιμαστεί πλέον στην πράξη. Οι άνθρωποι θα ζητούν έργα, όχι λόγια, το κόστος διατήρησης της ελπίδας θα είναι οικονομικό και πολιτικό, και όχι επικοινωνιακό. Μετά τη διχοτόμηση μεταξύ του απόλυτου καλού και του απόλυτου κακού, στην οποία ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ διάλεξε να επενδύσει, στον ντικενσιανό «καιρό της σοφίας, καιρό της ανοησίας», τι τελικά θα επικρατήσει;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News