40 τοις εκατό αποχή. 40 τοις εκατό αδιαφορεί για τον τόπο αυτόν. 40 τοις εκατό αφήνει τους άλλους να αποφασίσουν για εκείνους. Πολλά τα χιλιόμετρα. Μακριά το χωριό. Και η επιθυμία: ότι μια μέρα θα μεταφέρω τα εκλογικά δικαιώματα στον τόπο κατοικίας μου. Και έπειτα γίνεται πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον. Όλο λέω ότι θα πάω, να δω και τους συγχωριανούς μου και δεν πάω. Τόσα έξοδα. Τόση γραφειοκρατία. Πώς άραγε μεταφέρει κάνεις τα εκλογικά του δικαιώματα από το ένα μέρος στο άλλο; Και εκείνο το κράτος, δεν μπορεί να το κάνει εύκολο, να γίνεται αυτόματα τέλος πάντων. Αχ αυτό το κράτος!
Αυτή είναι η ιστορία του ψηφοφόρου. Του ψηφοφόρου που δεν ψήφισε. Και υπάρχει και ο άλλος, εκείνος που περίμενε να δει τα αποτελέσματα από το σπίτι για να κατακρίνει. Που δεν περπάτησε από το σπίτι του έως το εκλογικό κέντρο. Περίμενε να δει την αναμετάδοση. Να ένα καλό ματς, σκέφτηκε. Ευκαιρία ίσως να βρίσει και να ουρλιάξει; «Μα ποιος ηλίθιος ψήφισε τον Κασιδιάρη;», «Ποιος ψήφισε πρώην κατάδικο;». Mήπως, λέω, όλοι αυτοί που δεν ψήφισαν; Δεν μπορεί, συλλογίζομαι, ανάμεσα σε τόσους υποψηφίους που κατέβηκαν στις Δημοτικές Εκλογές κάποιος υποψήφιος θα υπάρχει με ήθος που πρέπει σε έναν τοπικό άρχοντα, και ας μην κατέβηκε με κομματική σημαία. Με την ψήφο τους θα αποδυνάμωναν όλους αυτούς που με θράσος σήμερα κρατούν τα σκήπτρα του δήθεν νικητή.
Το κακό έγινε. Αντικρίζοντας τα αποτελέσματα των προχθεσινών εκλογών, βλέπω έναν νικητή. Τον φασισμό. Είτε αυτός είναι φανερός και ονομάζεται Χρυσή Αυγή, είτε είναι κρυφός και μεταμφιέζεται πίσω από τις μάσκες ποδοσφαιρικών ομάδων, κομματικών συμμαχιών, και ευυπόληπτων επιχειρηματιών. Υπάρχουν εκείνοι που συνειδητά με την ψήφο τους, στήριξαν τους φασίστες. Εκείνοι που συνειδητά δεν ψήφισαν επιλέγοντας την αποχή, στηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο έμμεσα όλα τα καθάρματα της πολιτικής που μολύνουν τον τόπο. Και υπάρχουμε και εμείς, οι παρατηρητές. Εμείς οι «καλοί». Εμείς που το «κακό» το παρακολουθούμε από μακριά. Είναι όμως κομμάτι της ζωής μας. Παραμένουμε σιωπηλοί απέναντί του. Δεν μας σοκάρει πια. Μας βομβαρδίζει από παντού. Στα ΜΜΕ, στη ρατσιστική ατάκα που θα ακούσουμε από τον μανάβη της γειτονιάς, στο απειλητικό βλέμμα που θα αντικρίσουμε στον δρόμο. Δεν μας τρομάζει πραγματικά, μόνο όταν κάποιο βράδυ αντιλαμβανόμαστε την πραγματική διάστασή του. Και πολλές φορές όταν αρνιόμαστε την ύπαρξή του, εκείνο παίρνει μια μορφή τόσο οικεία που δεν μπορούμε πλέον να το ξεχωρίσουμε. Έχει γίνει ένα με εμάς. Και παρόλο που γνωρίζουμε την αλήθεια του κακού προτιμούμε να στρέφουμε τα βλέμματά μας αλλού. Είναι σαν την ιστορία με τον πίνακα της Γκουέρνικα του Πικάσο στα Ηνωμένα Έθνη, ίσως ένας από τους πιο αποκαλυπτικούς πίνακες για το απόλυτο κακό.
Στα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, κρέμεται ένα αντίγραφο του γνωστού αντιπολεμικού πίνακα του Ισπανού ζωγράφου. Το 2003 όταν ο Κόλιν Πάουελ πήγε να εκφωνήσει τον λόγο του για την απόφαση της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ, τα Ηνωμένα Έθνη επέλεξαν να ρίξουν ένα μπλε ύφασμα για να καλύψουν τον πίνακα. Η δικαιολογία ήταν ότι θα φαίνονταν καλύτερα στον φακό. Στην πραγματικότητα δεν ήθελαν κάτι τόσο γκροτέσκ να ταράξει τον κόσμο την ώρα που θα γίνονταν αυτή η σημαντική ανακοίνωση σε ολόκληρο τον κόσμο. Προχθές ήταν πράγματι κάπως έτσι. Σαν να ήταν κρυμμένη η σημαία της Χρυσής Αυγής σε κάθε τηλεοπτικό πλάνο, πίσω από κάθε εκλεγόμενο, πίσω από το κάθε χαμόγελο κάθε ψηφοφόρου που απολάμβανε τη νίκη του χρυσού νικητή της επιλογής του. Γιατί μια κοινωνία που είτε εκλέγει φασίστες, είτε τους υποθάλπει δείχνοντας ανοχή και αδιαφορία, δεν μπορεί παρά βαθιά μέσα της να είναι και εκείνη φασιστική.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News