(Το κείμενο αποτελεί συνέχεια του «Διλήμματα απ’ το μέλλον (1.0)»)
Αν πριν από δυο ή τρία χρόνια είχε δώσει κάποιος τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει ο ίδιος τις ευνοϊκότερες συνθήκες για να δώσει τη μάχη του, είναι βέβαιο ότι θα διάλεγε ακριβώς το σκηνικό των εκλογών που πέρασαν. Οικονομική κρίση, ανεργία 30% και βάλε, φτώχεια, αποκλεισμός, μετανάστευση, ευρωεκλογές, όπου η χαλαρή ψήφος τιμωρίας είναι εύκολη και τα δύο κόμματα που παλιότερα πρόσφεραν τη «λύση» της εναλλαγής ενωμένα σε μια μισητή κυβέρνηση. Το 27% που έπιασε μέσα σ’ αυτές τις απίστευτα ευνοϊκές συνθήκες, δημιουργεί στον ΣΥΡΙΖΑ ένα σοβαρό πρόβλημα. Όχι διότι «έπιασε πλαφόν προς τα πάνω» όπως έσπευσαν να σαχλαμαρίσουν κάποιοι, διότι στην πολιτική δεν υπάρχουν πλαφόν. Απλώς αυτό το 27% είναι μακριά από το κρίσιμο ποσοστό με το οποίο το πρώτο κόμμα πετυχαίνει αυτοδυναμία.
Διότι ο στόχος της αυτοδυναμίας ως πολιτική τακτική, είναι μονόδρομος για τον Αλέξη Τσίπρα. Όπως είναι το πολιτικό σκηνικό σήμερα, δίχως φίλιες δυνάμεις γύρω του για μετεκλογική συνεργασία, η αυτοδυναμία αποτελεί τη μόνη πειστική απάντησή του στις καταστροφολογικές κατηγορίες ότι θα οδηγήσει τον τόπο σε απανωτές εκλογές, σε πολιτική αποσταθεροποίηση και σε συνεπαγόμενη ανακύκλωση της οικονομικής κρίσης. Ούτως ή άλλως, ένα κόμμα που χτυπά πρωτιά, ποτέ δεν λέει πριν από τις εκλογές με ποιον θα συνεργαστεί. Αποτελεί ένδειξη ηττοπάθειας, χαμηλής αυτοπεποίθησης και μεταθέτει την προεκλογική συζήτηση στο τι θα παραχωρήσει στους μελλοντικούς εταίρους του και πόσο θα νοθεύσει το πρόγραμμα του. Πάντα οι μικροί υποχρεούνται να απαντήσουν σ’ αυτή την ερώτηση για ν’ αποκτήσουν ρόλο, όχι οι κυρίαρχοι. Το γεγονός όμως ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η ΝΔ θα δώσουν απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν στριφογυρίζει στο μυαλό των ψηφοφόρων και δεν θα συνυπολογιστεί σοβαρά στην τελική τους απόφαση για το τι θα ψηφίσουν σε εθνικές εκλογές. Άλλωστε, αν και τα ίδια τα μεγάλα κόμματα ποτέ δεν απαντούν με ποιον θα συνεργαστούν, δεν χάνουν ποτέ την ευκαιρία να απευθύνουν την ερώτηση στον αντίπαλό τους, όταν κρίνουν ότι δεν έχει απάντηση.
Για να εξηγούμαστε, η επιδίωξη αυτοδυναμίας δεν αφαιρεί από τον Τσίπρα τη δυνατότητα να μιλήσει για «κυβέρνηση πλατιάς συνεργασίας» την επομένη των εκλογών. Ίσα-ίσα που αυτό ακριβώς θα υποσχεθεί σε μια έκρηξη μελλοντικής μεγαλοψυχίας, αλλά μια συμμαχική κυβέρνηση που θεωρητικώς θα στηρίζεται στην απόλυτη πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη Βουλή, θα αφαιρέσει όλα τα προεκλογικά επιχειρήματα των αντιπάλων του. Το ερώτημα όμως είναι τι δυνατότητες έχει να φθάσει ως εκεί. Άρα, το πραγματικά κρίσιμο δεδομένο για να φωτογραφίσουμε το μέλλον, δεν είναι η απόσταση του πρώτου ΣΥΡΙΖΑ από τη δεύτερη ΝΔ (όπως υπερδιαφημίζουν στην Κουμουνδούρου), αλλά η απόσταση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ από την αυτοδυναμία. Διότι αλλιώς φαντάζει στο μυαλό του πολίτη η δυνατότητα υπερκάλυψης πέντε μονάδων κι αλλιώς δεκαπέντε. (Δεν υπάρχει σαφές ποσοστό που εξασφαλίζει την αυτοδυναμία. Εξαρτάται και από το ποσοστό του δεύτερου, αλλά και από το πόσα κόμματα θα ξεπεράσουν το 3% για να μπουν στη Βουλή. Σίγουρα όμως είναι άνω του 38% στην καλύτερη περίπτωση). Μια κάλυψη λοιπόν πέντε ας πούμε μονάδων θα έμοιαζε πολύ πιθανή, σχεδόν νομοτελειακή, οπότε ο περίφημος «αέρας νίκης» θα έφερνε ακόμα περισσότερους στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, το δεύτερο σενάριο που ζητά περίπου δεκαπέντε μονάδες υπερκάλυψη (ισχύει σήμερα με το 27%), μοιάζει να φλερτάρει με το ανέφικτο, οπότε ενεργοποιούνται άλλα σενάρια ως πιθανότερα, στρέφοντας τους ψηφοφόρους και σε άλλες επιλογές. Πώς θα προσπαθήσει λοιπόν εφεξής ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδείξει ότι το χάντικαπ από την αυτοδυναμία του μπορεί να καλυφθεί;
Πρώτον, καταφεύγοντας σε μια ευρεία διεύρυνση των δυνάμεών του από σήμερα κιόλας. Το είπε άλλωστε ο Τσίπρας στην ομιλία του το βράδυ των εκλογών, αλλά η δήλωση χάθηκε μέσα στην αριθμολογία της στιγμής. Για όποιον θέλει να ενταχθεί, να συμμαχήσει, να συνεργαστεί, να υποστηρίξει το κόμμα με οποιονδήποτε τρόπο, είτε άτομο είναι είτε πολιτική κίνηση, οι πόρτες θα είναι ανοικτές. Η πολιτική διεύρυνσης θα αποδειχθεί και εύκολη και προσοδοφόρα, αφού όσο θα πλησιάζει την εξουσία θα εμφανίζονται φίλοι απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Το άνοιγμα βέβαια της πολιτικής βεντάλιας του κόμματος σε θέσεις, δεν θα είναι το ίδιο εύκολη, αν και είναι αναγκαία. Μια πιο φιλοευρωπαϊκή ή μια πιο φιλο-επιχειρηματική πολιτική, μια πολιτική καθησυχασμού των μικροαστών και των λεγόμενων νοικοκυραίων με «στρογγύλεμα» θέσεων και ρητορικής, θα βρει ισχυρές αντιρρήσεις από την αριστερά πλευρά του κόμματος. Ο Αλέξης Τσίπρας όμως είναι υποχρεωμένος να το κάνει.
Δεύτερον, κάνοντας ό,τι ακριβώς κάνει κάθε αντιπολιτευόμενο κόμμα που βρίσκεται σε τροχιά εξουσίας. Σφίγγοντας σαν τανάλια την κυβέρνηση σε όλο το εύρος της πολιτικής της, μέσω μιας ολοκληρωτικής αντιπολίτευσης. Υπάρχει ένας απλός κανόνας στην τέχνη της πολιτικής: Όταν η αντιπολίτευση βρίσκεται πίσω σε δημοσκοπικά ποσοστά, προσπαθεί να αποδείξει ότι η κυβερνητική πολιτική είναι λανθασμένη. Όταν βρίσκεται μπροστά και ειδικά με εκλογική βούλα, θεωρεί ότι το λανθασμένο της κυβερνητικής πολιτικής έχει καταγραφεί οριστικά και προσπαθεί πια να αποδείξει ότι η κυβέρνηση είναι ανίκανη να κυβερνήσει, ότι έχει απολέσει την πολιτική ηγεμονία και ότι είναι έτοιμη να παραδώσει. Άρα, αυτά που είπε ο Αλέξης Τσίπρας τη βραδιά των εκλογών και έξω από το Προεδρικό μέγαρο με πιο χαρακτηριστικά τη «δυσαρμονία» και το «να μη διανοηθούν ν’ αποφασίσουν χωρίς εμάς», ήταν λογικά, αναμενόμενα και εν πολλοίς αναγκαία για τους στόχους του. Κοντολογίς, αν δεν τα έλεγε θα αποδείκνυε ότι πάσχει από κενό μετεκλογικής στρατηγικής.
Τα κυβερνητικά φληναφήματα περί θεσμικής εκτροπής, παραβίασης του Συντάγματος και προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να συγκυβερνήσει μαζί τους, είναι ανοησίες. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε ό,τι ακριβώς θα έκαναν κι αυτοί (ή είχαν κάνει, όπως απέδειξε και το βίντεο με τον Βενιζέλο), αν βρίσκονταν στη θέση του. Η πολιτική είναι ένα αδυσώπητο παιχνίδι μέχρι τελικής πτώσεως, όπου η πλήρης αποδόμηση του ενός συμβαδίζει ευθέως με την παντοδυναμία του άλλου. Όλα τα άλλα είναι φιλολογίες και φούμαρα για τα καφενεία. Από δω και στο εξής, ο ΣΥΡΙΖΑ θα στραγγαλίζει την κυβέρνηση όπου την πετυχαίνει και η κυβέρνηση θα αμύνεται προσπαθώντας να αποδείξει ότι κυβερνά και ότι αυτή φτιάχνει την ατζέντα των εξελίξεων. Φυσικά, η πορεία του συνολικού πολιτικού σκηνικού δεν είναι μονοσήμαντη. Ένα πλήθος παραγόντων θα καθορίσει τα αποτέλεσμα αυτής της μάχης που αποτελεί το κρίσιμο πεδίο για το πού θα γείρει η πλάστιγγα στο εγγύς μέλλον. Αν, για παράδειγμα, η κυβέρνηση, υπό την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ, περιπέσει στην κατάσταση του Καραμανλικού σχήματος μετά το Βατοπαίδι, τότε η μάχη θα κριθεί νωρίς και η υπερκάλυψη του χάντικαπ ως την αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί ν’ αποδειχθεί παιχνιδάκι. Αν η κυβέρνηση αντέξει, τότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Διότι πολλά θα εξαρτηθούν από τους εσωτερικούς συσχετισμούς του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, από τις ενδοκυβερνητικές σχέσεις των δύο εταίρων, από τις διεργασίες στην κεντροαριστερά και από τη δυνατότητα της μεταμνημονιακής Δεξιάς να ξαναγίνει μια μεγάλη ενωμένη παράταξη.
Στο επόμενο: Η μεγάλη κεντροαριστερά και η μεγάλη κεντροδεξιά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News