1880
|

Διαβάζοντας τον Σημίτη

Νίκος Μπίστης Νίκος Μπίστης 26 Ιανουαρίου 2012, 06:09

Διαβάζοντας τον Σημίτη

Νίκος Μπίστης Νίκος Μπίστης 26 Ιανουαρίου 2012, 06:09

Μετά την ομιλία του Κώστα Σημίτη στο ίδρυμα Ηeinrich Boell στο Βερολίνο την 23-1-2012 με τίτλο « Ελλάδα quo vadis;» άρχισε η καθιερωμένη συζήτηση και μουρμούρα. Οι περισσότεροι από τους δυσφορούντες είναι βέβαιο ότι δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν την ομιλία αλλά περιορίστηκαν σε τίτλους. Το ίδιο έκαναν και όλα αυτά τα χρόνια όταν ο Κώστας Σημίτης από τον Δεκέμβριο του 2008 προειδοποιούσε για τα επερχόμενα αδιέξοδα. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ενώ τότε γκρίνιαζαν γιατί μιλούσε και «υπονόμευε» την εθνική προσπάθεια τώρα διαμαρτύρονται γιατί δήθεν μίλησε με καθυστέρηση. Αλλά scripta manent και είναι ευκαιρία για όσους δεν διάβαζαν όταν έπρεπε (αρρώστια μεταδοτική εσχάτως) να το κάνουν τώρα ώστε να ανακαλύψουν -έστω και με καθυστέρηση- την κόκκινη γραμμή που διαπερνά όλα τα κείμενα του.

Στην συζήτηση στην Βουλή για τον προϋπολογισμό στις 18 Δεκεμβρίου προειδοποιούσε:

Αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Θεωρούν ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, την απογραφή, την αναθεώρηση του ΑΕΠ, την γρήγορη ολοκλήρωση της διαδικασίας της επιτήρησης, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη συμπαράσταση για να χειροτερεύσει κατά πολύ τα πράγματα και να  μην τηρήσει δεσμεύσεις. Απλά, τους κορόιδεψε. Η Ελλάδα, πιστεύουν, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.) για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της Ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αφορμές για μια τέτοια κίνηση μπορούν, να βρεθούν, αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία.  Η Ελλάδα σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που συζητάμε θα πρέπει να δανειστεί το 2009 τουλάχιστον 40 δις. αλλά πιθανότατα ένα ποσό 50 δις. Τα χρήματα στις διεθνείς χρηματαγορές θα είναι δύσκολο να βρεθούν την περίοδο που θα επιδιώξει τον δανεισμό η Ελλάδα. Γιατί και άλλες χώρες και προπαντός ξένες τράπεζες θα επιθυμούν να δανειστούν και θα προσφέρουν ικανοποιητικότερο επιτόκιο ή περισσότερη φερεγγυότητα. Στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους θα έχει δοθεί η αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη, ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο Δ.Ν.Τ.  Θα είναι μια ταπεινωτική για την Ελλάδα εξέλιξη, η πιο καταστροφική κατάληξη της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.

Ίσως η κυβέρνηση και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας ή και άλλοι δεν ανησυχούν ή και αν ανησυχούν δεν αισθάνονται ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα την δύσκολη κατάσταση που διαμορφώνεται.

Βυθισμένοι στην μακαριότητα τους η ΝΔ δια του κ. Αλογοσκούφη τον ειρωνεύτηκε ενώ «οι άλλοι», δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, διέρρευσαν την δυσφορία τους. Θεωρούσαν ότι η προειδοποίηση δυσχέραινε την επικείμενη εκλογική νίκη που στηριζόταν στην αυταπάτη (επιεικώς) ότι «λεφτά υπάρχουν. Αλλά και η παραδοσιακή Αριστερά αγρόν ηγόρασε. Δείτε τις ομιλίες  όλων στην Βουλή και τις παρεμβάσεις στον δημόσιο διάλογο. Ή δεν έβλεπαν ή έχωναν το κεφάλι τους στην άμμο χτυπημένοι από το σύνδρομο της στρουθοκαμήλου.

Συνεχίστηκε από μέρους του μια πληθώρα έμμεσων προειδοποιήσεων, μήπως και αντιληφθούν την κινούμενη άμμο στην οποία βυθίζονταν. Και στις 7 Απριλίου 2011 με άρθρο του στην «Καθημερινή» με τίτλο «Απορίες» αμφισβήτησε άμεσα και με απόλυτη σαφήνεια την δυνατότητα να επιτευχθούν οι στόχοι του Μνημονίου. Έγραφε όταν η κυβέρνηση πανηγύριζε για τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 25ης Μαρτίου:

Η εμπειρία έχει δείξει ότι ένα χρέος που ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ δεν είναι βιώσιμο. Κατά την επικρατούσα αντίληψη το χρέος δεν πρέπει να ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ. Μπορεί να αντιμετωπιστεί ακόμη και όταν φτάσει επίπεδα περί το 100% του ΑΕΠ αλλά οπωσδήποτε με όλο και πιο αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της χώρας. Το ελληνικό χρέος ύψους περίπου 153% του ΑΕΠ είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δραστική μείωσή του ήταν και είναι λοιπόν αναγκαία.  Όμως το χρονικό διάστημα περιορισμού του και ο ρυθμός μείωσης των ετησίων ελλειμμάτων θα έπρεπε να είναι πολύ πιο εκτεταμένα από τα προβλεπόμενα στο Μνημόνιο. Η πολιτική μείωσης με κάθε τρόπο σε ελάχιστο χρόνο περιορίζει την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη. Η χώρα οδηγήθηκε σε καθοδική σπειροειδή πορεία την οποία δύσκολα θα ανατρέψει. Οι ρυθμίσεις που πετύχαμε στη Σύνοδο Κορυφής για την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης του δανείου και τη μείωση του επιτοκίου βελτιώνουν μεν αλλά όχι αποφασιστικά τη θέση μας.  Μειώνουν τα 345 δις που  χρωστάμε μόνο κατά 10 δις περίπου. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης. Υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης εξασφαλίζουν πόρους για την μείωση του χρέους. Χαμηλοί ρυθμοί αντίθετα επιτείνουν την κρίση. Η ύφεση προβλέπεται να συνεχισθεί το 2011 με μείωση του ΑΕΠ κατά 3%. Για τα επόμενα χρόνια προβλέπεται από το Μνημόνιο ονομαστική ανάπτυξη περί το 4% του ΑΕΠ ετησίως, ένας στόχος χαμηλός, αλλά δύσκολα πραγματοποιήσιμος με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία. Αν το τραπεζικό σύστημα συναντήσει δυσκολίες χρηματοδότησης, η εξέλιξη θα είναι δυσμενής. Ο απεγκλωβισμός από την κατάσταση αυτή δεν είναι εύκολος και δεν θα επέλθει αυτόματα.  Χρειάζονται επενδύσεις, αλλά το οικονομικό κλίμα δεν τις ευνοεί. Ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη δεν πρόκειται ν’ αυξηθεί θεαματικά τα επόμενα χρόνια. .

Πρόκειται για τα ίδια σχεδόν λόγια που χρησιμοποίησε πριν λίγες μέρες στο Βερολίνο περιγράφοντας «το μοιραίο πολιτικό λάθος».

Η συμφωνία μεταξύ της ΟΝΕ και της Ελλάδας για την πολιτική, που οφείλει να εφαρμόσει η Ελλάδα, ώστε να της χορηγηθεί το σύνολο των δόσεων του συμφωνηθέντος δανείου, γνωστή ως Μνημόνιο, συντάχτηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ότι απαιτούσε από την Ελλάδα να αποκαταστήσει σε μόλις τρία χρόνια δηλαδή μέχρι το 2013 μια δημοσιονομική κατάσταση σύμφωνη με τις επιταγές των Συνθηκών, να περιοριστεί δηλαδή το έλλειμμά της από 15,4% του ΑΕΠ σε 3% δηλαδή κατά 12%. Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα η περικοπή των δαπανών θα έπρεπε να φτάσει το 18% συνολικά, ώστε να καλυφθούν οι μειώσεις εσόδων λόγω της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτοί οι όροι συνεπάγονταν περιορισμούς στις δαπάνες και επιδόσεις ως προς την αναπτυξιακή προσπάθεια που ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτό που μπορούν να επιτύχουν χώρες με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις ανάκαμψης απ’ ό,τι η Ελλάδα. Ήταν εξωπραγματικοί. Το Μνημόνιο δεν προέβλεπε επίσης ειδική ρύθμιση να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της περικοπής δαπανών στις επενδύσεις, όπως π.χ. τη δυνατότητα άντλησης των πόρων των διαθρωτικών ταμείων χωρίς να υπάρχει εθνική συμμετοχή. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να επιτύχει μεν περιορισμό του ελλείμματος κατά 6% του ΑΕΠ περίπου συνολικά το 2010 και το 2011, γνώρισε όμως μια πρωτόγνωρη ύφεση για τα χρόνια 2009-2012 πολύ υψηλότερη εκείνης που καθόριζε το Μνημόνιο. Αντί για 8,6% περίπου υπολογίζεται να φτάσει συνολικά στο -15% περίπου. Οι αισιόδοξες προβλέψεις του Μνημονίου για αρχή ανάπτυξης από το 2012, πρωτογενή πλεονάσματα ήδη από το 2012 και προσφυγή στις διεθνείς αγορές για δανεισμό επίσης από το 2012 αποδείχθηκαν τελείως λανθασμένες. Η ύφεση και η αβεβαιότητα ματαίωσαν τέλος τα όποια σχέδια επενδύσεων. 

Οι συντάκτες του Μνημονίου είχαν παραλείψει επίσης να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Ήταν ένα πολιτικά μοιραίο λάθος. Η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε και να επιτείνει κατά πολύ την ύφεση.

Θα θυμάστε την οργή με την οποία αντιμετώπισαν κυβερνητικοί κύκλοι το άρθρο του στην Καθημερινή. Εγκλωβισμένοι στον μονόδρομο τους και με την ανασφάλεια του αδαούς ανακάλυψαν εκ νέου υπονόμευση. Αλλά και οι άλλοι, δεξιοί και παραδοσιακοί αριστεροί, έκαναν ότι δεν άκουσαν. Γιατί ο Σημίτης δεν έδειξε να συγκινείται από το ουγγρικό μοντέλο το οποίο μέχρι πρότινος -δηλαδή μέχρι την κατάρρευση του- θαύμαζαν οι επιτελείς του «ανένδοτου» κ. Σαμαρά, ούτε βέβαια από τις ασυνάρτητες κραυγές της παραδοσιακής αριστεράς. Και οι δυο αυτές υποτιθέμενες λύσεις προετοιμάζουν το έδαφος για την δραχμή και την καταστροφή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μέσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ (το ΚΚΕ δεν είχε πρόβλημα αφού προπαγανδίζει την έξοδο από την ΕΕ) το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι λαϊκίστικες φωνές για επιστροφή στην δραχμή.

Θα θυμάστε επίσης ότι η οργή και η αμηχανία κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης κορυφώθηκαν όταν σε συνέντευξη του στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής» τάχθηκε καθαρά υπερ της ταχείας αναδιάρθρωσης του χρέους. Θυμίζω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Μια καλά προετοιμασμένη αναδιάρθρωση θα βελτιώσει ουσιαστικά τη θέση μας. Ήδη τώρα δεν ξέρουμε πώς θα βγάλουμε πέρα το 2012 και το 2013, μια που είναι πολύ πιθανό να μην εξασφαλίσουμε δανεισμό με ένα ανεκτό επιτόκιο. Το ζητούμενο δεν είναι να τα καταφέρουμε «κουτσά στραβά» με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις. Η εμπειρία δείχνει, ότι μια λύση που κινείται στα απώτατα όρια των δυνατοτήτων της οικονομίας δεν αποτελεί ενδεδειγμένη αντιμετώπιση ενός προβλήματος.  Είναι επιπόλαιο να ελπίζουμε ότι τα επόμενα 20 χρόνια, που κατά τα διάφορα σενάρια είναι ο αναγκαίος χρόνος για την πλήρη ομαλοποίηση της κατάστασης, δεν θα προκύψουν οικονομικές αναταραχές, νομισματικές κρίσεις, ανατιμήσεις του πετρελαίου. Θα απορρυθμίσουν το μηχανισμό τακτοποίησης του χρέους που με τόση επιμέλεια και κόπο δημιουργήσαμε. Θα αναπαράγονται οι κρίσεις. Χρειάζεται μια λύση που θα έχει σταθερότητα και δεν θα ακυρωθεί από τις μεταγενέστερες διεθνείς εξελίξεις. Η αναδιάρθρωση ξεκαθαρίζοντας το τοπίο μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις. Τα επόμενα 15-20 χρόνια πρέπει να είναι περίοδος στην οποία θα ξαναχτίσουμε με αισιοδοξία μια σταθερή οικονομία και θα επανενταχτούμε στην ευρωπαϊκή εξέλιξη και όχι ένα διάστημα μιζέριας, όπου θα ζούμε στο έλεος των κλυδωνισμών της παγκόσμιας οικονομίας.

…Οι τράπεζες που έχουν δανείσει την Ελλάδα επίσης δεν θα είναι σύμφωνες με την περικοπή των απαιτήσεών τους. Δεν θέλουν να χάσουν χρήματα. Αλλά δεν είναι κατανοητό γιατί οι Έλληνες πολίτες και ιδίως οι εργαζόμενοι θα πρέπει οπωσδήποτε να ζήσουν για είκοσι χρόνια περίπου σε κατάσταση στενότητας και συνεχών δυσκολιών λόγω των υψηλών επιτοκίων που συμφωνήθηκαν σε μια κατάσταση κρίσης. Οι περιφερειακές χώρες της Ένωσης πληρώνουν όχι μόνο τις απροσεξίες και τις λανθασμένες πολιτικές τους αλλά και τις ανισορροπίες που προκαλεί το χάσμα ανάπτυξης μεταξύ Βορρά και Νότου. Η αντιμετώπιση των συνεπειών αυτού του χάσματος απαιτεί κοινοτική αλληλεγγύη και διευκόλυνση των οφειλετριών χωρών…

 Αναδιαρθρώσεις είναι σκόπιμο να μην καθυστερούν. Η Ελλάδα με το δάνειο των 110 δις εξοφλεί παλαιούς ιδιώτες ομολογιούχους δημιουργώντας νέες υποχρεώσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ τις οποίες θα εξοφλήσει στο μέλλον. Με την πάροδο του χρόνου το χρέος προς τους ιδιώτες ομολογιούχους (κυρίως τις τράπεζες του εξωτερικού) μετατρέπεται έτσι σε νέο χρέος προς τους Διεθνείς Οργανισμούς που μας στηρίζουν. Οι νέες αυτές υποχρεώσεις δεν μπορούν να περικοπούν γιατί προέκυψαν από αιτήματα της Ελλάδας για βοήθεια και συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεών της. Όσο λοιπόν καθυστερεί η αναδιάρθρωση τόσο αυξάνεται το χρέος που δεν μπορεί να αναδιαρθρωθεί. Περιορίζεται έτσι το αποτέλεσμα το οποίο επιδιώκεται, το χρέος παραμένει υψηλό. Η καθυστέρηση έχει επίσης αρνητική επίδραση στο κλίμα των αγορών. Όλο και περισσότεροι αναλυτές αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα της Ελλάδας να εξοφλήσει το σύνολο του χρέους της. Είναι επόμενο λοιπόν το επιτόκιο του δανεισμού της χώρας να παραμένει απαγορευτικό. Υπό τις συνθήκες αυτές η αναδιάρθρωση πρέπει να επαναφέρει σαφήνεια για το μέλλον. Πρέπει να είναι πειστική και να αποτελεί βιώσιμη λύση. Μια ατελής αναδιάρθρωση θα προκαλέσει την ένταση των αμφιβολιών για τη δυνατότητα θετικής έκβασης της κρίσης με αποτέλεσμα τη φυγή των καταθέσεων προς το εξωτερικό και τον αισθητό περιορισμό των ισχνών δυνατοτήτων ανάκαμψης.

Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να παραθέσω και άλλα κομμάτια για να αποδειχθεί ότι η πολιτική είναι πράγματι η τέχνη του προβλέπειν. Και αμέσως μετά «του συστηματικώς εργάζεσθαι». Και για να γίνουν και τα δύο πρέπει να ανοίγεις και κανένα βιβλίο, να παρακολουθείς τις εξελίξεις. Δεν ευτυχήσαμε μετά το 2004. Και το μέλλον δυσοίωνο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News