Εχει γνωρίσει αρκετές ντροπιαστικές ήττες, τα δύο τελευταία χρόνια, ο Παναθηναϊκός. Οι φίλοι του αναρωτιούνταν, συχνά, αν ο αγωνιστικός κατήφορος της αγαπημένης τους ομάδας έχει και πιο κάτω. Χθες (Πέμπτη) βράδυ πήραν την απάντηση που γύρευαν: καμία από τις προηγούμενες συμφορές που τη βρήκαν, δεν ήταν αυτό που λέμε «ο πάτος του βαρελιού».
Στο «Ατσα Νίκολιτς Χολ» του Βελιγραδίου οι «Πράσινοι» βίωσαν τον χειρότερό τους εφιάλτη εδώ και δεκαετίες. Εχασαν με 33 πόντους διαφορά (81-48) από τον Ερυθρό Αστέρα, που δεν είναι, ούτε Ρεάλ Μαδρίτης, ούτε Μπαρτσελόνα, ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ή Αρμάνι Μιλάνο, αλλά πορεύεται με ένα πολύ χαμηλό μπάτζετ -της τάξης των 5 εκατ. ευρώ-, περίπου σαν το δικό τους. Για να συναντήσει κανείς μια ήττα τους με τόσο βαρύ σκορ, θα χρειαστεί να ανατρέξει στο 1982. Τότε που η Euroleague δεν υπήρχε, ακόμη, ούτε ως ιδέα.
Το κακό φαινόταν να έρχεται από πολύ νωρίς. Στο δεύτερο, κιόλας, λεπτό του αγώνα ο ηλεκτρονικός πίνακας έγραφε 19-2. Ο Αστέρας έπαιζε… μόνος του, απέναντι σε έναν Παναθηναϊκό που έδειχνε ανήμπορος να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Γυμνασιόπαιδα εναντίον μαθητών του Δημοτικού – αυτή ήταν η εικόνα του ματς, που αποτυπώθηκε και στα στατιστικά. Οι «δικοί μας» ευστόχησαν σε μόλις τρία από τα 22 τρίποντα που δοκίμασαν (13,6%). Μάλιστα, δύο από αυτά μπήκαν στην τέταρτη περίοδο, όταν, πια, όλα είχαν τελειώσει. Κατέβασαν 21 ριμπάουντ (έναντι 38) και μοίρασαν 8 ασίστ (έναντι 18). Οι 48 πόντοι με τους οποίους ολοκλήρωσε το παιχνίδι ο Παναθηναϊκός, συνιστούν τη χειρότερή του επίδοση στην Ευρωλίγκα (στην κανονική περίοδο).
Ηταν κοινή παραδοχή, πριν από την έναρξη της σεζόν, πως ο «Εξάστερος» δεν θα έφτανε -ούτε εφέτος- πολύ μακριά στη διοργάνωση, στην οποία, κάποτε, πρωταγωνιστούσε. Επειδή δεν διαθέτει αρκετές αξιόπιστες επιλογές στη θέση «1», και ο Γιώργος Παπαγιάννης δεν μπορεί να υποστηριχθεί όπως πρέπει. Επειδή απουσιάζουν οι χαρισματικοί περιφερειακοί εκτελεστές. Επειδή, γενικότερα, υπάρχει έλλειμμα ποιότητας στο ρόστερ του, ως συνέπεια της κακής οικονομικής του κατάστασης. Επειδή, επειδή… Τίποτα, όμως, από όλα αυτά δεν δικαιολογεί τον χθεσινό του, ιστορικό διασυρμό. Το ότι ένα ματς που (στη θεωρία) μπορούσε να «χτυπήσει», μετατράπηκε σε άνευ όρων παράδοση.
Το ελλειμματικό ρόστερ δεν δικαιολογεί, ούτε την παντελή απουσία συνεργασιών στην επίθεση -ώρες, ώρες οι παίκτες του συμπεριφέρονται λες και παίζουν «μονό»-, ούτε την άμυνα… με τα μάτια. Δεν δίνει ελαφρυντικά στον Πέρι, για παράδειγμα, ο οποίος σε οκτώ ματς έχει ευστοχήσει σε 13 από τα 50 του σουτ, ούτε στον Φέρελ (των 268 αγώνων στο ΝΒΑ) που χθες, σε πέντε κατοχές υπέπεσε σε τρία λάθη. Στο Βελιγράδι αποδείχτηκε αυτό που πολλοί υποψιάζονταν από καιρό: το μεγαλύτερο πρόβλημα της ομάδας δεν έχει να κάνει με την τακτική του προπονητή, ή με τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των παικτών της, αλλά με τη νοοτροπία τους.
Εβλεπαν τον προσωπικό τους αντίπαλο να σκοράρει κατά βούληση, κι εκείνοι πήγαιναν στο επόμενο ριμπάουντ ακόμη πιο απρόθυμοι. Με το σκορ στο 21-8 στο πρώτο δεκάλεπτο, όλοι μαζί δεν είχαν συμπληρώσει τα πέντε φάουλ. Το ότι η άμυνα του Παναθηναϊκού δέχεται (κατά μέσον όρο) 80 πόντους σε κάθε αγώνα της, μαρτυρά προκλητική χαλαρότητα και αδιαφορία. Ηττοπάθεια και έλλειμμα εγωϊσμού. Δεν προσβάλλονται, δεν θυμώνουν, δεν ντρέπονται.
«Εχω πολλά να πω, προτιμώ να μιλήσω με τους παίκτες μου», δήλωσε μετά τον αγώνα ο Δημήτρης Πρίφτης. Να τους πει, τι; Να παίζουν μπάσκετ με όρεξη; Να μην ανέχονται την ήττα, τουλάχιστον από ομάδες που δεν είναι ανώτερες από τη δική τους; Λογικά, όλα αυτά θα τους τα τόνισε και μετά την ήττα από τον Αρη, στην αρχή του πρωταθλήματος, όταν η ομάδα της Θεσσαλονίκης (με το μπάτζετ των 500.000 ευρώ) είχε ανατρέψει διαφορά 19 πόντων στο ημίχρονο, και είχε πετύχει τη μοναδική -μέχρι σήμερα- νίκη της στην εφετινή Basket League. Φαίνεται, όμως, πως τα λόγια του δεν έπιασαν τόπο. Η καλή εμφάνιση εναντίον της Εφες αποδείχτηκε συμπτωματική, και ο Παναθηναϊκός (που έχασε κι από τη Βιλερμπάν) μετράει έξι ήττες σε οκτώ αγώνες του στην Ευρωλίγκα.
Μόνον ο Φραγκίσκος Αλβέρτης και ο Δημήτρης Διαμαντίδης θα μπορούσαν, ίσως, να σώσουν την τιμή του άλλοτε πρωταγωνιστή της διοργάνωσης, που κατάντησε κομπάρσος. Επειδή είναι σε θέση να κατανοήσουν το δράμα του Παναθηναϊκού καλύτερα από τον καθέναν, αλλά και γιατί έχουν το «ελεύθερο» να πάρουν αποφάσεις. Ο άνθρωπος που θα δώσει τα 25 εκατ. ευρώ για να αγοράσει την ομάδα, μάλλον θα αργήσει να φανεί. Αν οι μισθοφόροι της δεν ενδιαφέρονται να της εξασφαλίσουν την αξιοπρέπεια που υπαγορεύει η ένδοξη ιστορία της, ας δώσουν την μπάλα σε παιδιά με φιλοδοξίες, όπως ο 18χρονος Λευτέρης Μαντζούκας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News