Τρέχει γρήγορα ο χρόνος. Μας το υπενθυμίζουν συχνά και οι αποχωρήσεις από την ενεργό δράση, παικτών που, κάποτε, γνωρίσαμε ως νεαρά, πολλά υποσχόμενα ταλέντα. Στην περίπτωση του Μεσούτ Οζίλ, όμως, η χθεσινή ανακοίνωση ότι δεν θα τον ξαναδούμε στα γήπεδα, δεν μας έκανε να σκεφθούμε μόνο πόσο αλλάξαμε εμείς από το 2006, αλλά και πόσο άλλαξε το ποδόσφαιρο.
Δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη «συνταξιοδότηση» ενός αθλητή που μεγάλωσε, ένιωσε ότι, πλέον, οι δυνάμεις του δεν του επιτρέπουν να είναι ανταγωνιστικός σε υψηλό επίπεδο, και έβαλε τέλος στην καριέρα του. Εδώ μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Για την περιπέτεια ενός ποδοσφαιριστή, ο οποίος στις αρχές της περασμένης δεκαετίας χαρακτηρίστηκε ως «ο πλέι-μέικερ του μέλλοντος», και στο τέλος της θεωρήθηκε ξεπερασμένος. Ντεμοντέ. Ο τουρκικής καταγωγής γερμανός μέσος είναι η προσωποποίηση της επανάστασης που έχει συντελεστεί στο «ωραίο παιχνίδι» τα τελευταία χρόνια.
Την εποχή που έπαιζε στη Ρεάλ Μαδρίτης (2010-2013) και κατά την πρώτη του τριετία στην Αρσεναλ (2013-2016), ο Οζίλ ήταν ένα φουτουριστικό «δεκάρι». Λίγοι ποδοσφαιριστές διέθεταν την εφευρετικότητα και τη φαντασία του, και ακόμη λιγότεροι, την πάσα του. Μόνον ο Τιερί Ανρί και ο Κέβιν ντε Μπρόινε έχουν ξεπεράσει το δικό του ρεκόρ των 19 ασίστ που μοίρασε το 2015-2016 στην Πρέμιερ Λιγκ (222 στο σύνολο της καριέρας του, σε 645 αγώνες). Εκείνο, όμως, που τον ανέδειξε σε πιονέρο της θέσης του πλέι-μέικερ, ήταν το ότι διαρκώς άλλαζε θέσεις στον αγωνιστικό χώρο (πιο μπροστά, πιο πίσω και στα πλάγια), αναλόγως με τις κινήσεις των αντιπάλων του. Τραβούσε τους αμυντικούς πάνω του, ανοίγοντας χώρους στους συμπαίκτες του.
Ολα αυτά τα έκανε ακόμη πιο εντυπωσιακά με την εθνική του. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 ήταν το πόστερ-μπόι (ο παίκτης που ξεχώρισε) της ομάδας που ξεχώρισε. Και το 2014, ο παίκτης – «κλειδί» των Γερμανών, που στέφθηκαν παγκόσμιοι πρωταθλητές. Διόλου τυχαία, στη Γερμανία ψηφιζόταν «παίκτης της χρονιάς» επί πέντε συναπτά έτη.
Στις καλές του μέρες χαιρόσουν να τον βλέπεις. Ωσπου, ξαφνικά, το 2016 όλα άλλαξαν. Λες και κάποιο αόρατο χέρι γύρισε έναν διακόπτη. Οπως παρατηρεί το Athletic, δεν άλλαξε ο Οζίλ, αλλά το ποδόσφαιρο. Αυτός ο μοντέρνος χαφ, το παράδειγμα του πώς έπρεπε να παίζει ένας επιτελικός μέσος, έμοιαζε απαρχαιωμένος στο νέο στιλ που υιοθέτησαν οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, του ανηλεούς πρέσινγκ ψηλά, το οποίο -τι ειρωνία!- ήρθε από την πατρίδα του τη Γερμανία.
Η αθλητικότητα, η αντοχή, η κίνηση χωρίς την μπάλα, τα αποτελεσματικά μαρκαρίσματα από τους μεσοεπιθετικούς σε φάση άμυνας της ομάδας τους, απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία από τις διορατικές πάσες. Ο Οζίλ είχε, μόλις, ανανεώσει το συμβόλαιό του, μάλιστα με αποδοχές 400.000 ευρώ την εβδομάδα, όταν άρχισε να φαίνεται παράταιρος στην ομάδα του – μια περιττή πολυτέλεια.
Ο ποδοσφαιριστής Οζίλ έκρυβε μια αντίφαση, ένα μυστήριο. Το ίδιο και ο άνθρωπος Οζίλ, όπως τονίζουν οι Times. Κανείς άλλος παίκτης δεν έγινε αφορμή για να φουντώσουν οι συζητήσεις περί μετανάστευσης, θρησκείας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλληλεγγύης και συναδελφικότητας, λαϊκισμού και εκθετικής εμβέλειας των media, όσο εκείνος. Ο γερμανός φιλόσοφος, Μάρτιν Γκέσμαν, τον χαρακτήρισε «Κάφκα του γκαζόν».
Στο πρώτο μισό της καριέρας του συμβόλιζε τον επιτυχημένο εγγονό του τούρκου γκασταρμπάιτερ, που κατάφερε να ξεφύγει από την κακή του μοίρα. Τα γερμανικά media τον λάτρευαν. Αλλά στο δεύτερο μισό υπήρξε ένας κινούμενος στόχος. Οπως το γνωστό παραμύθι της Disney, «Ο Μπάμπι το ελαφάκι», η ιστορία του Οζίλ συνοψίζει τους κύκλους της ζωής.
Στο πρώτο μισό της καριέρας του υπήρξε μια εσωστρεφής, απολιτίκ φιγούρα, που δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για τον κόσμο γύρω του. Αργότερα, όμως, αυτός ο αθόρυβος, ντροπαλός άνθρωπος, ο οποίος το 2013 προβληματιζόταν για το πώς θα μπορούσε να φτάσει στο Λονδίνο χωρίς να τραβήξει την προσοχή -κι ας ήταν μια πανάκριβη μεταγραφή της Αρσεναλ- απασχόλησε τα media με τις δηλώσεις του περισσότερο, παρά με την μπάλα που έπαιζε.
Ξέσπασε για τη σκληρή κριτική που δεχόταν μετά τον πρόωρο αποκλεισμό της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018, λέγοντας: «Είμαστε Γερμανοί όταν κερδίζουμε, αλλά Τούρκοι όταν χάνουμε».
Κατήγγειλε την Κίνα για καταπίεση της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουϊγούρων, προκαλώντας την αντίδραση της κινεζικής κυβέρνησης, που απαγόρευσε την τηλεοπτική μετάδοση αγώνων της Αρσεναλ στη χώρα.
Αντιστάθηκε στην προσπάθεια της ομάδας του να περικόψει τις αποδοχές των παικτών στη διάρκεια της πανδημίας, και απαίτησε από τη διοίκηση του συλλόγου να εγγυηθεί ότι το προσωπικό θα πληρώνεται κανονικά.
Τοποθετήθηκε κατ’ επανάληψη υπέρ του τούρκου Προέδρου (και κουμπάρου του) Ερντογάν, προσφέροντας στο απολυταρχικό του καθεστώς ένα ηθικό άλλοθι – για τον τουρκικό λαό ήταν και θα είναι πάντα ένας εθνικός ήρωας.
Η τύχη το θέλησε, να τον διώξει από την Αρσεναλ ένας παλιός του συμπαίκτης, ο Μικέλ Αρτέτα, ο οποίος προσελήφθη ως προπονητής της το 2019. Δεν βρήκε κάποια καλύτερη πρόταση, οπότε κατέληξε στην Τουρκία. Στη Φενέρμπαχτσε, κι έπειτα στην Μπασάκσεχιρ. Μέχρι προχθές, ελάχιστοι φίλαθλοι θα μπορούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα «σε ποια ομάδα ανήκει σήμερα ο Μεσούτ Οζίλ;».
«Σε καμία», είναι η σωστή απάντηση. Ακόμη και η Μπασάκσεχιρ τον άφησε ελεύθερο. Στα 34 δεν είχε άλλη επιλογή, από το να βάλει τέλος στην αινιγματική του καριέρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News