Να πούμε μια μικρή ιστορία, καταρχάς, για να συνεννοηθούμε;
Flashback. Πάμε, λοιπόν, πίσω στο 480 π.Χ. Εχουν περάσει δέκα χρόνια από την Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) και την πρώτη απώθηση της εξ Ανατολών τυραννίας, υπό τον Δαρείο, με βλέψη δεσποτική προς τη Δύση. Η περσική τυραννία, ακάθεκτη, επιστρέφει – υπό τον Ξέρξη αυτή τη φορά – με ακόμη μεγαλύτερο στρατό και στόλο για να κατακτήσει την Ευρώπη.
Σε μια νοητή ευθεία, στο στενό των Θερμοπυλών τους περιμένουν οι Λακεδαιμόνιοι (Σπαρτιάτες) υπό τον Λεωνίδα και πίσω στρατεύματα και άλλων ελληνικών πόλεων – κρατών και από θαλάσσης, στο Αρτεμίσιο (Μαγνησία), ο αθηναϊκός κυρίως στόλος επικουρούμενος από άλλα ελληνικά πλοία. Και στα δύο πεδία η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία του Αρτεμισίου είναι αιματηρές και καταφέρνουν, προσωρινά, έστω να αναχαιτίσουν τον περσικό επεκτατισμό, αποδυναμώνοντας στρατό και στόλο. Ειδικά για το δεύτερο, ο ποιητής Πίνδαρος έγραφε: «Όθι παίδες Αθαναίων εβάλοντο φαεννάν / κρηπίδ’ ελευθερίας» (όπου των Αθηναίων τα παιδιά έθεσαν θεμέλιο της ελευθερίας λαμπρό»).
Ομως, οι Πέρσες καταφέρνουν να φύγουν γρήγορα με τα πλοία τους προς τον νότο, ενώ οι Αθηναίοι με τα λίγα δικά τους πλοία και πεζή, από ξηράς, τρέχουν να τους προλάβουν. Οταν φτάνουν στην Αθήνα βρίσκουν το εργοτάξιο για την ανέγερση του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη πυρπολημένο από περσικό χέρι. Θάβουν τα αποκαΐδια και ξεκινούν νέα σχέδια για τον Παρθενώνα, που έμελλε να είναι το σύμβολο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που άλλαξε για πάντα το πολιτικό σκηνικό στον αρχαίο κόσμο (και, κατ’ επέκταση, στον σύγχρονο). Σπεύδουν όμως, παράλληλα, και στο επίνειο της αρχαίας Αθήνας, τον Πειραιά, τον οποίο ο στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής είχε οραματισθεί ως στρατιωτικό, εμπορικό και οικονομικό κέντρο, για να «οπλισθούν» με περισσότερα πλοία τους και να αντιμετωπίσουν τον «τρεχάτο» και ογκώδη περσικό στόλο του Ξέρξη στο στενό της Σαλαμίνας. Η Ναυμαχία του Αρτεμισίου έμελλε να είναι απλώς πρόλογος για την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, η οποία έσωσε, τελικά και οριστικά, την Ευρώπη από την εξ Ανατολών τυραννία και άλλαξε τον ρου της παγκόσμιας Ιστορίας.
Αφού κάναμε, με την παραπάνω ιστορία, ένα πέρασμα από τις μάχες στην αρχαία Ελλάδα, οι οποίες άλλαξαν για πάντα τον πολιτικό χάρτη στην Ευρώπη (ή μάλλον τον κράτησαν… ευρωπαϊκό), ας μείνουμε σε εκείνον τον κομβικό για την έκβαση της εκστρατείας εκπόρθησης των Περσών τόπο: τον Πειραιά. Τον οποίο ο Θεμιστοκλής έσπευσε να ενώσει με την Αθήνα, με τα – μετέπειτα – προστατευτικά Μακρά Τείχη, όπως είχε οχυρώσει την αρχαία Αθήνα με το μνημειακό Θεμιστόκλειο τείχος. Έναν τόπο που υπήρξε ο πλέον σημαντικός όχι μόνον για την οριστικά νικητήρια Ναυμαχία της Σαλαμίνας, αλλά και για την ανάπτυξη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στα χρόνια του Περικλή.
Είμαστε σε μια εποχή της αρχαιότητας, που διατηρούσε ακόμη τη μνήμη ενός Πειραιά, που ήταν νησί μέσα στον Φαληρικό όρμο και έφτανε από το παλαιό Φάληρο μέχρι τη Δραπετσώνα. Και σε μια αρχαία πόλη, που είχε σχεδιάσει και διαμορφώσει θαυμαστά, με το βλέμμα στο μέλλον και στο κλέος της πρώτης Δημοκρατίας, ο πατέρας της Πολεοδομίας Ιππόδαμος ο Μιλήσιος.
Forward. Ας περάσουμε με μιαν ανάσα τους αιώνες κι ας έρθουμε στο σήμερα. Στον Πειραιά του σήμερα. Όπως και η αρχαία Αθήνα, έτσι και η δική του αρχαία (κλασική κυρίως) φάση βρίσκεται ολούθε, κάτω από την σύγχρονη πόλη. Η Αθήνα έχει κηρυχθεί εδώ και χρόνια, ως πολύτιμη αρχαιολογικά και ιστορικά (για όλους τους παραπάνω και πολύ περισσότερους λόγους) ως «Αρχαιολογικός χώρος» εδώ και πολλά χρόνια. Και όταν λέμε «αρχαιολογικός χώρος», κάτι που έχει συμβεί φερ’ ειπείν και με την πλαιά πόλη της Κέρκυρας, δεν εννοούμε – όπως πολλοί παρανοούν – την αδόμητη «αρχαιολογική ζώνη Α». Δεν μιλάμε δηλαδή για μια περιοχή που δεν χτίζεις καν. Σαν τον χώρο, π.χ., γύρω από την Κνωσό που είχε – με καθυστέρηση μεγάλη – χαρακτηρισθεί αδόμητη «αρχαιολογική ζώνη Α» (άλλο αν κόντεψαν να φτάσουν στο ανάκτορο της Κνωσού οι οικοδομές). Μιλάμε για έναν χώρο στον οποίο υπάρχει έλεγχος από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, σε κάθε επέμβαση, μην τυχόν και βρεθεί αρχαιότητα. Ώστε να εκτιμηθεί και να μελετηθεί, αρμοδίως.
Που σημαίνει ότι στον κηρυγμένο «αρχαιολογικό χώρο» σκάβεις για θεμέλια οικοδομής, π.χ., αλλά αν βρεις κάτι το ελέγχει η Αρχαιολογική Υπηρεσία και εκτιμά αν θα μελετήσει παραπέρα το σημείο. Δεν σου απαγορεύει. Σε ελέγχει. Για να το κάνουμε ακόμη πιο σαφές (με βάση τις εξηγήσεις που παρείχαν αρχαολογικές πηγές στο Protagon). Επίσης, ο συνεχής και κατά νόμον έλεγχος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει ένα ακόμη καλό: δεν υπάρχουν προσφυγές. Είτε από τον γείτονα που σε «κάρφωνε», κατά την συνήθη πρακτική, είτε από φορείς. Καθότι δεν μπορεί να προσφύγει κάποιος ζητώντας να ασφαλισθεί αρχαιολογικά ο χώρος, αφού αυτή η προστασία προϋπάρχει και προϋποτίθεται και δια νόμου.
Αφού το εξηγήσαμε και αυτό, πάμε παρακάτω. Ο Πειραιάς μέχρι σήμερα δεν είχε, ανάλογα με την Αθήνα, κηρυχθεί «αρχαιολογικός χώρος». Και τώρα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της κήρυξής του, εφεξής. Αποφασίζοντας τελικά αυτό να συμβεί όχι στα 11,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα που είχε εκτιμηθεί ότι «κρύβουν» αρχαιότητες στα έγκατά τους, αλλά για τα μισά, 5,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ητοι, για το Α’, Β’ και Γ’ Δημοτικό Διαμέρισμα. Ο,τι περικλείει το εμφανές μέχρι και σήμερα, σε πολλά σημεία, το Κονώνειο Τείχος (χτισμένο το 394 π.Χ.). Μόνον στο Γ’ Διαμέρισμα, όπου το τείχος δεν είναι εμφανές, θα πρέπει να μελετηθεί τοπογραφικά η «κάτοψη» της αρχαίας πόλης του Πειραιά και να τεθούν τα όρια. Κάτι που θα πάρει αρκετό καιρό.
Μέχρι τώρα μόνον εθιμικά σε οποιαδήποτε δημόσια ή ιδιωτική οικοδομική και άλλη αναπλαστική εργασία ενημερωνόταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία, για να έχει το νου της αν βρεθεί κάτι πολύτιμο για την ιστορία και την αρχαιότητα του Πειραιά μπροστά σε κάποια μπουλντόζα. Με την γνωμοδότηση του ΚΑΣ που υιοθετεί το υπουργείο Πολιτισμού και, ουσιαστικά, γίνεται νόμος, αυτό πλέον δεν θα γίνεται εθιμικά αλλά υποχρεωτικά. Με αντίστοιχη νομική κάλυψη. Δίχως να σημαίνει, είπαμε, ότι δεν χτίζεις ή δεν επενδύεις. Απλώς τα αρμόδια όργανα, όπως το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, έχουν και νομικά το δικαίωμα να ελέγξουν, να ζητήσουν αλλαγές «πλεύσης» και σε κάποιες περιπτώσεις, επενδύσεων που βρίσκονται δίπλα σε σημαντικά αρχαία μνημεία ή τόπους, να ζητήσουν και «μορφολογική» αλλαγή. Οπως και έπραξαν, εν προκειμένω, για το υπό ανέγερση ογκώδες πολυτελές ξενοδοχείο, του οποίου ζήτησαν από τον επενδυτή τον περιορισμό του αριθμού των ορόφων και του όγκου.
Αντίστοιχα, πρότειναν από πλευρά τους, ως αρμόδιο όργανο, να μη δημιουργηθεί το τεράστιο mall (εμπορικό κέντρο), επένδυσης της «κυράς του λιμανιού», της κινεζικής Cosco. Με το σκεπτικό ότι δεν συνάδει προς τον αρχαιολογικό χώρο του Πειραιά και δεν είναι επιθυμία ούτε του Δήμου, αλλά ούτε και του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά.
Τέλος, για να επιστρέψουμε στην αρχική ιστορία μας, ζήτησε να μην γίνει ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στην Σαλαμίνα, στον τόπο που σηματοδοτεί την νικητήρια Ναυμαχία, που απώθησε οριστικά τον εξ Ανατολών κίνδυνο και έγραψε από την αρχή την ευρωπαϊκή Ιστορία. Κάτι που προσπαθεί εδώ και χρόνια το υπουργείο Πολιτισμού, βασιζόμενο κυρίως στο παράνομο του μεγαλύτερου μέρους των εκεί υποδομών.
Oλα αυτά έγιναν δεκτά –κυρίως στα ανερμάτιστα μέσα κοινωνικής δικτύωσης– με ιαχές και οιμωγές. Ακόμη και από τον Δήμο, που αργότερα έσπευσε να το μαζέψει (και σωστά). Θεωρώντας, εν πολλοίς, ότι «ο μισός Πειραιάς» (για κάποιους «ολόκληρος»!) μπαίνει τουλάχιστον στη… μέγγενη των αρχαιολόγων. Κάτι το οποίο, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, μόνον ακριβές δεν είναι. Σε μια χώρα που κάτω από τις περισσότερες σύγχρονες πόλεις της «κοιμάται» το αρχαίο της παρελθόν, με μάρτυρες ιστορίας και πολιτισμού, δεν είναι δυνατόν μια σημαντική αρχαία πόλη, για την Αθηναϊκή ή Ελληνική, αν θέλετε, Δημοκρατία, αλλά και για την νίκη επί της επεκτατικής μανίας της Ανατολικής τυραννίας, όπως ο Πειραιάς να μένει «ξέφραγο αμπέλι». Τουλάχιστον νομικά. Γιατί αυτό παρείχε η γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Προστασία και υποχρέωση ελέγχου. Οχι απαγόρευση οικοδόμησης ή επενδύσεων. Βάζοντας κριτήρια και όρους. Αν μια χώρα που βαυκαλίζεται με το αρχαίο κλέος της δεν θέλει κριτήρια και όρους προστασίας σε τυχόν θαμμένους μάρτυρες αυτού του κλέους, μόνον για σύγχυση μπορεί να κατηγορηθεί.
Άλλο αν ο Πειραιάς είναι πολύ αδικημένος, επί δεκαετίες, αρχαιολογικά. Και εννοούμε εδώ, την πρόσβαση σε ένα θαυμαστό Αρχαιολογικό Μουσείο, με θησαυρούς μοναδικούς και πολύτιμους: Όπως το επιβλητικό ταφικό μνημείο της Καλλιθέας, του 4ου π.Χ. αιώνα, που ανήκε στον Νικήρατο Πολυξένου, μέτοικο σιτέμπορο από την Ίστρια (περιοχή της σημερινής Ρουμανίας) και το γιό του. Ή, όπως μια αγορανομική επιγραφή του 1ου π.Χ. αιώνα δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τις γαστριμαργικές συνήθειες και το κόστος ζωής των Πειραιωτών. Και για ένα αρχαίο «εφθονοπωλείο», πως λέμε σήμερα πατσατζίδικο, που πουλάει ποδαράκια, εντόσθια και κεφαλάκια. Όμως αυτό το μουσείο με τα πολύτιμα, μοναδικά εκθέματα είναι δύσκολα προσβάσιμο ακόμη και από μαθητές (λόγω έλλειψης πάρκινγκ ή προβολής για τους θησαυρούς του), με χαμηλή επισκεψιμότητα.
Θέλετε κι άλλα; Κάποιοι ελάχιστοι αρχαίοι νεώσοικοι (στεγασμένα σημεία του λιμανιού όπου ανελκύονταν ή κατασκευάζονταν πλοία), από τους οποίους οι αρχαίοι Αθηναίοι κίνησαν για την Ναυμαχία του Αρτεμισίου αρχικά και για την κομβική για την ευρωπαϊκή Ιστορία Ναυμαχία της Σαλαμίνας, έπειτα, 20 από τους οποίους ήρθαν στο φως το 1880, είναι «χωμένοι» στα υπόγεια πολυκατοικιών στην Ακτή Μουτσοπούλου. Βέβαια, η σημαντική Ηετιώνεια Πύλη στο ύψωμα της Δραπετσώνας πάνω από τα πλοία της γραμμής, στο κεντρικό λιμάνι, οι Αστικές Πύλες εισόδου στην πόλη, μέσω των Μακρών Τειχών, σε ένα χορταριασμένο οικόπεδο στην οδό Ομηρίδου – Σκυλίτζη, υπολείμματα του αρχαίου Δήμου δίπλα στον «φιλελληνικό» Τινάνειο Κήπο, που αποκαλύφθηκαν στη διάρκεια των εργασιών για το Τραμ στην οδό Βασ.Γεωργίου Α’, μελετήθηκαν και καταχώθηκαν, ή άλλες σε ανοιχτά οικόπεδα δίπλα στις οδούς Ηρώων Πολυτεχνείου ή Σκουζέ, το ελληνιστικό θέατρο της Ζέας και άλλες αρχαιότητες αποκαθίστανται σιγά σιγά και μπαίνουν σε ένα πλάνο ενοποίησης (όπως εκείνο στην Μαρίνα της Ζέας). Το ταλαίπωρο παράλιο και οχυρωματικό του αρχαίου Πειραιά Κονώνειο Τείχος, που μέχρι πρόσφατα – και επί γενικής γραμματείας Ζαχόπουλου στο ΥΠΠΟ – λειτουργούσε ως βάση για τα τραπεζοκαθίσματα των ουζερί της Πειραϊκής, αλλού έχασκε κι αλλού «στολιζόταν» με γκραφίτι, φαίνεται ότι θα μπει σε τάξη.
Οι αρμόδιοι, μετά φανών και λαμπάδων, είχαν πανηγυρίσει πριν από κάποια χρόνια για την αξιοποίηση ενός μεγάλου σιλό στο κεντρικό λιμάνι ως περήφανου Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων και δη με υπερσύγχρονες προδιαγραφές (προβολές, πολυμέσα κ.λπ.) και σχεδιασμό. Ο διεθνής διαγωνισμός, που προκήρυξε το 2012 το ΥΠΠΟΤ και ο Οργανισμός Λιμένα Πειραιώς, κατέληξε στο α’ βραβείο «για τον ανασχεδιασμό του αποθηκευτικού σταθμού σιτηρών (SILO) και του περιβάλλοντος χώρου του, εμβαδού 90 στρεμμάτων, σε Μουσείο» για μια επιβλητική εκδοχή από τους Βαγγέλη Αντωνόπουλο, Θάλεια Βέττα, Γιώργο Γαβαλά, Μαρία Πυλαρινού, Μάρω Ρήγα, Αναστασία Σταμούλη. Το σχέδιο, που προέβλεπε και ένα τεράστιο κι εμφανέστατο κόκκινο στοιχείο σαν καράβι πάνω από την είσοδο, θα υλοποιούνταν, αλλά… Αν και θα έπρεπε να είχαν μεριμνήσει από την αρχή να ζητήσουν από τους επενδυτές να το υλοποιήσουν, οι αρμόδιοι περί τα αρχαιολογικά, το έκαναν έστω και αργά, με την παρούσα γνωμοδότηση του ΚΑΣ.
Ύστερα από όλα αυτά, νομικά ή όχι, καθυστερημένα ή έγκαιρα, με κριτήρια ή μη, που αλλάζουν ουσιαστικά την προβολή του «ριγμένου» εν πολλοίς, μέχρι σήμερα, Πειραιά και την προστασία της ιστορίας του, κι ύστερα από τόσες ιαχές «άρνησης», το μόνο που μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος είναι ποιος φοβάται, εν τέλει, τις αρχαιότητες του Πειραιά…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News