Μετά από κάποιες χρονιές με ρεκόρ θερμοκρασιών και ακραία καιρικά φαινόμενα, οι επιστήμονες του κλίματος –οι οποίοι κάποτε απέφευγαν να εμπλακούν στη δημόσια σφαίρα συζήτησης– χρησιμοποιούν πλέον σκληρή γλώσσα για να περιγράψουν την κατάσταση του διαρκώς υπερθεμαινόμενου πλανήτη.
Οι αναφορές σε «κλιματική έκτακτη ανάγκη» και «κλιματική κρίση», που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από ακτιβιστικές ομάδες όπως η Εξέγερση της Εξάλειψης, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή το Κίνημα της Ανατολής με έδρα τις ΗΠΑ, εκτινάσσονται στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Εν τω μεταξύ, η επικοινωνία των επιστημόνων με τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό εμπεριέχει ολοένα και περισσότερη ορφή και απελπισία.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Washington Post, την περασμένη Δευτέρα οι επιστήμονες κυκλοφόρησαν ένα έγγραφο που δείχνει ότι ο παγκόσμιος «προϋπολογισμός άνθρακα» –η ποσότητα των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που μπορεί ακόμα να εκπέμψει ο πλανήτης χωρίς να αυξήσει τις παγκόσμιες θερμοκρασίες πάνω από 1,5 βαθμούς Κελσίου– έχει συρρικνωθεί κατά ένα τρίτο.
Ο πλανήτης έχει πλέον μόλις έξι χρόνια, με τα τρέχοντα επίπεδα εκπομπών άνθρακα, μέχρι να ξεπεράσει αυτό το όριο θερμοκρασίας. Ο Τιμ Λέντον, καθηγητής Επιστήμης των Συστημάτων της Γης στο Πανεπιστήμιο του Εξετερ, λέει ότι το 2023 είναι γεμάτο με θερμοκρασίες τόσο πολύ πέρα από τις νόρμες, που «είναι πολύ δύσκολο να τις εκλογικεύσεις – δεν ταιριάζουν σε ένα απλό στατιστικό μοντέλο».
Ο Λέντον δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει όρους όπως «έκτακτη ανάγκη» ή «κλιματική και οικολογική κρίση», οι οποίοι έχουν διαχυθεί και στις ακαδημαϊκές εκδόσεις. Μόλις το 2015, μόνο 32 εργασίες στη βάση δεδομένων έρευνας του ιστοτόπου Web of Science περιλάμβαναν τον όρο «κλιματική έκτακτη ανάγκη». Το 2022, 862 έγγραφα περιείχαν τη φράση.
Η κατάσταση δεν ήταν πάντα έτσι. Στη δεκαετία του 2000, ακόμη και στις αρχές του 2010, οι περισσότεροι επιστήμονες απέφευγαν να κάνουν οποιεσδήποτε δηλώσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «πολιτικού» χαρακτήρα. Υπήρχε διάχυτος ο φόβος ότι αν χρησιμοποιούσαν γλώσσα πολιτικού εκφοβισμού, το κοινό δεν θα τους εμπιστευόταν.
Η Σούζαν Τζόι Χάσολ, ειδική στην επιστημονική επικοινωνία, που έχει συνεργαστεί με κλιματικούς ερευνητές για πολλά χρόνια, λέει ότι ακόμα και πριν από μια δεκαετία οι επιστήμονες του κλίματος δεν ήταν σίγουροι ποιος ήταν ο ρόλος τους στην επικοινωνία των κινδύνων από την αύξηση της θερμοκρασίας. Τώρα αυτό έχει αλλάξει. «Εχουμε φτάσει σε αυτό το στάδιο της κρίσης» εξηγεί.
Είναι γεγονός ότι οι εκπομπές εξακολουθούν να μη μειώνονται – και η πολιτική δεν έχει ανταποκριθεί αρκετά γρήγορα στην πρόκληση. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με τη χρήση καυσίμων συνέχισαν να αυξάνονται ακόμη και μετά τη σύντομη ύφεση της πανδημίας. Καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής κλιμακώνονται, οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η γλώσσα τους έχει αλλάξει ώστε να ανταποκριθεί στην κρισιμότητα της στιγμής.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του κλίματος, όταν πρόκειται για όρους όπως «κλιματική έκτακτη ανάγκη», υπάρχει λίγη στρατηγική και πολλή ειλικρίνεια. Ενώ οι επιστήμονες εξακολουθούν να συζητούν πόσο η αύξηση της θερμοκρασίας επιταχύνεται, καθίσταται σαφές ότι οι επιπτώσεις γίνονται πιο αισθητές και εμφανείς στην καθημερινή ζωή.
Η Χάσολ πιστεύει ότι η αλλαγή της ρητορικής έχει μια μια απλή εξήγηση. Στη δεκαετία του 2000 η κλιματική αλλαγή δεν ήταν ακόμα σε επίπεδο έκτακτης ανάγκης. Θυμάται μια έκθεση του 2009 με τίτλο «Διάγνωση της Κοπεγχάγης», η οποία ανέλυε την κλιματική επιστήμη μέχρι τότε και έθετε προτάσεις για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Εάν οι παγκόσμιες κυβερνήσεις είχαν ενεργήσει γρήγορα, ο κόσμος θα χρειαζόταν μόνο να μειώσει τις εκπομπές κατά λίγο πάνω από 3% ετησίως. Αν, αντιθέτως, οι κυβερνήσεις δεν ξεκινούσαν τη μετάβαση μέχρι το 2020, οι περικοπές θα έπρεπε να είναι πολύ πιο απότομες – έως και 9% ετησίως.
Παρά τη σύντομη ανάπαυλα στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η πορεία της ανθρωπότητας έχει πλησιάσει πιο κοντά στην απαισιόδοξη εκδοχή του 9%. Ταυτόχρονα, πολλοί επιστήμονες συνειδητοποιούν ότι ακόμη και η καλύτερη επικοινωνία στον κόσμο δεν αρκεί για να ξεπεραστεί η αδράνεια ενός ενεργειακού συστήματος που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα — και η αντίσταση των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
«Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι επιστήμονες δεν επικοινώνησαν τις προκλήσεις αρκετά καθαρά» καταλήγει η Χάσολ. «Τις επικοινωνήσαμε πολύ ξεκάθαρα για όποιον ήθελε να ακούσει το μήνυμα». Το πρόβλημα, όπως συμβαίνει συνήθως, είναι ότι το κοινό –και ιδιαίτερα τα μεγάλα συμφέροντα στον χώρο των καυσίμων– δεν είχαν τα αυτιά τους τεντωμένα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News