Eπειτα από περισσότερο από δυόμισι χρόνια πολέμου, αυξάνονται όσοι υποστηρίζουν πως οι ελλείψεις στρατευμάτων αλλά και η εξάντληση θα μπορούσαν, εν τέλει, να αναγκάσουν τους απρόθυμους Πούτιν και Ζελένσκι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ποιος, όμως, θα μπορούσε να κάνει την πρώτη κίνηση; Το ερώτημα θέτει σε εκτενή ανάλυσή του ο γνωστός βρετανός δημοσιογράφος Μαρκ Ερμπαν, πρώην διπλωματικός συντάκτης του BBC (επί σχεδόν μία τριακονταετία) και νυν σχολιαστής των Sunday Times με ειδίκευση στην Αμυνα και στις εξωτερικές υποθέσεις.
Το πρώτο που σημειώνει είναι πως το τελευταίο διάστημα λαμβάνονται ενδείξεις ότι η σύρραξη στην Ουκρανία ενδέχεται να εισέρχεται σε μια «τελική, τεταμένη, φάση. Υπήρξαν κάποιες ανεπαίσθητες αλλά σημαντικές αλλαγές, περιλαμβανομένων σημαδιών εξάντλησης σε αμφότερες τις πλευρές».
Αναφέρει σχετικά πως η αυστηρή προειδοποίηση του Πούτιν, την προηγούμενη Πέμπτη, προς τη Δύση, να μην ανάψει το πράσινο φως για χρήση Δυτικών οπλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς εναντίον στόχων εντός της Ρωσίας, «μπορεί να θεωρηθεί ως επιβεβαίωση της νευρικότητάς του επειδή η κατάσταση ενδέχεται να φτάνει σε ένα σημείο καμπής, αλλά όχι προς όφελός του».
Παρομοίως, η δήλωση του βρετανού πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ την Παρασκευή, καθ’ οδόν προς την Ουάσινγκτον, περί «σημαντικών εξελίξεων, πιθανώς τις επόμενες εβδομάδες και μήνες», υποδεικνύει, σύμφωνα με τον Μαρκ Ερμπαν, μια απογοήτευση για το συνεχιζόμενο αδιέξοδο αλλά και την επιθυμία να δοθεί σύντομα ένα τέλος. Το ζήτημα, όμως, είναι πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό.
«Η στρατιωτική και πολιτική δυναμική είναι τόσο περίπλοκη, που η εύρεση ενός τρόπου τερματισμού αυτής της σύρραξης, είτε με τη μορφή κατάπαυσης του πυρός είτε με κάτι πιο ολοκληρωμένο, μπορεί να παρομοιαστεί με μια παρτίδα τρισδιάστατου σκάκι» υποστηρίζει ο βρετανός σχολιαστής.
Ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν σημαντικές ελλείψεις στρατευμάτων, ενώ υποφέρουν από τις επιθέσεις με πυραύλους και drones σε σημαντικές υποδομές. Σε αυτό το πλαίσιο, μια απόπειρα, τον περασμένο μήνα, του Κατάρ να μεσολαβήσει με στόχο να σταματήσουν οι δυο εμπόλεμες χώρες να πλήττουν ενεργειακές υποδομές η μία της άλλης, οδήγησε τη Ρωσία και την Ουκρανία στην πρώτη ουσιαστική διπλωματική εμπλοκή τους εδώ και πολλούς μήνες.
Διχασμένοι μεταξύ πολέμου και διαπραγματεύσεων οι Ουκρανοί
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αντιλαμβανόμενος πόσο σημαντική είναι η παρούσα φάση και επιδιώκοντας να ενισχύσει τη θέση του ενόψει ενός (όποιου) πιθανού τέλους, χαρακτήρισε τη μεγάλης κλίμακας ουκρανική εισβολή στη Ρωσία, που άρχισε τον προηγούμενο μήνα, ως «μέρος του σχεδίου μας για τη νίκη». Ωστόσο κάθε άλλο παρά σίγουρο είναι πως το παράτολμο αυτό εγχείρημα θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του Κιέβου, ενώ ο ουκρανός πρόεδρος πιθανότατα θα κληθεί σύντομα να λάβει δύσκολες αποφάσεις.
Επ’ αυτού ο Μαρκ Ερμπαν σημειώνει ότι είναι δύσκολο για πολλούς Ουκρανούς να σκεφτούν, πόσω μάλλον να αποδεχτούν, έναν συμβιβασμό. Ενδεικτικά, γράφει πως πριν από έναν χρόνο ρώτησε την αδερφή ενός πεσόντα ουκρανού στρατιώτη πώς θα μπορούσε να τερματιστεί ο πόλεμος, και εκείνη του απάντησε πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνον αφού εξοντωθεί και ο τελευταίος από τους ρώσους εισβολείς. «Θέλω απλώς όλους τους Ρώσους νεκρούς, τους μισώ με όλη μου την καρδιά και την ψυχή» ανέφερε η πενθούσα Ουκρανή, και αποτελεί γεγονός ότι πολλοί συμπατριώτες της συμμερίζονται τα συναισθήματά της.
Σταδιακά, όμως, άρχισε να αυξάνεται ο αριθμός των Ουκρανών που τάσσονται υπέρ των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία, φτάνοντας στο 43% σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενεργήθηκε τον περασμένο Ιούνιο. Αλλά την ίδια ώρα οι περισσότεροι Ουκρανοί εξακολουθούν να εκφράζουν την αποφασιστικότητά τους να μην υποκύψουν στους όρους για ειρήνη που προσπάθησε να επιβάλει ο Πούτιν. Αντιτίθενται σθεναρά στο ενδεχόμενο να αποδεχτούν επίσημα την κατάκτηση μεγάλων τμημάτων της επικράτειάς τους από τους Ρώσους, ενώ επιθυμούν επίσης να διατηρήσουν την απόλυτη ελευθερία τους όσον αφορά την πιθανότητα μελλοντικής ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και στο ΝΑΤΟ.
Αυτό το «βαθιά διατηρημένο συναίσθημα», όπως το χαρακτηρίζει ο Μαρκ Ερμπαν, συνέβαλε στη συνέχιση του πολέμου, αποκλείοντας συγχρόνως, από τα μέσα του 2022, κάθε πιθανότητα εξεύρεσης μιας λύσης μέσω της ουσιαστικής διπλωματίας. Ομως, ακόμη και εν μέσω των σκληρών εχθροπραξιών, υπήρξαν κάποιες επαφές δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των δύο πλευρών, για την ανταλλαγή αιχμαλώτων για παράδειγμα.
Ρωτώντας πέρυσι ο βρετανός δημοσιογράφος μια Ουκρανή πώς θα μπορούσε να τερματιστεί ο πόλεμος, εκείνη είχε εστιάσει την απάντησή της στην επιστροφή του Σβιάτοσλαβ, του συζύγου της, ο οποίος είχε αιχμαλωτιστεί στο Ντονμπάς λίγες εβδομάδες μετά τη ρωσική εισβολή. Τελικά ο ουκρανός μαχητής επέστεψε στην πατρίδα και στην οικογένειά του τον περασμένο Φεβρουάριο, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας για ανταλλαγή δεκάδων αιχμαλώτων μεταξύ των δύο εμπόλεμων χωρών, που επιτεύχθηκε με τη διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Οπως οι περισσότεροι από τους ουκρανούς μαχητές που επιστρέφουν στα σπίτια τους, είτε από το πεδίο είτε από την αιχμαλωσία, ο Σβιάτοσλαβ θεωρεί πως έκανε το καθήκον του προς την πατρίδα του και δεν πρόκειται να επιστρέψει στην πρώτη γραμμή.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι αυξάνονται, τόσο η κόπωση όσο και η δυσαρέσκεια μεταξύ των πολιτών της Ουκρανίας. Εκατοντάδες χιλιάδες παραμένουν στο εξωτερικό, αποφεύγοντας τη στράτευση, και από εκείνους που υπηρετούν 19.000 αντιμετώπισαν κατηγορίες για λιποταξία ή εγκατάλειψη των θέσεών τους στις αρχές του τρέχοντος έτους.
Μεγάλο το κόστος και για τις δύο πλευρές
Τον περασμένο Μάιο τέθηκε σε ισχύ ένας νέος νόμος για την επιστράτευση, ως απάντηση στα αιτήματα του στρατού για έως και 500.000 νέους στρατιώτες, με στόχο την αντικατάσταση των νεκρών και των τραυματιών αλλά και την επιστροφή των εξουθενωμένων από τον πόλεμο στρατιωτών στις οικογένειές και στα σπίτια τους. Αλλά το Κίεβο απέχει ακόμη πολύ από τον στόχο του μισού εκατομμυρίου νέων μαχητών, ενώ υπήρξαν παράπονα από μονάδες της πρώτης γραμμής ότι οι νέοι καταταγέντες στερούνται κινήτρων, φτάνοντας ορισμένοι στο σημείο να αρνούνται ακόμη και να πολεμήσουν.
«Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ένα ζοφερό καλοκαίρι για τον ουκρανικό στρατό σε μεγάλο μέρος της περιοχής του Ντονμπάς, του κύριου πεδίου μάχης στα ανατολικά, με τους Ρώσους να πλησιάζουν πλέον στον σημαντικό κόμβο μεταφορών του Ποκρόβσκ. Σε πολλές μονάδες η αποτελεσματική ισχύς μειώνεται στο ένα τρίτο ή ακόμα και στο ένα τέταρτο. Η επίθεση της Ουκρανίας στο Κουρσκ, η οποία αιφνιδίασε τους Ρώσους όταν εξαπολύθηκε στις αρχές Αυγούστου, είναι μέρος της στρατηγικής του Ζελένσκι για να προσφέρει κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως νίκη, προτού αρχίσει ένας πολύ σκληρός χειμώνας» συνοψίζει ο σχολιαστής των Sunday Times.
Οσο για τη Ρωσία, οι δυνάμεις της έχουν σημειώσει νίκες κατά τόπους, αλλά με τεράστιο κόστος: οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες εκτιμούν ότι μόνο τους δύο προηγούμενους μήνες έχασαν περίπου 65.000 άνδρες. Ο Μαρκ Ερμπαν εξηγεί πως ο τερματισμός μιας σύρραξης γίνεται δυνατός όταν τα εμπόλεμα μέρη καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να κερδίσουν περισσότερα πολεμώντας. Συμβαίνει, όμως, αυτό στην Ουκρανία;
Μεγάλο μέρος των βασικών υποδομών της χώρας έχει υποστεί σοβαρές ζημιές. Τους προηγούμενους μήνες η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη τις καθυστερήσεις στην παράδοση Δυτικών συστημάτων αεράμυνας στο Κίεβο, σφυροκόπησε το ηλεκτρικό δίκτυο της Ουκρανίας, καταστρέφοντας εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου και μειώνοντας κάποια στιγμή στο μισό την ικανότητά της να παράγει ηλεκτρική ενέργεια.
Οι διακοπές ρεύματος, που ήδη ταλανίζουν τους Ουκρανούς, θα μπορούσαν να ενταθούν καθώς ο καιρός θα ψυχραίνει. Το ότι τον προηγούμενο μήνα οι δύο πλευρές επρόκειτο να συναντηθούν στο Κατάρ με στόχο την απαγόρευση στόχευσης ενεργειακών υποδομών καταδεικνύει, καταρχάς, την ολοένα αυξανόμενη ανησυχία του Ζελένσκι ενόψει του επερχόμενου χειμώνα, αλλά και ότι η Μόσχα πιθανώς να σκέφτεται μια κάποιου είδους διπλωματική διαδικασία.
Προφανώς, οι Ρώσοι ανέβαλαν τις συνομιλίες (θα πραγματοποιούνταν στις 22 Αυγούστου) εξαιτίας της ουκρανικής εισβολής στο Κουρσκ. Ωστόσο, η Washington Post, που αποκάλυψε πρώτη τον διαμεσολαβητικό ρόλο του Κατάρ, έγραψε ότι «ορισμένοι που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, ευελπιστούσαν ότι αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια περιεκτική συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου».
Οσον αφορά τη συνέχεια, ουκρανοί διπλωμάτες δηλώνουν εδώ και μήνες ότι είναι ανοιχτοί σε έμμεσες συνομιλίες, πιθανώς στην Τουρκία ή σε κάποιο από τα κράτη του Κόλπου. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι αν άλλαξαν οι απόψεις του Κρεμλίνου επί του ζητήματος.
Με τη βοήθεια του Ιράν και της Κίνας οι Ρώσοι κατάφεραν να αυξήσουν την παραγωγή οπλικών συστημάτων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν αντιμετωπίζουν και αυτοί προβλήματα ενόψει συνέχειας του πολέμου. Οπως και για την Ουκρανία, το κύριο πρόβλημά τους είναι ότι δεν διαθέτουν αρκετούς εκπαιδευμένους στρατιώτες ώστε να εξασφαλιστεί η υπεροχή των ρωσικών δυνάμεων στο πεδίο. Ο Μαρκ Ερμπαν επικαλείται ανώτερο Δυτικό αξιωματούχο, ο οποίος, μελετώντας τις μάχες του φετινού καλοκαιριού, υποστήριξε ότι «μπορεί να μην είναι ευρέως κατανοητό, αλλά οι Ρώσοι δεν βρίσκονται σε καλό δρόμο».
Προβληματισμένος ο Πούτιν
Ο Πούτιν είναι απρόθυμος να κηρύξει άλλη μια γενική επιστράτευση, όπως έκανε τον Σεπτέμβριο του 2022, γι’ αυτό το Κρεμλίνο καταφεύγει σε μισθοφορικές δυνάμεις, ενώ αυξάνονται σταθερά οι αμοιβές και τα μπόνους των συμβασιούχων στρατιωτών, με τις ετήσιες αποδοχές τους να φτάνουν στα 5,2 εκατ. ρούβλια (σχεδόν 52.000 ευρώ).
Ωστόσο, παρά τον έλεγχο των κρατικών μέσων ενημέρωσης, οι ρώσοι πολίτες γνωρίζουν αρκετά για τις φρικτές συνθήκες που επικρατούν στο μέτωπο, όπου εξακολουθούν να καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις, παρά τις υψηλές αμοιβές που προσφέρονται σε όσους επιλέγουν να πολεμήσουν. Η βρετανική κυβέρνηση εκτιμά πως ο πόλεμος έχει κοστίσει στη Ρωσία τουλάχιστον 600.000 νεκρούς και βαριά τραυματίες, ενώ οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους συγγενείς των νεκρών, καθώς και η στήριξη των τραυματιών, έχουν αρχίσει να επιβαρύνουν σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό.
«Αν ο Πούτιν ήλπιζε ότι οι τεράστιες απώλειες του στρατού του αυτό το καλοκαίρι θα είχαν αποφασιστικό αποτέλεσμα, θα πρέπει να είναι απογοητευμένος» σημειώνει ο Μαρκ Ερμπαν επικαλούμενος Δυτικό αξιωματούχο ο οποίος, επισημαίνοντας την εξουθένωση των ρωσικών δυνάμεων, εξήγησε πως «ενώ σημείωσαν κάποιες επιτυχίες σε τοπικό επίπεδο αυτό το καλοκαίρι, δεν μπόρεσαν να τις εκμεταλλευθούν έτσι ώστε να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη».
Ζήτημα για το Κρεμλίνο αποτελεί και η κλιμακούμενη εκστρατεία κρούσης της Ουκρανίας εναντίον βασικών ρωσικών υποδομών, όπως ενεργειακές εγκαταστάσεις, αεροδρόμια και αποθήκες ανεφοδιασμού. Τον προηγούμενο μήνα επλήγησαν τουλάχιστον πέντε αεροδρόμια, εκατοντάδες χιλιόμετρα από την πρώτη γραμμή. Θέλοντας να αναδείξει τις δυνατότητες της πατρίδας του, ο επικεφαλής της ουκρανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών είπε ότι η χώρα του χρησιμοποιεί πλέον μη επανδρωμένα αεροσκάφη με ακτίνα δράσης 1.800 χλμ.. Μόνο την περασμένη Τρίτη η Ουκρανία εκτόξευσε 144 από αυτά τα drones μεγάλης εμβέλειας, με πολλά να φτάνουν στην περιφέρεια της Μόσχας.
Προφανώς, όπως σημειώνει στην ανάλυσή του ο Μαρκ Ερμπαν, αυτό επιδρά αρνητικά, και το ενδιαφέρον που έδειξαν για το διαπραγματευτικό κανάλι του Κατάρ δείχνει ότι οι Ρώσοι θα ήθελαν να βρουν έναν τρόπο ώστε να σταματήσει.
Το αίτημα του Ζελένσκι για χρήση Δυτικών οπλικών συστημάτων εναντίον στόχων βαθιά εντός της ρωσικής επικράτειας αποσκοπεί στο να φέρει το Κρεμλίνο σε ακόμη πιο δύσκολη θέση. Οπως εξηγεί ο Ερμπαν, αυτά τα όπλα είναι απίθανο να αποδειχτούν αποφασιστικά, καθώς ο αριθμός τους θα είναι περιορισμένος, αλλά εκτιμάται πως θα επιτρέψουν στους Ουκρανούς να προβούν σε μια σειρά ενεργειών σχεδιασμένων να πλήξουν σημαντικά τη Ρωσία και να οδηγήσουν τα πράγματα σε μια αποφασιστική καμπή.
«Κλειδί» η στάση του Μπάιντεν και οι εκλογές στις ΗΠΑ
Φυσικά, οι εξελίξεις στην Ουκρανία θα εξαρτηθούν σημαντικά και από την έκβαση των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Η ευρέως διαδεδομένη άποψη μεταξύ των Δυτικών αναλυτών είναι ότι ο Πούτιν θα περιμένει το αποτέλεσμα πριν αποφασίσει τι θα κάνει. Σε περίπτωση επικράτησης της Κάμαλα Χάρις, η οποία υπόσχεται να συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία, ο ρώσος πρόεδρος θα μπορούσε να επιδιώξει μια κατάπαυση πυρός, προσπαθώντας να «παγώσει» τα κεκτημένα του στο Ντονμπάς και εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα χρόνο ώστε η πατρίδα του να φροντίσει τις πληγές της και να ανασυντάξει τις δυνάμεις της.
Ωστόσο, για τον Ζελένσκι οι πολιτικοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν πίσω από μια πιθανή κατάπαυση πυρός είναι προφανείς. «Η διακοπή του πολέμου χωρίς έναν αξιόπιστο οδικό χάρτη για την ανάκτηση των κατεχόμενων εδαφών θα φαινόταν ως προδοσία σε όλους εκείνους που έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, αλλά οι εσωτερικές πιέσεις να σταματήσει τον πόλεμο και η διστακτικότητα ορισμένων Δυτικών συμμάχων θα γίνουν επίσης έντονα αισθητές» γράφει ο Μαρκ Ερμπαν.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, σημειώνει πως ορισμένοι βρετανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι η εξάντληση των ρωσικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον του Τζο Μπάιντεν για την υστεροφημία του, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επίτευξη μιας εκεχειρίας στα τέλη του τρέχοντος έτους. Και πράγματι, την προηγούμενη Παρασκευή ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος αρνήθηκε να ανάψει το πράσινο φως για επιθέσεις εντός της Ρωσίας με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς αμερικανικής κατασκευής, υποδηλώνοντας έτσι μια πρόθεση να μην προκληθεί σημαντική διπλωματική ζημιά.
«Ο Μπάιντεν μπορεί να διακρίνει την ευκαιρία να τερματίσει τις μάχες, και αυτό θα μπορούσε να προσφέρει ανακούφιση σε πολλούς. Αλλά θα μπορούσε απλώς να αναβάλει την απάντηση στο μεγαλύτερο ερώτημα που πρέπει μια μέρα να απαντηθεί: πώς θα τελειώσουν όλα αυτά», αναφέρει ο σχολιαστής των Sunday Times.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News