Σε ηλικία 92 ετών πέθανε την Παρασκευή ο Ντάνιελ Ελσμπεργκ, ο άνθρωπος που διοχέτευσε στον Τύπο τα απόρρητα «Eγγραφα του Πενταγώνου» για τον πόλεμο του Βιετνάμ, αποκαλύπτοντας την απάτη της αμερικανικής κυβέρνησης και πυροδοτώντας ταυτόχρονα μια από τις σημαντικότερες μάχες για την ελευθερία του Τύπου .
Ο πρώην στρατιωτικός αναλυτής είχε διαγνωστεί τον Φεβρουάριο με καρκίνο στο πάγκρεας που δεν επιδεχόταν χειρουργική επέμβαση. Πέθανε στο σπίτι του στο Κένσινγκτον της Καλιφόρνιας, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.
Πολλά χρόνια πριν από τον Εντουαρντ Σνόουντεν και τα WikiLeaks, που αποκάλυψαν κρατικά μυστικά στο όνομα της διαφάνειας, ο Ελσμπεργκ κατέδειξε στους Αμερικανούς ότι η κυβέρνησή τους ήταν ικανή να τους παραπλανήσει λέγοντάς τους ψέματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπερασπιζόταν τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Η ιστορία του παρουσιάστηκε στην ταινία του 2017 «The Post».
Ο Ελσμπεργκ απευθύνθηκε στα μέσα ενημέρωσης το 1971 ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να επισπεύσει το τέλος του Πολέμου του Βιετνάμ. Εγινε έτσι στόχος μιας εκστρατείας λάσπης από τον Λευκό Οίκο του τότε προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Χένρι Κίσινγκερ, τότε σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου, τον χαρακτήριζε ως «τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο στην Αμερική, και πρέπει να τον σταματήσουμε με κάθε τρόπο».
Οταν στάλθηκε στη Σαϊγκόν, εκ μέρους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Ελσμπεργκ είχε ήδη ένα εντυπωσιακό βιογραφικό: είχε τρία πτυχία από το Χάρβαρντ, υπηρέτησε στους Πεζοναύτες και εργάστηκε στο Πεντάγωνο και στον αμερικανικό οργανισμό έρευνας και ανάπτυξης RAND Corporation, ένα ινστιτούτο μελετών που ασκούσε μεγάλη επιρροή.
Εκείνη την εποχή ήταν υποστηρικτής του Ψυχρού Πολέμου και «γεράκι» του Βιετνάμ. Στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 2003 με τον τίτλο «Μυστικά: Αναμνήσεις από το Βιετνάμ και τα Εγγραφα του Πενταγώνου», παραδέχτηκε ότι βρισκόταν μόλις μία εβδομάδα στη Σαϊγκόν (η θητεία του θα ήταν διετής) όταν αντιλήφθηκε ότι οι ΗΠΑ είχαν εμπλακεί σε έναν πόλεμο που δεν θα κέρδιζαν.
Στο μεταξύ, κατ’ εντολή του υπουργού Αμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα, στελέχη του Πενταγώνου συνέτασσαν κρυφά μια έκθεση 7.000 σελίδων για την ανάμιξη των ΗΠΑ στο Βιετνάμ από το 1945 μέχρι το 1967. Οταν την ολοκλήρωσαν, δύο από τα 15 αντίγραφα στάλθηκαν στο RAND Corporation, όπου είχε επιστρέψει και εργαζόταν ο Έλσμπεργκ.
Εχοντας μια διαφορετική αντίληψη για τον πόλεμο, ο Ελσμπεργκ άρχισε να συμμετέχει σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Είπε ότι είχε την ιδέα να κάνει αντίγραφα των Εγγράφων του Πενταγώνου αφού άκουσε έναν διαδηλωτή να λέει ότι ανυπομονεί να πάει στη φυλακή επειδή είχε αρνηθεί τη στράτευση.
Ο Ελσμπεργκ άρχισε τότε να βγάζει κρυφά την απόρρητη μελέτη από τα γραφεία του RAND και να κάνει αντίγραφα με ένα νοικιασμένο φωτοτυπικό, με τη βοήθεια του 13χρονου γιου του και της 10χρονης κόρης του. Πήρε τα έγγραφα μαζί του όταν μετακόμισε στη Βοστόνη για να εργαστεί στο ΜΙΤ και τα φύλαξε για ενάμιση χρόνο, μέχρι που έδωσε κάποιες σελίδες στην εφημερίδα New York Times. Η εφημερίδα δημοσίευσε ένα πρώτο μέρος των Εγγράφων του Πενταγώνου στις 13 Ιουνίου 1971.
Η κυβέρνηση Νίξον ζήτησε από έναν δικαστή να σταματήσει τη ροή των δημοσιευμάτων επικαλούμενη τον νόμο περί κατασκοπείας. Ο Ελσμπεργκ έδωσε τότε τα έγγραφα στην Washington Post και σε καμιά δεκαριά άλλες εφημερίδες. Περίπου τρεις εβδομάδες μετά το πρώτο δημοσίευμα, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση εναντίον των New York Times έκρινε ότι ο Τύπος είχε το δικαίωμα να δημοσιεύσει την έκθεση.
Τα έγγραφα αποκάλυπταν ότι αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι ΗΠΑ πιθανότατα δεν μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο και ότι ο πρόεδρος Τζον Κένεντι ενέκρινε τα σχέδια ενός πραξικοπήματος για την ανατροπή της ηγεσίας του Νοτίου Βιετνάμ. Ο διάδοχος του Κένεντι, Λίντον Τζόνσον, σχεδίαζε να διευρύνει τον πόλεμο βομβαρδίζοντας το Βόρειο Βιετνάμ, μολονότι είχε δηλώσει προεκλογικά ότι δεν θα το έκανε.
Τα έγγραφα μιλούσαν επίσης για τους μυστικούς βομβαρδισμούς των ΗΠΑ στην Καμπότζη και το Λάος και αποκάλυπταν ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που παραδέχονταν οι Αρχές.
Οι NYT δεν αποκάλυψαν ποτέ ποιος διέρρευσε τα έγγραφα, αλλά το FBI κατέληξε πολύ γρήγορα στο όνομα του Ελσμπεργκ, ο οποίος κρύφτηκε για δύο εβδομάδες και στη συνέχεια παραδόθηκε, στη Βοστόνη.
«Αισθάνθηκα ότι, ως αμερικανός πολίτης, ως υπεύθυνος πολίτης, δεν μπορούσα πλέον να συνεργάζομαι στην απόκρυψη αυτών των πληροφοριών από το αμερικανικό κοινό» είχε δηλώσει τότε ο ίδιος, τονίζοντας ότι ήταν «προετοιμασμένος να υποστεί όλες τις συνέπειες» της πράξης του. Μετάνιωσε μόνο επειδή δεν διέρρευσε τα έγγραφα νωρίτερα.
Μολονότι τα Εγγραφα του Πενταγώνου δεν άγγιζαν την κυβέρνηση του Νίξον και τον τρόπο που χειρίστηκε το Βιετνάμ, οι Υδραυλικοί του Λευκού Οίκου, η μυστική ομάδα Ειδικών Ερευνών που αργότερα οργάνωσε τη διάρρηξη στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο Γουότεργκεϊτ, διατάχθηκαν να σταματήσουν τις διαρροές και να δυσφημίσουν τον Ελσμπεργκ.
Δυόμισι μήνες μετά τα πρώτα δημοσιεύματα, δύο άνδρες που θα γίνονταν αργότερα γνωστοί λόγω του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, οι Τζ. Γκόρντον Λίντι και Ε. Χάουαρντ Χαντ, διέρρηξαν το γραφείο του ψυχιάτρου του Ελσμπεργκ προς αναζήτηση ενοχοποιητικών στοιχείων.
Ο Ελσμπεργκ και ένας συνάδελφός του στο RAND κατηγορήθηκαν εντέλει για κατασκοπεία, κλοπή και συνωμοσία. Ομως στη δίκη, το 1973, η υπόθεση απορρίφθηκε όταν αποκαλύφθηκαν οι κυβερνητικές παρατυπίες και η διάρρηξη.
Τα επόμενα χρόνια ο Ελσμπεργκ έγραψε βιβλία και έδωσε διαλέξεις υπέρ της διαφάνειας και κατά της διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Υπερασπίστηκε τον Εντουαρντ Σνόουντεν λέγοντας ότι δεν έκανε τίποτα κακό όταν μοίρασε σε δημοσιογράφους χιλιάδες απόρρητα κυβερνητικά έγγραφα για τις παρακολουθήσεις πολιτών από αμερικανικές υπηρεσίες. Είπε επίσης ότι θεωρεί ηρωίδα τη στρατιώτη Τσέλσι Μάνινγκ, που έδωσε χιλιάδες έγγραφα στον ιστότοπο WikiLeaks.
Τα κάποτε άκρως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυψε ο Ελσμπεργκ υπάρχουν πλέον στο διαδίκτυο και μπορεί να τα διαβάσει ο καθένας στην εξής διεύθυνση: http://www.archives.gov/research/pentagon-papers/.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News