Η υγειονομική περιπέτεια διαρκείας στην οποία εισήλθε η ανθρωπότητα από τις αρχές του έτους με τη βοήθεια του ιού που διέσπειρε η Γουχάν απέσπασε την προσοχή όλων από ένα σημαντικό για το μέλλον μας ζήτημα: από την απειλητική υπερθέρμανση της Γης.
Ειδικά για τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων η ζωή γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη κατά τους θερινούς μήνες, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες σημειώνουν συνέχεια ιστορικά ρεκόρ. Υπάρχουν όμως και αποτελεσματικές αντιδράσεις στο φαινόμενο, που κατεβάζουν τη θερμοκρασία και τις οποίες διάφορα Μέσα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ αποκαλούν πλέον «στρατηγικές των πόλεων» με σκοπό «την άμυνα απέναντι στη ζέστη».
Το καλοκαίρι στη μεγάλη πόλη είναι πάντα πιο θερμό και μάλλον πιο υγρό εξαιτίας της λειτουργίας των ακατάπαυστης λειτουργίας κλιματιστικών. Αν κοιτάξει κανείς τι έγραψαν τα θερμόμετρα, θα διαπιστώσει ότι την περασμένη εβδομάδα στο Λονδίνο η θερμοκρασία ξεπέρασε τους 34 βαθμούς Κελσίου σε ένα σερί έξι συνεχόμενων ημερών. Τέτοια ζέστη είχε να κάψει το λονδρέζικο περιβάλλον από το 1961.
Στην Ιταλία τα τελευταία 60 χρόνια η μέση θερμοκρασία αυξήθηκε κατά μέσον όρο 2,2 βαθμούς Κελσίου, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις το Μπρίντιζι (αύξηση 3,1 βαθμών), τη Ρώμη (3 βαθμοί), το Μιλάνο (2,8), κ.λπ. Οι πόλεις αυτές, λόγω πυκνότητας πληθυσμού, οικοδόμησης και άλλων παραγόντων, υπερθερμάνθηκαν σε σχέση με τις περιοχές που τις περιβάλλουν. Εγιναν «νησίδες» θερμότητας, όπως λέγεται.
Σε γενικές γραμμές η υπερθέρμανση του πλανήτη αύξησε την ένταση και τη συχνότητα των κυμάτων θερμότητας, κάτι που θεωρείται ως ένα από τα πλέον επιβλαβή για την υγεία μας ατμοσφαιρικά φαινόμενα. Οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις προσπαθούν να αμυνθούν. Και υπάρχουν παραδείγματα.
Η Βαρκελώνη επικεντρώνεται στη δενδροφύτευση. Η ισπανική μεγαλούπολη έχει ήδη 1,4 εκατομμύρια δέντρα μέσα στα δημοτικά όριά της, ενώ υλοποιεί και ένα εικοσαετές σχέδιο που στοχεύει στην αύξηση του ποσοστού δενδροφύτευσης με φυτά ανθεκτικά και ικανά να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή.
Το Παρίσι στοχεύει στην αύξηση των χώρων πρασίνου με δημιουργία κηπαρίων και κήπων με ένα ειδικό πρόγραμμα που δεν περιφρονεί ακόμη και τον χώρο των πεζοδρομίων ή όποιο άλλο μικρό κομμάτι δημόσιας γης. Οι πολίτες ενθαρρύνονται να εφαρμόσουν και το πρόγραμμα που προβλέπει «πράσινη στέγη», δηλαδή κάλυψη των σκεπών των νέων οικοδομών με πράσινο, ώστε να μειωθεί η θερμοκρασία τους, η οποία με τη σειρά της μειώνει και την ατμοσφαιρική.
Το Μιλάνο υιοθέτησε πρόσφατα μία παρόμοια στρατηγική, αφού πρώτα «χαρτογράφησε» τις στέγες της πόλης. Ο δήμος του Μιλάνου εκτιμά ότι έως και 10 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα θα μπορούσαν να πρασινίσουν, έτσι από πέρσι έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα για τις απαιτούμενες μετατροπές των στεγών σε «πράσινες». Στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνονται μεγάλα δημόσια κτίρια, νοσοκομεία, κ.ά.
Η Βιέννη δημιούργησε ένα δίκτυο «δροσερών δρόμων» χωρίς αυτοκίνητα. Η Νίκαια, στην Κυανή Ακτή, εφαρμόζει την παραδοσιακή μέθοδο του καταβρέγματος των δρόμων, κ.ά.
Οι «πράσινες στέγες» είναι ένα παλαιό όνειρο αστικής ανάπλασης. Μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα, όπως το Σικάγο, είχαν αναλάβει να «πρασινίσουν» το τοπίο τους ήδη από τη δεκαετία του ’80 όταν ανέπτυξαν πρώτη φορά την εν λόγω δραστηριότητα. Αλλες μεγάλες πόλεις, όπως το Τορόντο, έχουν υιοθετήσει έναν «πράσινο» νόμο που απαιτεί από τα νέα κτίρια κατοικιών να καλύπτουν το 50% της στέγης τους με πράσινο. Πλέον στη Γερμανία το 10% των σπιτιών έχουν «πράσινες στέγες». Οι ειδικοί αρχιτέκτονες αποφαίνονται ότι υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο όφελος για τις πόλεις που καταφέρνουν και αποκτούν «πράσινες στέγες» όσον αφορά τη βιοποικιλότητα και τη βελτίωση του συνολικού αστικού μικροκλίματος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News