Το Εθνικό Πάρκο Παγετώνων (Glacier National Park) είναι εθνικός δρυμός των ΗΠΑ, που ανήκει στην πολιτεία Μοντάνα και βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον Καναδά, στο ύψος των πολιτειών Αλμπέρτα και Βρετανική Κολομβία. Είναι ένα τεράστιο, παρθένο οικοσύστημα έκτασης περίπου 4.000 τ.χλμ, που περιλαμβάνει τμήματα δύο οροσειρών (υπο-οροσειρές των Βραχωδών Ορέων), πάνω από 130 λίμνες, περισσότερα από 1.000 διαφορετικά είδη φυτών και εκατοντάδες είδη ζώων.
Και τώρα, καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται, ο ομώνυμος παγετώνας του Εθνικού Πάρκου υποχωρεί, αποκαλύπτοντας κάποτε μη διαθέσιμα κοιτάσματα αλατιού, τα οποία ποθούν πολύ τα ζώα. Κατσίκες του βουνού και μεγαλοκέρατα πρόβατα, που ζουν σε μερικές από τα πιο τραχιές και απομακρυσμένες περιοχές του δρυμού, συρρέουν τώρα στην περιοχή για να γλείψουν νάτριο και άλλα θρεπτικά συστατικά απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή τους, γράφει στην Washington Post ο Ντίνο Γκραντόνι. Αλλά όπου υπάρχει γλέντι, υπάρχει και αγώνας.
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Frontiers in Ecology and Evolution αποκαλύπτει πώς αναδεικνύονται νέοι νικητές και ηττημένοι στο ζωικό βασίλειο, καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας αλλάζει την αφθονία και τις συνθήκες διανομής της τροφής, του νερού και της σκιάς.
Αυτοί οι κρίσιμοι για την επιβίωση των άγριων ζώων πόροι περιλαμβάνουν το γλείψιμο του αλατιού. Εχετε δει, μήπως, στα νησιά μας κατσίκια να κατεβαίνουν σε απόκρημνες πλαγιές μέχρι τη θάλασσα για να γλείψουν το αλάτι που έχει μείνει στα βράχια; Πολλά ζώα, μεταξύ άλλων νυχτερίδες, τρωκτικά και θηλαστικά, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για πρόσληψη μετάλλων και ιχνοστοιχείων που δεν υπάρχουν στην υπόλοιπη διατροφή τους.
Στο Εθνικό Πάρκο Γκλέισιερ, μάλιστα, γίνονται μεταξύ κατσικιών και προβάτων οι λεγόμενοι Πόλεμοι του Αλατιού, στους οποίους –μετά από μήνες παρατήρησης– οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι αδιαμφισβήτητος νικητής είναι η κατσίκα.
«Μας εξέπληξε που κέρδισαν οι κατσίκες του βουνού», είπε σε τηλεφωνική συνέντευξή του στη Washington Post ο Τζόελ Μπέργκερ, καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Εταιρείας Προστασίας της Αγριας Ζωής και συν-συγγραφέας της δημοσίευσης.
«Αφελώς σκεπτόμενος, νόμιζα ότι έχουμε απλά δύο είδη παρόμοιου μεγέθους, που ζουν και τα δύο σε αυτά τα βουνά», προσέθεσε ο αμερικανός καθηγητής, «Και αν ήταν ίσα, τότε τις μισές φορές θα περιμέναμε να κερδίσει το ένα και τις άλλες μισές το άλλο». Αλλά αυτό δεν συνέβη.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι στη συντριπτική πλειονότητα των συγκρούσεων, που έλαβαν χώρα σε μεγάλο υψόμετρο στο Γκλέισιερ στη διάρκεια των παρατηρήσεων, οι κατσίκες κατάφεραν να εκφοβίσουν τα πρόβατα. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, οι κατσίκες δεν χρειαζόταν να κάνουν πολλά: Η παρουσία τους και μόνο ήταν αρκετή για να διώξει τα πιο παθητικά φυτοφάγα ζώα.
Η διαφορά οφείλεται στη στάση: οι κατσίκες, που εκεί έχουν το χρώμα του χιονιού, είναι απλώς πιο πεισματάρες. Οταν χρειαζόταν, ήταν πρόθυμες να βάλουν κάτω το κεφάλι και να ορμήσουν στον «εχθρό» με προτεταμένα τα κέρατά τους, που μοιάζουν με σπαθιά, για να πάρουν αυτό που θέλουν.
«Είναι χαρακτηριστικά πιο επιθετικές», λέει στην Washington Post ο Φόρεστ Π.Χέις, οικολόγος και συν-συγγραφέας της μελέτης που κάνει Ph.D. στην Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Ωστόσο, το μέγεθος παίζει συχνά ρόλο σε άλλες μάχες για περιορισμένους πόρους. Οι ελέφαντες στη Ναμίμπια, για παράδειγμα, συνήθως κερδίζουν σε λιμνούλες για πότισμα, όπως δείχνει προηγούμενη έρευνα του Τζόελ Μπέργκερ στην Αφρική.
Μάλιστα, αυτού του είδους οι μάχες είναι πιθανό να ενταθούν στο μέλλον. Καθώς οι έρημοι ξηραίνονται και τα δάση λιγοστεύουν, το νερό και η σκιά θα σπανίζουν όλο και περισσότερο σε πολλές γωνιές του κόσμου. Ωστόσο, η σύγκρουση μεταξύ των ειδών για τους πόρους, που έχουν αλλοιωθεί από την κλιματική αλλαγή και άλλες ανθρώπινες παρεμβάσεις, οι οποίες διαταράσσουν το οικοσύστημα «είναι ένα πεδίο που έχει ερευνηθεί ελάχιστα στην πραγματικότητα», λέει ο Χέις.
«Καθώς βλέπουμε δυνητικές αλλαγές στη διαθεσιμότητα των πόρων και μια τάση να γίνονται πιο σπάνιοι, είναι όλο και πιο πιθανό αυτό να συμβαίνει όλο και πιο συχνά», προσθέτει ο αμερικανός οικολόγος. «Οπότε, είναι πολύ σημαντική η κατανόηση αυτών των συγκρούσεων και των συνεπειών τους για τα αλληλεπιδρώντα είδη».
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι έντονες στον Παγετώνα της Μοντάνα. Το πάρκο χάνει γρήγορα τους πάγους του και αν επικρατήσει αυτή η τάση, το Γκλέισιερ μπορεί μια μέρα να μην έχει παγετώνες.
Η μελέτη γεννήθηκε μετά από ένα ταξίδι που έκαναν οι Χέις και Μπέργκερ στο Γκλέισιερ το καλοκαίρι του 2019: οι δύο επιστήμονες παρατήρησαν ότι κατσίκες και πρόβατα πάλευαν επί δυο-τρεις ώρες πάνω από ένα μικρό κομμάτι αλατιού που είχε βραχεί από το λιώσιμο του χιονιού.
Η παρατήρηση αυτών των μαχών κατσίκας εναντίον προβάτου, συχνά από μακριά μέσω τηλεσκοπίου –σε απόσταση μέχρι και ένα μίλι (περίπου 1,6 χλμ.)– περιελάμβανε πολλές «λασπωμένες μπότες στο έδαφος» και μερικές φορές «παγωμένα δάχτυλα των ποδιών μέσα στο καταχείμωνο», λέει ο Μπέργκερ.
Η ομάδα παρατήρησε, εξάλλου, παρόμοια κυριαρχία κατσικών επί προβάτων σε κοιτάσματα αλατιού γύρω από το όρος Εβανς, στο Κολοράντο, και σε σημεία στρωμνής και βοσκής στη δυτική Αλμπέρτα, στον Καναδά.
Το λιώσιμο των παγετώνων των βουνών αποκαλύπτει βαθουλώματα με αλάτι ψηλά στα Βραχώδη Ορη, ωστόσο η κατασκευή δρόμων μέσα σε κοιλάδες καλύπτει κοιτάσματα ορυκτών σε χαμηλότερα υψόμετρα, εγείροντας το ερώτημα: Πότε πρέπει οι διαχειριστές άγριας ζωής να παρέχουν στα ζώα γλείψιμο αλατιού τεχνητά;
«Θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε ορισμένους από αυτούς τους ορυκτούς πόρους προληπτικά για αυτούς τους πληθυσμούς», λέει ο Χέις. Οι άνθρωποι, όμως, εισάγουν ήδη άθελά τους άλατα και ιχνοστοιχεία με άλλους τρόπους. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα αλατίζουν, για παράδειγμα, τους δρόμους, και τα ζώα που συρρέουν για να γλείψουν το αλάτι κινδυνεύουν να χτυπηθούν από αυτοκίνητα.
Οι κατσίκες του Γκλέισιερ, εν τω μεταξύ, τριγυρνούν ακόμη και σε μονοπάτια πεζοπορίας περιμένοντας τους κατασκηνωτές να ανακουφιστούν, για να γλείψουν τα ούρα τους, που περιέχουν άλατα και ιχνοστοιχεία. Εχει παρατηρηθεί, μάλιστα, ότι σκαρφαλώνουν με άνεση μέχρι και 18 μίλια (περίπου 29 χλμ.) για να φθάσουν σε σημεία όπου υπάρχει αλάτι, κάτι που αποδεικνύει «πόσο σημαντικά είναι αυτά τα μικροθρεπτικά συστατικά», επισημαίνει ο Τζόελ Μπέργκερ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News