Πλέον όλοι στην Ευρώπη μιλούν για την ισπανική εξαίρεση. «Εχουμε ένα μήνυμα για τον κόσμο: η ήττα της Αντίδρασης είναι δυνατή. Τώρα θα σχηματίσουμε μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση». Από τις εκλογές της 28ης Απριλίου στη μνήμη των περισσότερων ενδεχομένως θα μείνει αυτή η πρόταση του Πέδρο Σάντσεθ.
Πρόκειται σίγουρα για μια φράση εμφατική, στην οποία, ωστόσο, συμπυκνώνεται μια πολιτική ιστορία και συγχρόνως η βιογραφία ενός ηγέτη που έρχονται σε αντίθεση με όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Πριν από δυόμισι χρόνια, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ισπανίας (PSOE) ήταν νεκρό. Με ποσοστά σταθερά υπό το 20%, βρισκόταν πίσω και από τους αριστεριστές του Podemos και από τους φιλελεύθερους κεντρώους του Κόμματος των Πολιτών (Ciudadanos) αλλά και από την παραδοσιακή Δεξιά του Λαϊκού Κόμματος.
Όλα έδειχναν πως θα είχε μοίρα ανάλογη με το Ισραηλινό Εργατικό Κόμμα (το οποίο ηγήθηκε της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ για να καταλήξει σήμερα να κατέχει μόλις έξι έδρες στην Κνεσέτ) ή τους σοσιαλιστές της Γαλλίας. Πολλοί, ειδικοί και μη, θεωρούσαν πως στην καλύτερη περίπτωση το PSOE θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν ρόλο δευτερεύοντα, συμπληρωματικό, αν όχι υπολειμματικό, όπως συνέβη με το SPD στη Γερμανία, το Δημοκρατικό Κόμμα στην Ιταλία και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα.
Το ότι σήμερα οι ισπανοί Σοσιαλιστές αποτελούν τη μοναδική μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη που κρατάει τα ηνία μιας από τις μεγάλες χώρες της ΕΕ οφείλεται σίγουρα στο γεγονός ότι το PSOE είναι βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς αλλά και στην ιστορία της Ισπανίας. Καίριο ρόλο, ωστόσο, διαδραμάτισε και η προσωπική πορεία του ηγέτη τους. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Άλντο Κατσούλο, απεσταλμένος της Corriere della Sera στη Μαδρίτη.
Ο Πέδρο Σάντσεθ προέρχεται από μια ταπεινή οικογένεια. Ο παππούς του ήταν αναλφάβητος. Αμέσως, όμως, μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο έσπευσε να εγγραφεί σε ένα εσπερινό σχολείο ενός λαϊκού προαστίου της ισπανικής πρωτεύουσας για να μάθει ανάγνωση και γραφή. Την ίδια περίοδο, ο μικρός Πέδρο συνήθιζε να πηγαίνει με το ποδήλατό του έως τον προαύλιο χώρο της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κομπλουτένσε της Μαδρίτης όπου ο πατέρας του, εργαζόμενος φοιτητής, παρακολουθούσε τα μαθήματά του, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον γιο του από το παράθυρο.
Όταν γεννήθηκε ο Πέδρο ο πατέρας του ήταν 21 ετών ενώ η μητέρα του μόλις 19. Εκείνη, παρότι εργαζόταν επί χρόνια στις υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης, επέλεξε να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο στην ηλικία των 40 ετών και ο σημερινός πρωθυπουργός της Ισπανίας την θυμάται να μελετά για τις εξετάσεις της έως τις τρεις τα ξημερώματα, να γράφει στη συνέχεια ένα γράμμα στον άλλο της γιο (ο οποίος σπούδαζε σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στη Μόσχα) και να κοιμάται, τελικά, μια- δύο ώρες, πριν ξυπνήσει για να πάει άρον άρον στη δουλειά της.
Ο 47χρονος Πέδρο Σάντσεθ έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην ηλικία των 21 ετών. Εργάστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος της Μαδρίτης ενώ στην ισπανική Βουλή εισήλθε πρώτη φορά το 2009. Το 2014 πήρε στα χέρια του τα ηνία του PSOE και από τότε έως τις εκλογές της περασμένης Κυριακής κατάφερε να μεταλλαχεί σε έναν έμπειρο και πραγματιστή (και ενίοτε κυνικό) πολιτικό.
Εκμεταλλεύτηκε προς όφελός του τον κίνδυνο αναβίωσης του φρανκισμού και των αντιδραστικών πολιτικών, «ταρακουνώντας στο σκιάχτρο της Ακροδεξιάς», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιταλός δημοσιογράφος. Για να σημειώσει επίσης ότι ο Σάντσεθ εστίασε την προσοχή του στις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από τις διχόνοιες του εμφυλίου πολέμου αλλά και σε εκείνες που βρίσκονται στο επίκεντρο της σφοδρής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους ενωτικούς της Μαδρίτης και τους αυτονομιστές της Καταλονίας.
Αντιλήφθηκε επίσης πως ακόμα και όλοι όσοι αντιμάχονται τον επεκτατικό λαϊκισμό, αισθάνονται την ανάγκη για νέα πρόσωπα, έχοντας αγανακτήσει με τους διεφθαρμένους επαγγελματίες της πολιτικής αλλά και ξεχάσει τις πλέον εμβληματικές πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας, ακόμα και τον Φελίπε Γκονσάλες, ιστορικό ηγέτη του PSOE.
Αναπόφευκτα, οπότε, μετά τις εκλογές του 2016, όταν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλιστικού Κόμματος επέλεξαν να επιτρέψουν τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης μειοψηφίας από το Λαϊκό Κόμμα, ο Σάντσεθ όχι μόνον παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού γραμματέα αλλά παρέδωσε και τη βουλευτική του έδρα, περιοδεύοντας στη συνέχεια στις σοσιαλιστικές επαρχίες της βαθιάς Ισπανίας, για να καταγράψει τις συνέπειες της αντισυστημικής εξέγερσης αλλά και να εμποδίσει την εξάπλωσή της.
Τον Μάιο του 2017, επτά μήνες μετά την παραίτησή του κέρδισε εκ νέου την ηγεσία του κόμματός του, για να καταθέσει, έπειτα από έναν χρόνο, πρόταση μομφής κατά του πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι και να την κερδίσει, αναλαμβάνοντας, έτσι, την πρωθυπουργία της Ισπανίας. Και, την περασμένη Κυριακή, ο αναγεννημένος Πέδρο Σάντσεθ και το κόμμα του σημείωσαν μια ιδιαίτερα σημαντική νίκη, δεδομένου ότι αντιτίθεται στις τάσεις και τις διαθέσεις που κυριαρχούν στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως τα κόμματα της Αριστεράς έλαβαν περίπου 7 εκατομμύρια και 200 χιλιάδες ψήφους, όσες και οι δυνάμεις της Δεξιάς. Αλλά ο εκλογικός νόμος πριμοδοτεί τα μεγαλύτερα κόμματα με εκπροσώπηση σε όλες τις περιφέρειες της χώρας και το Λαϊκό Κόμμα, πέρα από διχασμένο σε πανεθνικό επίπεδο, στην Καταλονία και στη Χώρα των Βάσκων έχει σχεδόν εκμηδενιστεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η παραδοσιακή Δεξιά του Λαϊκού Κόμματος δεν μπορεί επίσης να αναγεννηθεί όπως οι Σοσιαλιστές. Γιατί έχει και λαό και νέα στελέχη με άσπιλο παρελθόν τα οποία, ωστόσο, θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη πως το ακροδεξιό και εθνικιστικό Vox σημείωσε τα υψηλότερα ποσοστά του στις μεγάλες πόλεις της βαθιάς Ισπανίας, με τον επικεφαλής του κόμματος Σαντιάγο Αμπασκάλ να καταφέρνει να κερδίσει όχι μόνον τους νοσταλγούς του φρανκικού καθεστώτος αλλά και πολλούς νέους Ισπανούς οι οποίοι μεγάλωσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αντιπαθούν τους αυτονομιστές της Καταλονίας, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες αραβικής καταγωγής και τους προοδευτικούς διανοούμενους.
Οσον αφορά τη διακυβέρνηση της Ισπανίας, τον πρώτο λόγο έχουν, φυσικά, οι Σοσιαλιστές. Γνωρίζουν πως η μοναδική συμμαχία η οποία θα μπορούσε να σχηματιστεί δίχως να έχει ανάγκη τη στήριξη τρίτων κομμάτων είναι μεταξύ του PSOE και των κεντροδεξιών Πολιτών (Ciudadanos). Γνωρίζουν, όμως, επίσης πως ο Αλμπέρτ Ριβέρα, ο ηγέτης των Πολιτών, ευελπιστεί πως η ανοδική πορεία του κόμματός του θα συνεχιστεί και στις επικείμενες περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές της 26ης Μαΐου. Γιατί στην περίπτωση που το κόμμα του επικρατήσει έναντι του Λαϊκού Κόμματος σε σημαντικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένης και της Μαδρίτης, στις επόμενες γενικές εκλογές ο κύριος αντίπαλος των Σοσιαλιστών θα είναι οι Πολίτες. Προτιμάει, οπότε, να παραμείνει στην αντιπολίτευση.
Αντιθέτως το αριστερίστικο Podemos εμφανίζεται πρόθυμο και έτοιμο να συμμετέχει στην επόμενη κυβέρνηση. Ο Πέδρο Σάντσεθ, ωστόσο, φαίνεται έτοιμος να ηγηθεί ακόμα και μιας κυβέρνησης μειοψηφίας με τις 123 έδρες που κέρδισε το κόμμα του, όπως έκανε, άλλωστε, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα μηνών.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της El Pais στο Παλάθιο ντε λα Μονκλόα, το πρωθυπουργικό μέγαρο, πολλοί πιστεύουν πως η σοσιαλιστική κυβέρνηση κατάφερε να επιτελέσει σημαντικό έργο κατά την βραχύβια παραμονή της στην εξουσία χάρη στο γεγονός πως ο Πέδρο Σάντσεθ είχε τη δυνατότητα να επιλέξει ελεύθερα και δίχως εξωτερικές πιέσεις τα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου. Και ο νικητής των εκλογών σίγουρα δεν επιθυμεί να χάσει αυτήν την πολυτέλεια. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, των Podemos, ωστόσο, θέλει να έχει ουσιαστικό λόγο και όσον αφορά τη στελέχωση του υπουργικού συμβουλίου και αυτό σημαίνει πως οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών θα είναι σίγουρα σκληρές.
Πάντως την επομένη των εκλογών η Κάρμεν Κάλβο, αναπληρώτρια πρωθυπουργός, δήλωσε ξεκάθαρα πως το κόμμα της ενδέχεται να αποπειραθεί να κυβερνήσει με τις δικές του δυνάμεις. «Έχουμε περισσότερα από όσα χρειάζονται ούτως ώστε να στρέψουμε αυτό το πλοίο προς την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει», εξήγησε σε ραδιοφωνικό σταθμό της Ισπανίας. Και μιλώντας στο BBC o Μικέλ Ιθέτα Γιόρνες, επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Καταλονία εξήγησε πως μια σοσιαλιστική κυβέρνηση μειοψηφίας θα μπορούσε να επιτελέσει το έργο της, λαμβάνοντας κατά περίπτωση τη στήριξη άλλων κομμάτων, του Podemos, κυρίως, αλλά και των εθνικιστικών κομμάτων της Ισπανίας. Οι όποιες εξελίξεις, ωστόσο, αναμένονται μετά τις (διπλές για τους Ισπανούς) εκλογές της 26ης Μαΐου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News