Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα και μεγάλωσε στη Στοκχόλμη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλολογίας του πανεπιστημίου της πόλης άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία, πρώτα στο Θέατρο και, στη συνέχεια, στον Κινηματογράφο. Εργάστηκε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας ανεβάζοντας έργα των Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Λουίτζι Πιραντέλο, Αλμπέρ Καμύ, Τένεσι Ουίλιαμς, Ζαν Ανούιγ, Μπέρτολντ Μπρεχτ, Αντον Τσέχοφ, αλλά και δικά του. Παράλληλα, σκηνοθέτησε μεγάλο αριθμό ταινιών με σενάρια που έγραψε ο ίδιος, με τις οποίες αναδείχτηκε διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Κινηματογράφου. Κύρια θέματα των ταινιών του είναι η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό και η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων. Βασικό μοτίβο στα καρέ του, οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής.
Από το μέσο της δεκαετίας του ‘60 και μετά, εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του (Η Εβδομη Σφραγίδα, Αγριες φράουλες, Η τριλογία της Σιωπής) και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, ερευνώντας -κυρίως- τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του.
Το βιογραφικό του είναι εξαιρετικά πλούσιο, έχουν γραφεί πολλά βιβλία για αυτό. Ποια ταινία να πρωτοθυμηθείς; Η επαφή (1970), Κραυγές και ψίθυροι (1972), Πρόσωπο με πρόσωπο (1976), Το αβγό του φιδιού (1977), Φθινοπωρινή σονάτα (1978) Οι μαριονέτες (1980), Φάνι και Αλέξανδρος (1983), Μετά την πρόβα (1984); Για το συνολικό του έργο έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, όπως το Μεγάλο Χρυσό Παράσημο της Σουηδικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (1977), το Βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (1987), το Ειδικό Βραβείο Φελίξ (1988) και το Βραβείο Ζόνινγκ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης (1989). Επίσης, από το 1978 έχει θεσμοθετηθεί κινηματογραφικό βραβείο με το όνομά του από το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Ο Μπέργκμαν, πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007, ενώ έχουν περάσει ήδη 100 χρόνια από τη γέννηση αυτού του μεγάλου ποιητικού δάσκαλου της αμφιβολίας, της πίστης, της αγάπης, της ερωτικής γοητείας. Ετσι, το 2018 θα είναι η χρονιά του -εν τη απουσία του- και αυτό μας δίνει έναν παραπάνω λόγο για να εστιάσουμε στην προσωπικότητα του σουηδού κινηματογραφιστή και δραματουργού. Όλα αυτά, ακριβώς την ίδια ώρα κατά την οποία οι σχέσεις ισχυρών ανδρών του Κινηματογράφου με γυναίκες ηθοποιούς επανεξετάζονται, υπό το hashtag #metoo.
Σχεδόν επίσης την ίδια στιγμή, το Φεστιβάλ των Καννών έκανε δεκτό στο φετινό πρόγραμμα των νέων παραγωγών το «Bergman, a Year in a Life» της Σουηδής Τζέιν Μάγκνουσον. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ το οποίο δεν μπαίνει στη διαδικασία να αμφισβητήσει το κύρος του ανυπέρβλητου έργου του, αλλά όσο να πεις βγάζει από το φωτισμένο κάδρο το θεάρεστο και ένδοξο έργο του και εστιάζει στην προσωπικότητα του σκηνοθέτη, με αρκετές αιχμές για τον χαρακτήρα του, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «στρυφνός».
Αυτό το ντοκιμαντέρ είναι η συνέχεια του φιλμ το οποίο η Μάγκνουσον είχε κάνει το 2013 υπό τον τίτλο «Trespassing Bergman». Εκεί, γνωστοί σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο πήγαν στο νησάκι Φάρο, όπου ο Μπέργκμαν πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και είπαν για εκείνον διθυράμβους. Το «Bergman, a Year in a Life» είναι μία εκ των πολλών παραγωγών που θα παρουσιαστούν εφέτος σε όλον τον πλανήτη, λόγω της επετείου της γέννησής του. Σε αυτές τις εκδηλώσεις περιλαμβάνονται και οι κινηματογραφικές προβολές που οργανώνει το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, αλλά και η θεατρική μεταφορά του «Φάνι και Αλέξανδρος» – από τον θεατρικό οργανισμό Ολντ Βικ, στο Λονδίνο.
Αυτό το διάστημα η Μάγκνουσον βρίσκεται στα τελευταία στάδια επεξεργασίας, ώστε η νεότερη ταινία της να κάνει πρεμιέρα τον Μάιο στις Κάννες και αμέσως μετά να φύγει για τις σκοτεινές αίθουσες της Σουηδίας. Πιστεύει ότι οι θαυμαστές τού Μπέργκμαν θα αντιληφθούν το κίνητρό της, καθώς δεν μιλάμε για «λιβάνισμα», αλλά για βολές αναφορικά με τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Μπορεί να αναγνωρίσει, για παράδειγμα, τους εξαιρετικούς ρόλους που χάρισε στις ηθοποιούς του, αλλά όπως επισημαίνει στον Πίτερ Μπράντσοου του βρετανικoύ «Guardian», «οι προσωπικές του σχέσεις μοιάζουν να έρχονται σε αντίθεση με τον σεβασμό που έδειχνε στις γυναίκες επί της μεγάλης οθόνης». Το ντοκιμαντέρ της επικεντρώνεται στο 1957, τη χρονιά που ο Μπέργκμαν σκηνοθέτησε τις «Αγριες φράουλες» και την «Εβδομη σφραγίδα», έκανε την πρώτη του ταινία για την τηλεόραση, ενώ ανέβασε στη σκηνή τον «Πέερ Γκιντ» του Ιψεν.
Ακριβώς τότε, εκείνη τη χρονιά, γνώρισε την Κάμπι Λαρετάι και την Ινγκριντ Φον Ρόζεν – αντιστοίχως, την τέταρτη και πέμπτη σύζυγό του. Επίσης, ήταν τότε που είχε και μια παθιασμένη σχέση με την ηθοποιό Μπίμπι Αντερσον – πρωταγωνιστούσε σε ταινίες του, επίσης εκείνο το διάστημα. Α, ναι, ξεχάσαμε μια λεπτομέρεια: ήταν παντρεμένος με τη δημοσιογράφο και γλωσσολόγο Γκουν Γκρουτ. Βέβαια, στα χαρτιά ήταν παντρεμένοι, αφού ο διάσημος σκηνοθέτης δεν εμφανιζόταν στο κοινό σπίτι τους, ενώ έβλεπε πολύ λίγο τα… έξι παιδιά του, τα οποία είχε αποκτήσει με τρεις διαφορετικές γυναίκες.
Εκείνο το διάστημα, ο Ινγκμαρ, λόγω των φιλμ του, ήρθε κοντά με πολλές ηθοποιούς, όπως η Λιβ Ούλμαν, η Περνίλα Ογκουστ, αλλά και η Μπάρμπρα Στράιζαντ, με την οποία ο Μπέργκμαν προσπάθησε να κάνει μια ταινία τη δεκαετία του ‘70. Και τι θα πει αυτό; Οτι με όλες εκείνες ο σκηνοθέτης είχε σχέσεις παραπάνω από επαγγελματικές ή πως προσπάθησε να τις δει να ερμηνεύουν τις ερωτευμένες στο κρεβάτι του; Μέσα της έρευνας και των συνεντεύξεων της Μάγκνουσον, με πενήντα συνεργάτες του, καταλήγει ότι το βάθος της οικειότητας που απαιτούσε από τις πρωταγωνίστριές του σήμερα θα μπορούσε να γεννά υπόνοιες για σεξουαλική παρενόχληση. Πιθανώς, σύμφωνα με την Τζέιν Μάγκνουσον, η εξουσία που εξέπεμπε και άπλωνε σαν πέπλο επάνω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστριών στις ταινίες του, να εμπίπτει -με τις τωρινές συνθήκες- στο σκάνδαλο #metoo, που έχει ως αρνητικό πρωταγωνιστή στον Γουάνσταϊν. «Δεν νομίζω ότι ακόμη κι αν ζούσε σήμερα θα τολμούσε κάποιος να τον κατηγορήσει για οτιδήποτε. Ωστόσο, το ότι ποτέ καμιά από τις ηθοποιούς του δεν τον κατηγόρησε για παρενόχληση, δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δεν ήταν απρεπής». Αυτό, βέβαια, ταυτόχρονα, δεν αποδεικνύει και κάτι.
Το βέβαιο είναι ότι η Λιβ Ούλμαν, η νορβηγίδα ηθοποιός και σκηνοθέτρια, που έμεινε έγκυος στο παιδί του Μπέργκμαν μετά τα γυρίσματα της «Περσόνας», της πρώτης της ταινίας της με τον σκηνοθέτη, πάντα εξέφραζε ευγνωμοσύνη για τη γνωριμία τους. «Για πρώτη φορά συνάντησα έναν σκηνοθέτη ο οποίος με άφησε να εκφράσω συναισθήματα και σκέψεις που κανείς άλλος δεν είχε δει σε μένα», είχε δηλώσει το 1966 όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες. Στις αρχές του περασμένου φθινοπώρου, σε μια από τις πρώιμες εκδηλώσεις του αφιερώματος στον Μπέργκμαν, δήλωσε στο Λονδίνο πως «εκείνος ήταν που εμπλούτισε όχι μόνο τη ζωή μου, αλλά τον κόσμο όλο».
Φαίνεται παράδοξο να ήταν μισογύνης ο Μπέργκμαν ή να υποχρέωνε γυναίκες να κοιμηθούν μαζί του για να τις χρησιμοποιήσει ως ηθοποιούς στις ταινίες του αφού -με τα όσα γνωρίζουμε έως σήμερα- ποτέ δεν φάνηκε ότι θα εκβίαζε κάποια να συνάψει σχέση μαζί του. Γιατί; Επειδή υπήρχαν πάρα πολλές που τον θεωρούσαν γοητευτικό, ενώ κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι «ασχολήθηκε» με πολύ νεότερές του γυναίκες, όπως ο Γούντι Αλεν. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να περιμένουμε το Φεστιβάλ των Καννών για να προβληθεί το «Bergman, a Year in a Life», προκειμένου να δούμε και να ακούσουμε αυτά που έχει να του καταμαρτυρήσει η Τζέιν Μάγκνουσον.
Μέχρι τότε, όποια και αν είναι η αλήθεια, ένα πράγμα είναι αναμφισβήτητο: δημιούργησε μερικούς από τους σπουδαιότερους τραγικούς ρόλους των γυναικών στην ιστορία του Κινηματογράφου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News