Οι ηγεσίες των δύο «μεγάλων χωρών» της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, ο Εμανουέλ Μακρόν, πρόεδρος της Γαλλίας, και ο Ολαφ Σολτς, καγκελάριος της Γερμανίας, το τελευταίο διάστημα διχογνωμούν σε βαθμό δημοσίων τριβών, όχι για τα πρωτεία στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, για το μοίρασμα των πόστων σε Κομισιόν, Ευρωτράπεζα, στα μικρότερα πόστα κ.λπ., αλλά για την Ουκρανία: ποιο από τα δύο κράτη, δηλαδή, θα φανεί περισσότερο δυναμικό απέναντι στη «ρωσική απειλή» και με ποιον τρόπο (λογικό ή παράλογο).
«Η ανάλυση των γαλλογερμανικών σχέσεων στα media, αν και κοινοτοπία, είναι πάντα χρήσιμη» έγραψε εισαγωγικά η Corriere della Sera (συντάκτης ο Μάσιμο Νάβα) διότι «δείχνει τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή πολιτική και στέλνει στους υπόλοιπους του κλαμπ μηνύματα». Λοιπόν, τα μηνύματα που στέλνουν τώρα οι Μακρόν και Σολτς για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι πολύ μπερδεμένα, αντιφατικά, αποκαλυπτικά των πραγματικών αδιεξόδων, που συμβαίνει να είναι και παντός είδους.
Ο Νάβα υπογράμμισε ότι «στη βιτρίνα» της Ευρωπαϊκής Ενωσης η αλληλεγγύη προς το Κίεβο είναι μεν ομόφωνη, ωστόσο «είναι εμφανής η βαθιά αντίθεση σε επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο». Το γαλλογερμανικό ηγετικό ντουέτο είναι ο φορέας δημοσιοποίησης αυτού του χάσματος απόψεων – και στο παρασκήνιο υπάρχει πολύ «ψωμί», κάτι ολότελα διαφορετικό από «την επίσημη αφήγηση, που προβλέπει υποστήριξη της Ουκρανίας ‘‘μέχρι τη νίκη επί της Ρωσίας’’».
Εγραψε ο Ιταλός ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες όλοι αναγνωρίζουν το αδιέξοδο, χωρίς όμως και να το παραδέχονται. Και πέρασε στην εξιστόρηση των γεγονότων, των θέσεων, των απαντήσεων και των σχολίων, αφού πρώτα κατέθεσε την άποψή του ότι «η Γερμανία ήταν και εξακολουθεί να είναι πιο γενναιόδωρη προς το Κίεβο όσον αφορά τη στρατιωτική υποστήριξη και την ανθρωπιστική βοήθεια (πέρα από την υποδοχή εκατομμυρίων προσφύγων), όμως η Γαλλία εμφανίζεται στα λόγια πιο θαρραλέα και αποφασιστική».
Ο Μακρόν δείχνει να μην ανησυχεί για τις συνέπειες της έντασης με τη Ρωσία, αν και κατά το πρόσφατο παρελθόν τής χάρισε «μια ντροπιαστική επίσκεψή του στο Κρεμλίνο» (τότε που ο Πούτιν τον έβαλε να καθίσει στο λίαν απομακρυσμένο άκρο τής τράπεζας συνομιλιών). Αντιθέτως, ο Σολτς, έχοντας επίγνωση της αμυντικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, φοβάται ό,τι φοβούνται και οι Αμερικανοί, δηλαδή «την επικίνδυνη κλιμάκωση, τον ανοιχτό πόλεμο μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας με χρήση πυρηνικών όπλων».
Η Le Monde, παρατήρησε ο Νάβα, θεωρεί ότι αποκαλύπτεται η διαφορά στρατηγικής κουλτούρας στο Παρίσι και στο Βερολίνο. «Σήμερα δεν υπάρχει συναίνεση για την αποστολή στρατευμάτων [σ.σ.: του ΝΑΤΟ και χωρών της ΕΕ] στο έδαφος της Ουκρανίας, αλλά τίποτε δεν αποκλείεται» είπε ο Μακρόν. Ο Σολτς τού απάντησε ότι τα πράγματα είναι μιλημένα και εξηγημένα εκεί που πρέπει να είναι, συνεπώς «δεν πρόκειται να υπάρξει στρατιωτική αποστολή στην Ουκρανία από ευρωπαϊκά κράτη ή χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ».
Λίγες μέρες αργότερα ο Μακρόν επανήλθε με δημόσια δήλωση διά της οποίας παρότρυνε τους συμμάχους του «να αρθούν στο ύψος της Ιστορίας και του θάρρους που συνεπάγεται». Η γερμανική απάντηση ήρθε από τα χείλη του καθ’ ύλην αρμοδίου υπουργού Αμυνας Μπόρις Πιστόριους: «Δεν χρειαζόμαστε κουβέντες περί θάρρους, περισσότερου ή λιγότερου. Δεν βοηθούν στην επίλυση των προβλημάτων της Ουκρανίας». Κρίνοντας αυτό το πινγκ πονγκ, ορισμένοι αναλυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μεν Γερμανία αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να κινηθεί χωρίς τις ΗΠΑ, η δε Γαλλία θέτει ζήτημα κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.
Η Γαλλία του Μακρόν –η μοναδική χώρα της ΕΕ που κατέχει μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και διαθέτει πυρηνικά όπλα– δεν πιστεύει ότι αρκούν πλέον οι αποστολές οπλικών συστημάτων στο Κίεβο ώστε να σταματήσει ο Πούτιν την προέλασή του. Ανησυχεί και για τις αλλεπάλληλες κυβερνοεπιθέσεις των Ρώσων. Η Le Monde, ωστόσο, προέβαλε μια ιοβόλο δήλωση διπλωμάτη: «Η Γερμανία παραδέχεται ότι φοβάται την κλιμάκωση, ενώ η Γαλλία θέλει να δώσει την εντύπωση ότι δεν τη φοβάται»…
Πάντως «η πρόταση Μακρόν να καταστεί ευρωπαϊκό το γαλλικό πυρηνικό οπλοστάσιο συνάντησε παγερή αδιαφορία από τον Σολτς», πέρα από τις οργίλες αντιδράσεις που προκάλεσε στην ίδια τη Γαλλία. Μέχρι και ο πράσινος υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, ενοχλήθηκε και σχολίασε: «Αν μπορώ να δώσω μια συμβουλή, ας πω ότι είναι καιρός η Γαλλία να παραδώσει άρματα μάχης και πυρομαχικά στην Ουκρανία μια ώρα αρχύτερα».
Η Ιστορία, λένε οι αναλυτές, έχει και αυτή να πει κάτι για τη γαλλογερμανική διχογνωμία στο Ουκρανικό, πέραν του ότι ο Σολτς έχει τον πληθυσμό στα ανατολικά κρατίδια της χώρας του σφόδρα αντίθετο σε οποιαδήποτε πολιτική αντιπαράθεσης με τη Ρωσία: «Ο Σολτς θέλει να αποφύγει κάποια μοιραία αλυσίδα καταστάσεων, παρόμοια με εκείνη που οδήγησε στον πόλεμο του 1914-1918», ενώ δεν ξεχνά και το Βερολίνο του 1945. «Ενώ ο Μακρόν θυμάται τον Νταλαντιέ και τη Συμφωνία του Μονάχου, του 1938, και έτσι δικαιολογεί την ‘‘αταλάντευτη’’ υποστήριξή του στο Κίεβο».
Από πλευράς της, η Frankfurter Allgemeine Zeitung υπογραμμίζει την έντονη ανησυχία της κοινής γνώμης για τυχόν κλιμάκωση της σύγκρουσης, όμως ρίχνει την ευθύνη στους Ρώσους. «Η ρωσική καμπάνια κατά της Γερμανίας [σ.σ.: σχετικά με τη φημολογούμενη παράδοση των πυραύλων Taurus στην Ουκρανία] στοχεύει στον εκφοβισμό και στην επιρροή της γερμανικής κοινής γνώμης. Η γερμανική υποστήριξη στην Ουκρανία θεωρείται αδύναμη από τους Ρώσους, οι οποίοι ευελπιστούν ότι ορισμένοι γερμανοί πολιτικοί ενδέχεται να κάνουν ανοίγματα στη Μόσχα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News